Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Εθνεγερσία: Σύγκρουση δύο οραμάτων


Εθνεγερσία: Σύγκρουση δύο οραμάτων





Ομιλία του Καθηγητού Φιλοσοφίας Χρήστου Γιανναρά σε επετειακή εκδήλωση του Αρσακείου Πατρών (24 Μαρτίου 2008)

Κάποτε τις ομιλίες που γίνονταν στις επετείους τις εθνικές, τις ονομάζαμε «πανηγυρικός της ημέρας». Η έκφραση δήλωνε, νομίζω, ακριβώς τη σύνοψη του νοήματος της πανηγύρεως. Ήταν μια πανήγυρις η εθνική εορτή. Κάτι γιορτάζαμε. Και το να γιορτάζει κάτι ένας λαός είναι φανερό. Εκφράζει πραγματικά τη χαρά του για κάτι που συνέβη και που έχει σημαδέψει το συλλογικό βίο και δεν θέλει να ξεχαστεί.
Δεν ξέρω, ένα από τα προβλήματα που πρέπει νομίζω να μας απασχολούν στο ποσοστό που γρηγορεί η συνείδηση που ανήκει σ’ ένα λαό όπως ο ελληνικός, δεν ξέρω εάν σήμερα, και μόνο η λέξη «πανήγυρις» και «πανηγυρικός», εαν έχει ρεαλιστικό αντίκρισμα. Πάντως, έτσι κι αλλιώς, νομίζω ότι η περιγραφή ή οι αναφορές οι επαινετικές για το γεγονός που γιορτάζουμε, ίσως έχουν κορεσθεί πια, έχουμε κορεσθεί από τέτοιες αναφορές, και πιθανόν ο γονιμότερος εορτασμός είναι να προβληματιζόμαστε σε κάθε τέτοια ευκαιρία και περίπτωση.


Αυτό θα τολμήσω σήμερα, περισσότερο να θέσω ένα πρόβλημα, που να γίνει αφορμή να σκεφθούμε, να ψάξουμε, να μελετήσουμε και να αποκτήσουμε, κατά το δυνατό, μια προσωπική αντίληψη, με αφορμή το πρόβλημα που θα τεθεί, παρά να σας πλουτίσω ίσως με πληροφορίες ή με γνώσεις για το γεγονός το οποίο γιορτάζουμε.
Θα ξεκινήσω με τη φράση ενός αμερικανού φιλοσόφου, παράγει πότε πότε και φιλοσόφους η Αμερική, του Ρίτσαρντ Ρώρτυ, ο οποίος λέει ότι «ένας λαός γράφει την ιστορία του όχι για να αφηγηθεί το παρελθόν του, αλλά για να δηλώσει αυτό που θέλει να είναι στο μέλλον». Νομίζω έχει μια βαρύτητα αυτή η φράση. Είναι μια επικίνδυνη φράση. Έχει μια βαρύτητα και επικινδυνότητα. Βαρύτητα, διότι πραγματικά τότε έχει νόημα η ιστορία όταν γίνεται το έδαφος στο οποίο πατάμε για να κοιτάξουμε μπροστά, για να δηλώσουμε αυτό που θέλουμε να είμαστε. Έχει επικινδυνότητα διότι στις ημέρες μας με μεγάλη ευκολία η ιστορία πλαστογραφείται. Κι έχουμε πολύ κοντά μας, πολύ έντονες τις εμπειρίες και τις παραστάσεις λαών οι οποίοι καπηλεύονται την ιστορία, πλαστογραφούν την ιστορία, για να αποκτήσουν συλλογική ταυτότητα.

Ας μείνουμε στο πρώτο, στο σκέλος της γονιμότητας της πρότασης που εξέφερε ο Ρώρτυ.
Θα ήθελα λοιπόν να πω ότι το γεγονός της 25ης Μαρτίου, η Εθνεγερσία, όπως λέμε, των Ελλήνων, κόμιζε από την πρώτη στιγμή ένα προβληματισμό, που προσωπικά θα τον όριζα σαν μια σύγκρουση δυο οραμάτων. Αυτή η σύγκρουση δεν ήταν των ημερών ή απλώς του έτους εκείνου, του 1821. Είχε αρχίσει πολύ πιο νωρίς, από τα τέλη του 18ου αιώνα. Υπήρχαν, θα ‘λεγε κανείς, δύο οράματα, δύο τρόποι να κοιτάξει το μέλλον του ο Ελληνισμός. Κοιτώντας την ιστορία του να προδιαγράψει το μέλλον και τις προοπτικές του.

Το πρώτο όραμα, νομίζω, θα έλεγα επιγραμματικά ότι συγκεφαλαιωνόταν στην τήρηση, στην εμμονή, στην επιλογή ότι ο Ελληνισμός δεν είναι απλώς μια εθνοφυλετική παρουσία μέσα στην ιστορία. Είναι πριν από αυτό μια πρόταση πολιτισμού. Σίγουρα έχει μια συγκεκριμένη εθνοφυλετική ιστορική βάση και αφετηρία. Αλλά μέσα στη διαδρομή της ιστορίας ο Ελληνισμός αποτελούσε περισσότερο μια πρόταση πολιτισμού που ενδιέφερε πανανθρώπινα, παρά ένα κλειστό, το ιδίωμα μιας κλειστής εθνικής ενότητας. Επομένως, εάν είναι πρόταση πολιτισμού, τότε δεν είναι κάτι που ανήκει μόνο σ’ ένα λαό. Ένας λαός διαχειρίζεται κυρίως, ο λαός που οι πρόγονοί του γέννησαν και συνέχισαν αυτόν τον πολιτισμό, τον διαχειρίζεται και τον προωθεί αλλά, επαναλαμβάνω, ο πολιτισμός ενδιαφέρει πανανθρώπινα.

Όταν λέμε πολιτισμός, επιτρέψτε μου μια μικρή παρένθεση, σήμερα μιλώντας για πολιτισμό νομίζω ότι ο νους μας πηγαίνει περισσότερο σε κάτι σαν ψυχαγωγία ή σαν πολιτιστικές εκδηλώσεις. Έχουμε και Υπουργείο Πολιτισμού, άκουσον άκουσον! Αν είναι ποτέ νοητό να παράγει πολιτισμό ένα Υπουργείο. Ο πολιτισμός θα έλεγα, θα συμφωνήσω με μια πρόταση είναι κι αυτή, ότι θα μπορούσε να οριστεί ως ο τρόπος του βίου μιας συλλογικότητας, μιας κοινωνίας. Πολύ συγκεκριμένα, ο τρόπος που ντυνόμαστε, ο τρόπος που χτίζουμε τα σπίτια μας, ο τρόπος που διακοσμούμε τα σπίτια μας, ο τρόπος που μαγειρεύουμε, που κάνουμε την κουζίνα μας, ο τρόπος που ερωτευόμαστε, ο τρόπος που φτιάχνουμε θεσμούς κοινής συμβίωσης κ.λ.π. Θα μου πείτε εάν είναι τόσο γενικός ο ορισμός του πολιτισμού τότε γιατί διαφοροποιούνται οι πολιτισμοί. Διότι δεν είναι πάντοτε και παντού ίδιος ο τρόπος του βίου. Το κάθε κοινωνικό σύνολο διαμορφώνει ένα τρόπο του βίου επί τη βάσει μιας ιεράρχησης των αναγκών του. Ποια ανάγκη είναι πρώτη και ποια είναι δεύτερη. Πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, θα το έχετε ακουστά, οι αρχαίοι Αθηναίοι, ας πούμε, ξέρουμε ότι οι ιδιωτικές τους κατοικίες ήταν πενιχρές. Δεν έχουμε τεκμήρια ούτε για μινωικά ανάκτορα ούτε για ρωμαϊκές επαύλεις. Γιατί; Γιατί αυτό που τους ενδιέφερε, αυτοί που έκτισαν αυτά τα αριστουργήματα που έκτισαν στο κέντρο της πόλης τους, τους ενδιέφερε αυτό: ο δημόσιος χώρος. Η πρώτη τους έγνοια ήταν να είναι πολίτες. Να βγουν στην αγορά. Να μετάσχουν κρίσεως και αρχής. Πίσω λοιπόν απ’ αυτή την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων, με άλλα λόγια, να το πω ακόμα πιο συγκεκριμένα. Εάν εμάς εδώ σήμερα μας δημιουργηθεί πρώτη ανάγκη να μετέχουμε στα κοινά, ανάγκη πριν και από την ανάγκη να έχουμε ηλεκτρικό ψυγείο, τότε αλλάζει ο πολιτισμός. Λέω το ηλεκτρικό ψυγείο για να δώσω ένα σημάδι για πόσο ρεαλιστικές ανάγκες μιλάμε. Βέβαια, πίσω απ’ αυτή την ιεράρχηση των αναγκών υπάρχει πάντα μια νοηματοδότηση, δηλαδή ένα νόημα που δίνουμε στην ύπαρξη, στον κόσμο, στην ιστορία. Αυτό το νόημα ιεραρχεί τις ανάγκες μας. Κι αυτό το νόημα μπορεί να μην είναι συνειδητό σε όλο το κοινωνικό σύνολο. Το εκφράζουν κατ’ εξοχήν οι καλλιτέχνες, με το αισθητήριο που έχουν να διαβλέπουν και να προηγούνται στην έκφραση της κοινής εμπειρίας, οι φιλόσοφοι με τη σκέψη τους κ.λ.π. γι’ αυτό κι έχει φθάσει να ταυτίζουμε τον πολιτισμό με την τέχνη ή με την θεωρητική σκέψη.
Πολιτισμός, λοιπόν, ο τρόπος του βίου κι ο Ελληνισμός μια πρόταση τέτοιου πολιτισμού.
Μιλάμε όμως για μια εποχή στην οποία ο Ελληνισμός είναι υπόδουλος, είναι ραγιάς, είναι κάτω από την τουρκική κατοχή. Είναι φτωχός. Είναι στερημένος σε πολλές περιοχές της Ελλάδος από στοιχειώδεις υλικές ανέσεις και αγαθά. Είναι, κατά περιόδους, σε πολύ μεγάλη πτώση εκπαίδευσης, παιδείας, καλλιέργειας. Κι όμως αυτός ο λαός παράγει πολιτισμό. Σήμερα πρέπει να έχεις δεν ξέρω πόσα διδακτορικά ή δεν ξέρω ποια καλλιέργεια για να αντιληφθείς τι πολιτισμό αντιπροσώπευε η λαϊκή αρχιτεκτονική της Τουρκοκρατίας ή το δημοτικό τραγούδι ή οι φορεσιές που ήταν λαϊκό ένδυμα ή οι θεσμοί οργάνωσης της συλλογικότητας, οι κοινότητες, οι συντεχνίες, τα συνάφια κ.λ.π. Παρήγε λοιπόν πολιτισμό.
Γι’ αυτό και είχε περισσότερη την αίσθηση ότι δεν αποτελεί ο Ελληνισμός μια φυλή ή ένας έθνος, όπως ήταν η λέξη που μπήκε μέσα ση γλώσσα κυρίως με διαφορετικό περιεχόμενο απ’ τα τέλη του 18ου αιώνα, αλλά ήταν ένα Γένος. Γένος σημαίνει, αν το ερμηνεύω σωστά, ότι όποιος μετέχει σ’ αυτό το Γένος γεννιέται, μεγαλώνει, αυξάνει, μέσα σε μια πραγματικότητα τρόπου του βίου, μέσα σε μια πραγματικότητα πολιτισμού.
Βέβαια ενώ είπα ότι ήταν ραγιάς ο Έλληνας την εποχή εκείνη, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς το γεγονός ότι υπάρχουν φαινόμενα που δηλώνουν και μια οικονομική ευρωστία που μας εκπλήσσει. Ας πούμε, οι καραβοκυραίοι, οι οποίοι οργώνουν την Μεσόγειο, είναι κυρίαρχοι των ναυτικών οδών και του εμπορίου στη Μεσόγειο. Οι έμποροι οι οποίοι οργώνουν τις αγορές της Ευρώπης.

Και εδώ θέλω να κάνω μια παρατήρηση. Αξίζει να μελετήσει κανείς πώς μετανάστευαν οι Έλληνες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Και πώς μεταναστεύουν από τη στιγμή που ιδρύεται το Ελλαδικό κράτος. Θα έλεγα ότι στους αιώνες της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες μεταναστεύουν από θέσεως ισχύος. Κι αυτό μπορεί να το πιστοποιήσει κανείς αν επισκεφθεί, ας πούμε, το τι άφησαν πίσω τους ως κτήρια και ως επιτέυγματα στην Τεργέστη, στην Βιέννη, στο Μόναχο, στο Παρίσι. Τα κτίσματα που άφησαν οι ελληνικές κοινότητες εκείνων των αιώνων είναι πραγματικά μια έκπληξη.

Ένα άλλο στοιχείο, λέω τώρα το τι βάσεις τι ερείσματα είχε το όραμα ότι οι Έλληνες αντιπροσωπεύουν κυρίως ένα πολιτισμό, ένα άλλο στοιχείο είναι ότι ήδη από την άλωση της Κωνσταντινούπολης, κατά κανόνα, οι μεγάλοι δραγουμάνοι της Υψηλής Πύλης, δηλ. οι υπουργοί των εξωτερικών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ήταν Έλληνες. Κι αυτό για λόγους ανάγκης. Ήταν οι πιο καλλιεργημένοι, οι μόνοι που μπορούσαν να διαχειριστούν τις διεθνείς σχέσεις της αυτοκρατορίας. Οι ηγεμόνες της Μολδαβλαχίας. Ακόμα ευρύτερα, ήδη στον 18ο αιώνα, και κυρίως βέβαια μετά τον 19ο, ήδη στα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας το ελληνικό στοιχείο ήταν το υπέρτερο, το κυριαρχικό. Οι τουρκικοί πληθυσμοί, παρ’ όλο που ήταν οι κατακτητές, απωθούνταν λίγο στο περιθώριο του κοινωνικού βίου. Μιλώ για περιπτώσεις πόλεων όπως η Σμύρνη, η Τραπεζούντα, η Οδησσός κ.λ.π.

Αυτά τα δεδομένα όλα, ενίσχυαν το όραμα το οποίο να πω τώρα και ποιοι κυρίως το εκπροσώπησαν. Ήταν το όραμα των Φαναριωτών και το όραμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη. Το όραμα ότι ενδέχεται, εάν συνεχίσουν με αυτή την δυναμική, να υπάρξει μια ένδοθεν άλωση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από μέσα να αλωθεί. Κάτι το οποίο είχε ως προηγούμενο αυτό το οποίο συνέβη με την Ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο εξελληνισμός της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κυρίως βέβαια από την εποχή του Κωνσταντίνου και μετά, και κυρίως την εποχή του Ιουστινιανού, ήταν ένα προηγούμενο το οποίο έδινε λαβή για να αρθρωθεί, να συλληφθεί αυτό το όραμα. Μάλιστα είχε εμφανιστεί και η άποψη ότι μπορούν να εκληφθούν οι Οθωμανοί ως μια από τις δυναστείες που γνώρισαν στο λεγόμενο Βυζάντιο οι Έλληνες, ως να ηγεμονεύουν οι αυτοκράτορες στη Nova Roma, στη Νέα Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη. Να μιλάμε δηλαδή για τη δυναστεία των Οσμανιδών, όπως μιλάγαμε για τη δυναστεία των Ισαύρων, των Παλαιολόγων και άλλων. Κυρίως όμως από πλευράς πολιτικής, αυτό το όραμα είχε μέσα του την προτεραιότητα της έγνοιας για την διάσωση του Ελληνισμού στην έκταση και την εξάπλωσή του στον τότε κόσμο, των Βαλκανίων, της Μικράς Ασίας, της Μέσης Ανατολής.
Όταν στα τέλη του 18ου αιώνα, με τη Γαλλική επανάσταση, με τη φιλοσοφία του Διαφωτισμού, πρωτοεμφανίζεται θεωρητικά η έννοια του έθνους – κράτους, δηλ. μιας οργάνωσης κρατικής, η οποία βασίζεται πλέον σε αντικειμενικά στοιχεία ενότητας και συνοχής μιας κοινωνικής ομάδας, όπως είναι η γλώσσα, όπως είναι η κάποια κοινή ιστορία, όπως είναι η θρησκεία κ.λ.π. Όταν εμφανίζονται αυτές οι ιδέες και τις εγκολπώνονται κάποιοι Έλληνες διανοούμενοι, κυρίως στο χώρο της Δύσης, η αντίδραση των Φαναριωτών και του Πατριαρχείου είναι πάρα πολύ σαφής. Οι ιδέες τότε του έθνους – κράτους, όπως θα δούμε αμέσως μετά αναλυτικότερα, συνδέονται, ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, με το ενδεχόμενο να αναστηθεί ένα έθνος – κράτος στα όρια της Αρχαίας Ελλάδας. Ένα έθνος – κράτος το οποίο να επαναναστήσει την πραγματικότητα εκείνου του Ελληνισμού, που οι Ευρωπαίοι εκτιμούσαν, θαύμαζαν και ήθελαν να είναι οι συνεχιστές του από τους προηγούμενους αιώνες, ήδη από τον Ευρωπαϊκό Μεσαίωνα.
Αλλά εάν πραγματοποιείτο ένα τέτοιο όραμα, τότε όλοι οι χριστιανικοί, ελληνικοί και ορθόδοξοι πληθυσμοί της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Ανατολικής Ρωμυλίας, της Δυτικής Μακεδονίας, θα ήσαν έκθετοι στην τουρκική βία, στο μαχαίρι του Τούρκου, όπως θα λέγαμε πολύ απλά. Με άλλα λόγια η έγνοια των Φαναριωτών και του Πατριαρχείου, που στους τέσσερις αιώνες της Τουρκοκρατίας έπαιξαν ένα ρόλο ηγετικό για τη διάσωση του Ελληνισμού, ήταν ακριβώς να περισωθεί ολόκληρος ο Ελληνισμός κι όχι μόνο το όραμα των κλασικιστών της Ευρώπης, το όραμα της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού για την επανίδρυση, κατά κάποιο τρόπο, της Αρχαίας Ελλάδας.
Βέβαια, αυτό το όραμα να σωθεί η αυτοκρατορία και όχι να γεννηθεί ένα έθνος – κράτος, κατασυκοφαντήθηκε, ήδη μέχρι τις μέρες μας, πάρα πολύ, χαρακτηρίστηκε ως φιλοτουρκισμός, ως ενδοτισμός απέναντι στους Τούρκους κ.λ.π. Υπάρχουν κάποια στοιχεία τα οποία επιτρέπουν αυτή την διαστροφή, νομίζω, της ιστορικής πραγματικότητας, και ήτανε κάποια κείμενα τα οποία έφτασαν να πουν, όχι αβάσιμα, ότι ήτανε μια δωρεά του Θεού το ότι υποτάχθηκε ο Ελληνισμός στους Τούρκους, δηλαδή σ’ ένα γένος, σ’ ένα λαό χαμηλότερης πολιτιστικής στάθμης και γι’ αυτό δεν απορροφήθηκαν οι Έλληνες σ’ ένα άλλο πολιτισμό, ώστε να χάσουν την ιδιαιτερότητά τους.

Υπήρξε ένα κείμενο Η Πατρική Διδασκαλία του Αθανάσιου του Πάριου, το οποίο εκφράζει ακριβώς αυτή την άποψη, ότι να ευχαριστούμε το Θεό που είμαστε σκλάβοι στους Τούρκους και όχι στους Φράγκους, που εκεί ήταν εμφανέστερος ο κίνδυνος με την ανάπτυξη που γνώρισε η Ευρώπη από τον 17ο κυρίως αιώνα και μετά να υπάρξει μια απορρόφηση, μια αφομοίωση του Ελληνισμού.
Έτσι, αυτό το όραμα της αυτοκρατορίας κατόρθωσε να διασώσει την ευρύτητα της πραγματικότητας του Ελληνισμού ήδη εκείνη την εποχή, μέσα στη γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Μια πραγματικότητα, η οποία διασώθηκε για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο Οδυσσέας Ελύτης λέει χαρακτηριστικά ότι μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με την ελληνική γλώσσα, αν μιλούσες ελληνικά, είχες αμέσως ένα γλωσσικό διαβατήριο, με το οποίο κυκλοφορούσες άνετα από τα βάθη της Μικράς Ασίας μέχρι τη Νότια Ιταλία κι απ’ τις παραδουνάβιες ηγεονιές μέχρι την Αίγυπτο. Πράγματι όλη αυτή η έκταση ήτανε, νομίζω η έκφραση είναι πολύ πολύ προσεγμένη και χαρακτηριστική, σ’ όλη αυτή την έκταση είχες τα ελληνικά ως γλωσσικό διαβατήριο. Υπήρχε μια συνείδηση μετοχής σ’ ένα κοινό πολιτισμό, πέρα από φυλετικές και εθνοτικές διακρίσεις.
Εδώ να προσθέσω μια λεπτομέρεια. Ξέρετε στους ιστορικούς λαούς είναι ολίγον αντιφατικό να ζητάει κανείς – και λέω ιστορικούς λαούς που επέζησαν - είναι αντιφατικό η φυλετική ομοιογένεια. Ο αείμνηστος Νίκος Σβορώνος, ένας ιστορικός που δεν υπέταξε ποτέ την ιστορική έρευνα στις ιδεολογικές του προτιμήσεις, έλεγε: «Μη μου ζητάτε φυλετική ομοιογένεια. Εγώ κάνω ιστορία δεν κάνω ζωολογία». Εκείνο το οποίο είναι η έκπληξη στην περίπτωση του Ελληνισμού είναι ότι επί τρεισίμισι χιλιάδες χρόνια διασώζεται μια γλωσσική παράδοση, η ίδια γλωσσική παράδοση, με τις εξελίξεις τις φυσιολογικές που έχει η γλώσσα και μια κοινή συνείδηση μετοχής σ’ αυτήν την παράδοση.
Αυτό είναι το βασικό στοιχείο και επίσης θα προσέθετα, δεν το λέει ο Σβορώνος αλλά είναι νομίζω αρκετά τεκμηριωμένο, την δυνατότητα που είχε αυτός ο λαός να αφομοιώνει προσλήματα, τα οποία ερχόντουσαν σαν σφήνες μέσα στην ζωή του και την ιστορία του.
Απ’ τη Ρωμαϊκή κατάκτηση μέχρι το 1821 στον κυρίως ελλαδικό χώρο, πραγματοποιήθηκαν δεκαεπτά διαδοχικές εισβολές και εγκαταστάσεις διάφορων φύλων και φυλών. Μέχρι σήμερα νομίζω ακόμα εδώ στην Πελοπόννησο σώζονται, σαν δεύτερη ονομασία, τοπωνύμια και ονομασίες οικισμών και χωριών με σλαβικά ονόματα. Ποιος μπορεί να αποδώσει διαφορετική, να πει δεν είναι αμιγώς ελληνικός ο πληθυσμός της Πελοποννήσου.
Γι’ αυτό, νομίζω, ότι η θέα των Φαναριωτών είχε αυτή την ευρύτητα και δυναμική: Να βλέπει ότι αυτό που συνιστά την ταυτότητα ενός λαού δεν μπορεί να είναι αντικειμενικό κριτήριο που το προσδίδουμε εκ των υστέρων, αλλά είναι η ταυτότητα βιούμενη και πραγματοποιούμενη ως τρόπος της ζωής του ανθρώπου.
Ένας απόηχος αυτού του οράματος της αυτοκρατορίας σώθηκε, νομίζω, μέχρι την Μικρασιατική καταστροφή περίπου, σ’ αυτό που ονομάζουμε Μεγάλη Ιδέα και που απέβλεπε πραγματικά στην διάσωση, κατά το δυνατό, του Ελληνισμού πέρα και έξω από στενά φυλετικά και εθνικά όρια.

Το αντίπαλο όραμα, το υπαινίχθηκα προηγουμένως, ήταν το όραμα μιας ομάδας διανοουμένων οι οποίοι κυρίως ζούσαν και δρούσαν στην Δυτική Ευρώπη. Το αντιπροσωπευτικό, συμβολικό θα έλεγα όνομα, που συνοψίζει τη στάση αυτών των διανοουμένων είναι ο Αδαμάντιος Κοραής. Οι διανοούμενοι αυτοί ζούσαν στην Δυτική Ευρώπη και ήταν εντελώς φυσικό να μετέχουν, να ζουν, να βιώνουν, την έκπληξη και τον θαυμασμό γι’ αυτό που συντελείτο στην Δυτική Ευρώπη, επαναλαμβάνω από τον 17ο αιώνα και μετά. Η Βιομηχανική επανάσταση, ο καινούριος πλούτος που εισέρεε στην Ευρώπη, μετά την ανακάλυψη της Αμερικής, μετά των Ινδιών κ.λ.π. αποικίες που συνεισέφεραν στον πλούτο και στην ανάπτυξη των ευρωπαϊκών κρατών και ταυτόχρονα η ανάπτυξη των επιστημών, η ανάπτυξη της σκέψης, κυρίως δε με την εμφάνιση της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού, όταν αυτές οι κοινωνίες πια ένιωσαν ότι μπορούν να είναι αυτόνομες και να αποτινάξουν έναν άλλου τύπου ζυγό που είχαν πράγματι ζήσει στους μέσους αιώνες, τους πραγματικά σκοτεινούς, δηλαδή μια απόλυτη κυριαρχία πάνω στην κοινωνική πραγματικότητα θρησκευτικών κυρίως θεσμών και παραγόντων, τελείως διαφορετικών και παραλλαγμένων απ’ ότι γνώριζε και γνώρισε στην πορεία της η Ελληνική ανατολή.
Λοιπόν, αυτό το θαύμα της ανάπτυξης της Ευρώπης, οι Έλληνες διανοούμενοι, οι οποίοι ερχόντουσαν από μια χώρα με όλα τα υστερήματα που περιέγραψα προηγουμένως, και με πρώτη εικόνα αυτά τα υστερήματα και όχι μια εποπτεία και των θετικών δυναμικών στοιχείων που επίσης ανέφερα, ήταν σχεδόν φυσικό να εκστασιάζονται. Να θαυμάζουν «τα πεφωτισμένα και λελαμπρυσμένα της Εσπερίας γένη». Και να πιστεύουν ότι, να, κάτι τέτοιο θέλουμε να ξαναγίνει η Ελλάδα. Αυτό το «κάτι τέτοιο» έβρισκε ανταπόκριση στους Φιλέλληνες της Ευρώπης, οι οποίοι σπουδάζουν τα κείμενα των αρχαίων ελλήνων – άλλο ερώτημα πώς και με ποια οπτική και με ποια ερμηνευτική στάση τα προσέλαβαν ήδη από τον 10ο αιώνα με τον Σχολαστικισμό – πάντως καλλιεργούσαν ένα θαυμασμό για την Αρχαία Ελλάδα και αυτός ο θαυμασμός ήταν το έρεισμα, όπως είπα και πριν, για να τροφοδοτείται ένα δεύτερο όραμα, να απαλλαγεί από τον τουρκικό ζυγό, αυτό το ένδοξο κομμάτι των νότιων Βαλκανίων, το κομμάτι στο οποίο άνθησαν η Αθήνα, η Θήβα, η Σπάρτη, όλα αυτά τα ένδοξα ονόματα του αρχαίου παρελθόντος.

Επομένως, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός ήταν έτοιμος να βοηθήσει σε μια εξανάσταση ενός έθνους – κράτους, με τη νεωτερική πια έννοια του όρου, που θα ανάσταινε ακριβώς την Αρχαία Ελλάδα. Κι αυτό πήγαινε πάρα πολύ στους Έλληνες διανοουμένους. Αδιαφορούσαν για την τότε πραγματικότητα του Ελληνισμού, όπως την περιέγραψα, για τα πολιτιστικά του επιτεύγματα εκείνης της εποχής και μ’ ένα άλμα, με μια αερογέφυρα, πήγαιναν πίσω 25 αιώνες, για να θαυμάσουν την Αθήνα του Περικλή, τους μεγάλους φιλοσόφους της αρχαιότητας, και κατά το δυνατό να αναχθούν και να αναστήσουν εκείνο το παρελθόν, ωσάν η ιστορία πράγματι να μπορεί να λειτουργήσει με άλματα και με υπερπήδηση τόσων γενεών.
Μάλιστα, το ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για την Αρχαία Ελλάδα, είχε δημιουργήσει και την τεχνητή ή αυθόρμητη πεποίθηση ότι η αρχαιοελληνική παράδοση δε συνεχίζεται πια στη σκλαβωμένη περιοχή αυτή που κατοικούν κάποιοι ελληνόφωνοι λαϊκοί και η παράδοση συνεχίζεται στην Δύση. Το σχήμα ότι η Αρχαία Ελλάδα τελειώνει με τον Ιουστινιανό και το κλείσιμο, συμβολικά, το 527 των τελευταίων φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας και μεταλαμπαδεύεται η αρχαιοελληνική παράδοση πού και πότε; Μα στη Δύση, από το 12ο – 13ο αιώνα και μετά, κυρίως με το ρεύμα του Σχολαστικισμού, που αντιπροσωπεύει και την πρώτη αξιοποίηση της αριστοτελικής παράδοσης. Μη ξεχνάτε, ο Αριστοτέλης μεταφράστηκε για πρώτη φορά στα λατινικά στα μέσα του 12ου αιώνα. Η μετάφραση γίνεται από τα αραβικά στα λατινικά και τότε οι καινούριοι κάτοικοι της Ευρώπης, αυτοί οι οποίοι είχαν κατακλύσει τα ευρωπαϊκά εδάφη από τον 4ο,5ο,6ο μέχρι και τον 7ο αιώνα μ.Χ. τα καινούρια φύλα, τα βαρβαρικά φύλα, όπως μέχρι σήμερα αυτοαποκαλούνται, στην ιστορική τους διαπραγμάτευση αυτά τα φύλα. Αυτό το σχήμα κυριάρχησε και επεβλήθη. Ο Κοραής το προσέλαβε με τέτοια συνέπεια, ώστε έφτιαξε την περίφημη θεωρία της Μετακένωσης. Δηλαδή, οι Έλληνες που ζουν σήμερα στην κυρίως Ελλάδα δεν έχουν καμία σχέση με ελληνικότητα. Είναι, όπως είπα πριν, παρεφθαρμένοι γραικοί. Εάν θέλουμε να ξαναγίνουν Έλληνες, πρέπει να εκδυτικιστούν πρώτα, ώστε να παραλάβουν και να προσλάβουν από την Δύση την ελληνικότητα που εκεί στη Δύση διασώθηκε, έτσι ώστε να ξανακερδίσουν την ελληνικότητά τους, μέσω της Δύσεως.
Αυτή είναι η θεωρία της Μετακένωσης. Ο ίδιος οΚοραής θέλησε να συμβάλλει σ’ αυτή την μετακένωση δημιουργώντας και μια γλώσσα γι’ αυτούς τους γραικούς που έπρεπε να εξελληνιστούν. Μια καθαρεύουσα γλώσσα, που να καθαρεύει δηλαδή, από προσμίξεις μεταγενέστερες και βαρβαρικές.
Από το γραφείο του στο Παρίσι μια τεχνητή γλώσσα έπρεπε να επιβληθεί και να ομιλείται από τους νεοέλληνες, μόνο για να δηλώνεται η συνέχειά τους, η απευθείας συνέχειά τους από την Αρχαία Ελλάδα.
Κοντολογής αυτό ήταν το δεύτερο όραμα. Η σύγκρουση των δύο οραμάτων, εκεί, όπως είπα, στα τέλη 18ου αρχές 19ου αιώνα, πήρε κάποιες στιγμές και οξεία διάσταση. Κυρίως ανάμεσα στον Κοραή προσωπικά και στην ομάδα των Κολλυβάδων. Μια ομάδα λόγιων μοναχών αγιορειτών, και όχι μόνο, οι οποίοι είχαν αναλάβει ένα πελώριο έργο για τη μόρφωση και την καλλιέργεια αυτού του υπόδουλου λαού, μεταφράζοντας σε δημώδη γλώσσα ζωντανή, κείμενα τόσο της αρχαιότητας, όσο κυρίως της βυζαντινής λεγόμενης παράδοσης.

Επιτρέψτε μου μια δεύτερη παρένθεση. Νομίζω ότι αγνοούμε – ενώ τόση συζήτηση κάνουμε τα τελευταία χρόνια με άλλη αφορμή για διπλές ονομασίες, για πλαστογραφήσεις της ιστορίας – νομίζω ότι αγνοούμε οι περισσότεροι Έλληνες, ότι η λέξη «Βυζάντιο», «βυζαντινός» και «Βυζαντινή αυτοκρατορία» είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές πλαστογραφίες που πέτυχε η Δυτική ιστοριογραφία.
Εάν λέγατε σ’ ένα κάτοικο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, της Αυτοκρατορίας της Νέας Ρώμης - Κωνσταντινουπόλεως, ότι είναι βυζαντινός ή ότι ανήκει στη βυζαντινή αυτοκρατορία, δεν θα καταλάβαινε τι του λέτε. Βέβαια η λέξη «Βυζάντιο» υπήρχε. Ήταν το όνομα της πολίχνης που ίδρυσαν οι Μεγαρείς τον 7ο αιώνα π.Χ., ο Βύζας ο Μεγαρεύς, στον Κεράτιο κόλπο. Ο Ξέρξης κατέστρεψε αυτή την αποικία και στα ερείπια αυτής της αποικίας ο Κωνσταντίνος ο Μέγας έκτισε τη Nova Roma, τη Νέα Ρώμη, την καινούρια πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κανείς δεν διανοήθηκε να ονομάσει ην αυτοκρατορία ή τους πολίτες της «Βυζάντιο» ή «Βυζαντινούς». Στο 17ο αιώνα ένας δεύτερης κατηγορίας ιστορικός στην Δύση, ο Ιερώνυμος Βολφ, μίλησε για πρώτη φορά για «Βυζάντιο» και «Βυζαντινή αυτοκρατορία». Γιατί; Διότι όλη η ιστοριογραφία στη Δύση διεκδικούσε την ονομασία για την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους. Ήδη από τον Καρλομάγνο και μετά, αυτή φιλοδοξία υπήρχε. Ότι εμείς είμαστε οι συνεχιστές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και όχι η Νέα Ρώμη – Κωνσταντινούπολη.
Λοιπόν, επεβλήθη τόσο καθολικά αυτή η πλαστογραφία που σήμερα δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, εάν δεν μιλήσουμε για «βυζαντινή τέχνη» για «βυζαντινή αυτοκρατορία» για «βυζαντινή ιστορία». Δεν θα μας καταλάβουν τι λέμε. Παρ’ όλα αυτά δεν παύει να υπάρχει η εκκρεμότητα της πλαστογράφησης αυτής.

Τα δύο οράματα ήρθαν σε σύγκρουση, συγκρούστηκαν σε επίπεδο διανόησης και συγγραφών, αλλά η κρίσιμη στιγμή ήταν όταν εξερράγη η επανάσταση. Δεν είναι τυχαίο, μέχρι την τελευταία στιγμή, τα δύο οράματα, θα έλεγε κανείς, εντοπίζονται στο γεγονός ότι η επανάσταση εκρήγνυται αρχικά στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, στη Μολδοβλαχία, και εν συνεχεία στην Πελοπόννησο.
Στην ιστορία δεν επιτρέπονται ερωτήματα «τι θα γινότανε αν». Αποκλείονται. Παρ’ όλα αυτά, θα ήθελα να σκεφθείτε καμιά φορά, έτσι για τη χαρά του προβληματισμού, τι θα είχε συμβεί εάν η επανάσταση είχε πετύχει στη Μολδοβλαχία και είχε αποτύχει στον Μοριά. Ποια θα ήταν η πραγματικότητα του Ελληνισμού σήμερα.
Πέτυχε πάντως στο Μοριά, ελευθερώθηκε ένα κομμάτι, μικρό, ελάχιστο, του Ελληνισμού, ιδρύθηκε το πρώτο ελληνικό κράτος, το οποίο άφηνε έξω από τα σύνορά του τα τρία τέταρτα των ελληνόφωνων πληθυσμών της εποχής εκείνης.
Το δεύτερο μεγάλο γεγονός που σημαδεύει την εξέλιξη έστω αυτού του μικρού ελεύθερου τμήματος, που συνιστά Ελλαδικό κράτος, είναι η δολοφονία του Καποδίστρια. Ο Καποδίστριας ήτανε στο αντίπαλο απ’ τον Κοραή στρατόπεδο, και δεν μπορούμε να ξέρουμε πού θα πήγαινε, προς τα πού θα βάδιζε αυτό το μικρό κρατίδιο, έστω να διατηρούσε τη συνείδηση ότι διαχειρίζεται ένα πολιτισμό και δεν ορίζει και εξαντλεί την ελληνική παρουσία μες στην ιστορία.
Όμως με τη Βαυαροκρατία, εκείνο το οποίο επικρατεί ως όραμα, ως ιδεολογία, ως επίσημη θέση – επίσημη κρατική ιδεολογία – είναι ο Κοραϊσμός. Δεν θα επιμείνω παραπάνω σ΄ αυτό. Νομίζω από κει και πέρα οι εμπειρίες και οι γνώσεις όλων μας είναι πολύ σαφείς. Θα θυμίσω απλώς, έτσι λίγο χτυπητά, ότι με την ίδρυση του Ελλαδικού κράτους, με την Βαυαροκρατία κ.λ.π., ο Ελληνισμός παύει να παράγει πολιτισμό. Μέχρι τότε, τέσσερις αιώνες, θα το ξαναπώ, μες στη φτώχεια, την σκλαβιά, την υποτέλεια, την αγραμματοσύνη πολλές φορές, αυτός ο λαός κατορθώνει να παράγει πολιτισμό. Και μ’ αρέσει πολύ, πάρα πολύ, η φράση του Ελύτη πάλι, που λέει ότι τότε «το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο ταπεινό βαρκάκι, το χράμι, το κιούπι, αναδίνανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων».

Αυτό σταματάει με το μαχαίρι. Από την Βαυαροκρατία και μετά ο Ελληνισμός παράγει μόνο μίμηση. Μόνο μεταπρατισμό. Θέλει να μιμείται «τα πεφωτισμένα και λελμπρυσμένα» έθνη της Δύσης. Κάθε πτυχή του βίου, από την οργάνωση του δικαίου, της παιδείας, της Εκκλησίας, της πολιτικής, των θεσμών, όλα είναι αντιγραφή του Ευρωπαϊκού προτύπου. Τα πρώτα χρόνια της Βαυαροκρατίας το εθνικό τυπογραφείο στο Ναύπλιο, λειτουργούσε περίπου ως μεταφραστικό τμήμα. Μετέφραζε από τα γερμανικά κυρίως αστικό κώδικα, ποινικό κώδικα, νομολογίες, όλα, τα πάντα.
Η ζωγραφική, δύο σχολές: η σχολή του Μονάχου, η σχολή του Παρισιού. Η μουσική, κάθε πτυχή του βίου δεν έχει πια κανένα ίχνος παραγωγής ελληνικής ταυτότητας.
Σ’ αυτή την απομίμηση, βέβαια, οι Έλληνες πετυχαίνουν κάποια πολύ σημαντικά επιτεύγματα. Η Μαρία Κάλλας, ο Δημήτρης Μητρόπουλος, ο Ιάνης Ξενάκης, ο γιατρός Παπανικολάου, ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Πολύ μεγάλες φυσιογνωμίες του 20ου αιώνα. Αλλά ποιού; Του δυτικού πολιτισμού. Συμπτωματικά, έτυχε να γεννηθούν στην Ελλάδα. Η σημασία τους και η συμβολή τους δεν έχει τίποτα να κάνει με την ελληνική συνέχεια και την ελληνική ιδιοπροσωπία.
Πρόβλημα τίθεται, με σαφήνεια, αυτής της αλλοτρίωσης, νομίζω για πρώτη φορά, με τη λεγόμενη γενιά του ’30. Τότε, μέσα από το έργο και τη δημιουργία αυτής της ομάδας (Πικιώνης, Τσαρούχης, Αγγελική Χατζημιχάλη, Παπαλουκάς, Κόντογλου), για πρώτη φορά κάποιοι έλληνες αντιλαμβάνονται ότι, πράγματι αυτό που υπήρχε πριν, στην Τουρκοκρατία, ήταν ένα επίτευγμα πολιτισμού για το οποίο όχι απλώς μπορούν να μην ντρέπονται, αλλά μπορούν πραγματικά να το θαυμάζουν.
Βέβαια από πολλές πλευρές ήταν ήδη αργά. Ίσως πια ο διαποτισμός των Ελλήνων από τη δυτικότροπη, τη μεταπρατική αντίληψη είχε προχωρήσει πολύ βαθιά, ίσως είχε συμβεί εν πολλοίς κι αυτό το οποίο απεύχοντο και φοβάντουσαν οι Φαναριώτες, δηλ. όλοι οι ελληνικοί πληθυσμοί, της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Ανατολικής Ρωμυλίας κ.λ.π. είχαν ήδη εξαφανιστεί από το ιστορικό προσκήνιο. Ο Ελληνισμός είχε συρρικνωθεί σ΄ αυτό το κρατίδιο, το οποίο συρρικνώνεται και σήμερα. Αλλά η γενιά του ’30 έμεινε χωρίς συνέχεια ουσιαστικά. Μπορεί να επηρέαζε και να επηρεάζει ακόμα κάποιες πτυχές καλλιτεχνικής δημιουργίας, δεν πέρασε ποτέ στα επίπεδα ύψους αποφάσεων, που λέμε. Δεν πέρασε ποτέ στην πολιτική και ποτέ στην επίσημη εκπαίδευση.

Έτσι παραμένουμε ακόμα σήμερα να γιορτάζουμε την Εθνεγερσία μη έχοντας διευκρινίσει το τι αντιπροσώπευε η σύγκρουση των δύο οραμάτων και πού μπορούσε να οδηγήσει. Πού μπορεί σήμερα να οδηγήσει.

Τελειώνω απλώς υπογραμμίζοντας ότι σήμερα η πρόκληση είναι κάτι περισσότερο από επείγουσα. Είναι επιτακτική. Γιατί η Ελλάδα πλέον ως κράτος, ως έθνος – κράτος, μετέχει σ’ ένα εταιρισμό εθνών, εταιρισμό ευρωπαϊκών κρατών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κι όταν μετέχει κανείς σ’ έναν εταιρισμό πρέπει να κομίζει μια ιδιαιτερότητα, η οποία να ενδιαφέρει και τους άλλους εταίρους. Όταν μετέχεις σ΄ έναν εταιρισμό και απλώς πιθηκίζεις τους άλλους, δεν σου δίνει κανείς σημασία. Είσαι της καρπαζιάς, όπως λέμε. Μόνο όταν κομίζεις πρόταση δική σου, η οποία να ενδιαφέρει και τους άλλους, τότε μπορείς να μετέχεις ενεργά στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού μέλλοντος. Ο Ελληνισμός δεν ήταν ποτέ ένα γκέτο. Ήταν πάντα ένα σταυροδρόμι, που δεχόταν όλα τα στοιχεία που μπορούσε να δεχθεί ιστορικά και τα αφομοίωνε σε μια δική του πρόταση πολιτισμού. Εάν αυτό χαθεί, νομίζω ότι θα έχει χαθεί και ο Ελληνισμός. Επομένως η σύγκρουση των δύο οραμάτων παραμένει ένα εξαιρετικά επίκαιρο για όλους μας πρόβλημα σήμερα.





«Η περί παίδων αγωγή» κατά τον Πλούταρχο και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο


«Η περί παίδων αγωγή» κατά τον Πλούταρχο και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο (Ειρήνη Αρτέμη, MPhil Θεολογίας – πτ. Θεολογίας - Φιλολογίας, Υποψηφίας διδάκτορος του Πανεπιστημίου Αθηνών)


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Βασικός παράγοντας της διαδικασίας συνεχίσεως της κοινωνίας είναι το ανθρώπινο στοιχείο, ως φορέας της παραδόσεως και συνεχιστής της. Τα παιδιά είναι ο φυσικός συνδετικός κρίκος κάθε κοινωνίας και το μέλλον της. Η ύπαρξη και η διασφάλιση του μέλλοντος των παιδιών αποτελεί αντικείμενο ζωτικής μέριμνας, καθώς και εύλογη πηγή ανησυχίας και προβληματισμών από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας. Εκτός, λοιπόν, από τη βιολογική τους υπόσταση, τα παιδιά αποτελούν μία περίπλοκη πολιτιστική συνισταμένη κάθε οργανωμένης κοινότητας. Για το λόγο αυτό το θέμα της ανατροφής τους απασχόλησε πολλούς φιλοσόφους αλλά και πατέρες της Εκκλησίας μας.
Στη συγκεκριμένη εργασία θα αναφερθούμε στην παιδαγωγική σκέψη δύο σπουδαίων ανδρών, του Χαιρωνέως φιλοσόφου Πλουτάρχου και του ιερού πατρός Ιωάννου Χρυσοστόμου. Έζησαν σε διαφορετικές εποχές, λάτρευσαν και πίστεψαν διαφορετικούς θεούς, όμως οι απόψεις τους περί παιδαγωγικής και γενικότερα περί ανατροφής των παιδιών συγκλίνουν σε μεγάλο βαθμό. Άλλωστε οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας μας προσλαμβάνουν τις φιλοσοφικές αναζητήσεις του αρχαιοελληνικού πνεύματος σχετικά με την κονωνία, την παιδεία, τη δικαιοσύνη και με όλους γενικά τους τομείς της κοινωνίας και του πολιτισμού και τις μετουσιώνουν μέσα από διδασκαλία της εν Χριστώ θείας αποκάλυψης. Έτσι, πραγματοποιείται η σύζευξη Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, που λαμβάνει πια οικουμενικές διαστάσεις χάρη στις φωτισμένες αυτές μορφές των ιερών Πατέρων.

Η ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΟΝ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟ

 Η παιδαγωγική σκέψη του Πλουτάρχου και οι θέσεις του σε διάφορα θέματα προσομοιάζουν με εκείνες πολλών Πατέρων του Χριστιανισμού, αν και για τον τελευταίο πάντως ουδαμού αναφέρει. Χαρακτηριστικά τον 11ο  αιώνα ο επίσκοπος Ευχαϊτών Ιωάννης ο Μαυρόπους γράφει: «Είπερ τινάς βούλοιο των αλλοτρίων της σής απειλής, Χριστέ μου, Πλάτωνα και Πλούταρχον εξέλοιό μοι· άμφω γαρ εισι και λόγον και τον τρόπον τοις σοίς νόμοις έγγιστα προσπεφυκότες· ει δ ηγνόησαν ως θεός συ των όλων ενταύθα της σής χρηστότητος δεί μόνον δ ην άπαντας δωρεάν σώζειν θέλεις»[1].

Προσεκτική μελέτη στο σύγγραμμα του Πλουτάρχου «Περί παίδων αγωγής» θα διαπιστώσουμε ότι, αν και έχουν περάσει αιώνες από την εποχή του έλληνα φιλοσόφου και διαπρεπούς συγγραφέως, ο παιδαγωγικός ρόλος των γονέων, των δασκάλων και του σχολείου δεν έχει διαφοροποιηθεί πολύ από εκείνον που πραγματεύεται στο έργο του ο έλληνας φιλόσοφος.

Από την άλλη πλευρά ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ανήκει στους μεγαλύτερους παιδαγωγούς όλων των εποχών και υπογραμμίζει: «ου γαρ το ζήν κακόν, αλλά το εική και απλώς ζήν»[2]. Θεωρούσε πολύ σημαντικό κάποιος από μικρός να λάβει την κατάλληλη αγωγή, για να μπορέσει να έχει μία καλή ζωή. Οι μητέρες θα πετύχαιναν στο έργο της ανατροφής των παιδιών τους και θα κέρδιζαν επαίνους μόνο εάν «αθλητάς έθρεψαν τω Χριστώ»[3], αλλά και οι πατέρες είχαν υποχρέωση να γαλουχήσουν τα παιδιά τους «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου»[4]. Στο έργο του «Περί κενοδοξίας και όπως δεί τους γονέας ανατρέφει τα τέκνα»[5], αναπτύσσει τις αρχές που πρέπει να διέπουν τη διαπαιδαγώγηση των νέων σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία.

Ο Χρυσόστομος εκτός από τις σπουδές του στη σχολή του Λιβανίου και αργότερα τις θεολογικές του σπουδές στη Μεγάλη Σχολή της Αντιόχειας δίπλα στον Καρτέριο και στο Διόδωρο Ταρσού, σπούδασε και στην αρχαία Ελλάδα. Για το λόγο αυτό και στην παιδαγωγική του έχει δεχθεί ερεθίσματα από έλληνες φιλοσόφους και παιδαγωγούς. Ο ίδιος έδωσε μία άλλη διάσταση στις αντιλήψεις των Ελλήνων περί ηθικής και αγωγής, όχι τόσο φιλοσοφική, αλλά μία διάσταση η οποία κατά κύριο λόγο εμπνεόταν από τη χριστιανική διδασκαλία και είχε κυρίως θεολογική κατεύθυνση. Επέπληττε δε τους Χριστιανούς που απέρριπταν εξ ολοκλήρου τη θύραθεν παιδεία[6]. Άλλωστε μέσα από το έργο του φαίνεται να θεωρεί ότι η αρχαιοελληνική παιδεία κάποιες φορές προσάγει τους διδασκομένους αυτήν σε βλάστηση των σπόρων της αρετής.

Ο Πλούταρχος, αρχικά, τονίζει ότι οι άνδρες θα πρέπει να νυμφεύονται γυναίκες με καλή καταγωγή, ηθικές, ώστε τα παιδιά τους να έχουν γερά θεμέλια για το χτίσιμο μίας σωστής ανατροφής[7] και όχι να συζούν με εταίραις και παλλακίδες. Το τελευταίο θα απέβαινε ολέθριο σε ανύποπτο χρόνο για τα τέκνα τους. Εξάλλου ο γάμος είναι το ασφαλέστερο χαλινάρι της νεότητας, «δεσμός γαρ ούτος της νεότητος ασφαλέστατος»[8]. Ο Χρυσόστομος από την άλλη σημειώνει ότι οι νέοι κατά κανόνα ρέπουν στα σαρκικά αμαρτήματα, για το λόγο αυτό ο γάμος σε νεαρή ηλικία γίνεται τροχοπέδη στην πορνεία: «ταχέως αυτοίς γυναίκας άγωμεν, ώστε καθαρά αυτών και ανέπαφα τα σώματα δέχεσθαι την νύμφην· ούτοι οι έρωτες θερμότεροι. Ο προ του γάμου σωφρονών, πόλλω μάλλον μετά τον γάμον· ο δε μαθών πορνεύειν προ του γάμου, και μετά τον γάμον ποιήσει»[9]. Πρέπει να προφυλαχθεί η ψυχή του νέου από άτοπους έρωτες που τον οδηγούν σε αλλοτροίωση του εσωτερικού του κόσμου.

Ο Έλληνας φιλόσοφος υποστηρίζει ότι όσο πιο μικρός είναι κάποιος τόσο πιο τρυφερή και μαλακή είναι η ψυχή του προκειμένου να δεχθεί και να αφομοιώσει τα περί της αγωγής μαθήματα. Αποφαίνεται, λοιπόν, ότι: «εύπλαστον και υγρόν η νεότης και ταις τούτων ψυχαίς «απαλαίς έτι τα μαθήματα εντήκεται»[10], γιατί έτσι τα μαθήματα εντυπώνονται στη νεανική ψυχή εύκολα. Ο φιλόσοφος παραλληλίζει τον εσωτερικό κόσμο των παιδιών με μαλακό κερί, στο οποίο οι σφραγίδες αφήνουν εύκολα το αποτύπωμά τους. Όταν όμως εκείνα μεγαλώσουν, η σκέψη και τα συναισθήματά τους παγιώνονται και μοιάζουν με το σκληρό κερί που δύσκολα δουλεύεται[11]. Με την άποψη αυτή συγκλίνει και ο Ιωάννης, ο οποίος χρησιμοποιεί και εκείνος το παράδειγμα με το κερί, για να δείξει πόσο εύπλαστη είναι η ανθρώπινη ψυχή στα διδάγματα, όταν βρίσκεται το άτομο σε μικρή ηλικία. Ο Χρυσόστομος διδάσκει, λοιπόν, ότι το μαλακό, εύπλαστο πράγμα παίρνει οποιοδήποτε σχήμα, γιατί δεν έχει αποκτήσει ακόμη σταθερή δική του μορφή. Λέει ότι οι ψυχές των παιδιών μοιάζουν με πίνακες ζωγραφικής η με αγάλματα. Χρειάζεται πολλή προσοχή εκ μέρους των ζωγράφων για να φιλοτεχνήσουν έναν ωραίο πίνακα. Οι γλύπτες πάλι πολύ υπομονετικά αφαιρούν καθετί περιττό και προσθέτουν ό,τι πρέπει, για να παρουσιάσουν το έργο που επιθυμούν[12]. Οι γονείς ως σπουδαίοι γλύπτες μπορούν να φιλοτεχνήσουν αριστουργήματα στις παιδικές ψυχές και να κάνουν τα παιδιά τους έμψυχες εικόνες του Θεού, αγάλματα που είναι έμπλεα της θείας χάριτος[13]. Εάν το παιδί μεγαλώσει, η αποσκληρούμενη καρδιά του γίνεται αιτία, ώστε η διαπαιδαγώγησή του να είναι δύσκολη έως ακατόρθωτη: «εξ αρχής έδει ταύτα (τα ελαττώματα) προορώντας, ότε ευήνιος ην και κομιδή νέος χαλινούν μετ ακριβείας, εθίζειν τα δέοντα, ρυθμίζειν κολάζειν αυτού τα νοσήματα της ψυχής. Ότε ευκολωτέρα η εργασία, τότε τας ακάνθας εκτέμνειν έδει, ότε απαλωτέρας ούσης της ηλικίας ευκολώτερον ανεσπώντο, και ουκ αμελούμενα τα πάθη και αυξανόμενα δυσκατέργαστα γέγονε. Δια τούτο, φησί, κάμψον εκ νεότητος τον τράχηλον αυτού» ότι ευκολωτέρα γένοιτ αν η παιδαγωγία»[14]. Σημαντικό είναι τα παιδιά να συνηθίσουν από μικρή ηλικία κάθε καλή συνήθεια, ώστε να τους γίνει δεύτερη φύση τους.

Ο Χρυσόστομος πρωταρχικά θεωρεί ότι η γέννηση ενός παιδιού δεν είναι ούτε ένα ακόμη έργο της φύσεως, ούτε αποτέλεσμα μόνο της συνουσίας ανδρός και γυναικός, αλλά είναι έργο της πρόνοιας του Θεού[15]. Θεωρεί ότι η αγωγή ενός παιδιού δεν αρχίζει από τη στιγμή της γεννήσεώς του αλλά ακόμη και πριν από τη σύλλήψή του και φυσικά κατά τη διάρκεια αυτής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον Ιωάννη αποτελεί η περίπτωση της γεννήσεως του προφήτη Σαμουήλ. Οι γονείς του, ο Ελκανά και η Άννα, προσευχήθηκαν, νήστευσαν και στη συνέχεια συνερεύθηκαν. Για το λόγο αυτό ο ιερός Χρυσόστομος υπογραμμίζει ότι η αρχή του Σαμουήλ ήταν οι συνεχείς προσευχές της μητρός του, που ήταν πράγματι η νοερά προσευχή, Τα δάκρυά της αλλά και η ακλόνητη πίστη της στο Θεό και όχι, όπως στους άλλους, «ύπνοι και σύνοδοι των γεννησάντων μόνον». Το αποτέλεσμα μίας τέτοιας ευλογημένης ενώσεως ήταν η γέννηση ενός Προφήτη, αφού «σεμνοτέρας των άλλων έσχε τας γονάς»[16].

Σήμερα οι επιστήμονες, οι οποίοι ασχολούνται με την προγεννητική αγωγή υποστηρίζουν ότι το έμβρυο έχει μνήμη από τη στιγμή της συλλήψεώς του και καταγράφονται στο μνημονικό του όλα τα συναισθήματα και οι σκέψεις της μητέρας του. Πρέπει, λοιπόν, μία γυναίκα που μένει έγκυος να έχει μία ισορροπημένη ψυχολογική κατάσταση, να προσπαθεί να είναι ήρεμη, ευτυχισμένη, γεμάτη χαρά και αγάπη, γιατί έτσι το παρασυμπαθητικό και συμπαθητικό σύστημα του εμβρύου και γενικότερα το όλο νευρικό του σύστημα θα διαπλαστούν αρμονικά και το παιδί θα είναι σωματικά και ψυχικά υγιέστατο και ψυχικά ευπροσάρμοστο.

Ο Πλούταρχος υποστηρίζει ότι τα παιδιά πρέπει να ανατρέφονται από τις ίδιες τις μητέρες τους, γιατί έτσι οι τελευταίες θα γίνουν «ευνούστεραι τοις τέκνοις γίγνοιντ' αν αι φιληκώτεραι»[17] προς αυτα. Αν πάλι συντρέχει κάποιος λόγος και πρέπει να βρουν παραμάνα, οφείλουν να είναι πολύ προσεκτικές στην αναζήτηση του κατάλληλου ατόμου στο οποίο θα αναθέσουν τη φροντίδα του παιδιού τους. Η τροφός ενός παιδιού πρέπει να έχει καλό χαρακτήρα, μόρφωση και στα ήθη να είναι Ελληνίδα, για να σμιλευτεί σωστά από την αρχή ο εσωτερικός κόσμος ενός παιδιού και να αποκτήσει ενάρετα ήθη και αρχές.[18] Θεωρεί δε ότι και ο πατέρας φέρει μεγάλη ευθύνη στην ανατροφή και διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Εκείνος είναι που πρέπει να ερευνήσει για το ποιόν του παιδαγωγού των παιδιών του. Ο Πλούταρχος επικαλείται μία ρητορική φράση από τη διδασκαλία του σοφού Σωκράτη, ο οποίος έθετε προ των ευθυνών τους τους πατέρες των αρχαίων Αθηναίων, αναφέρει, λοιπόν: «ω άνθρωποι, ποί φέρεσθε, οίτινες χρημάτων μεν κτήσεως πέρι πάσαν ποιείσθε σπουδήν, των δ' υιέων, οίς ταύτα καταλείψετε, μικρά φροντίζετε;»[19] Επικρίνει αυστηρά ο Πλούταρχος τους πατέρες εκείνους που βάζουν πάνω από τη μόρφωση των παιδιών τους την αγάπη τους για το χρήμα. Εξαιτίας της ακόρεστης πείνας τους για το χρήμα προτιμούν «ανθρώπους του μηδενός τιμίους αιρούνται τοις τέκνοις παιδευτάς, εύωνον αμάθιαν διώκοντες»[20]. Αυτό, όμως, προοικονομεί δυσοίωνο μέλλον. Οι νέοι αυτοί, όταν ανδρωθούν, θα διάγουν έκλυτο βίο και θα αποτελούν ντροπή για τους πατέρες τους.

Ο παιδαγωγός της Εκκλησίας μας Ιωάννης σημειώνει και εκείνος με τη σειρά του ότι η γυναίκα «το της παιδοτροφίας κεχάρισται»[21]. Έργο της, λοιπόν, είναι να μεγαλώσει τα παιδιά της με αγάπη, με σωφροσύνη και κοσμιότητα, ώστε να αναθρέψει αθλητές εν Χριστώ. Οι γυναίκες που θέτουν γερά θεμέλια στην ανατροφή των τέκνων θα λάβουν μεγάλο μισθό από το Θεό, αλλιώς θα τιμωρηθούν αυστηρά. Η χριστιανή μητέρα έχει να δώσει λόγο στο Θεό σχετικά με το πως θα μεγαλώσει τα παιδιά της, γιατί έχει επιφορτισθεί από το Δημιουργό με αυτό το σοβαρό και επίπονο καθήκον. Παράλληλα υπογραμμίζει με έμφαση ότι και οι δύο γονείς είναι υπεύθυνοι για την αγωγή των παιδιών. Η ηθική ζωή των πρώτων γίνεται παράδειγμα για τη σωστή διαπαιδαγώγηση των τέκνων τους, η οποία θα αποφέρει σπουδαίους καρπούς στο μέλλον, αφού «η ηθική παίδευσις͵ μισθός αρετών»[22]· Τόσο, όταν είναι μικρά τα παιδιά τους όσο και όταν γίνουν έφηβοι, οι γονείς πρέπει να τα σέβονται και να μη ζητάνε από εκείνα να εφαρμόζουν κάτι, το οποίο εκείνοι πρώτοι δεν τηρούν. Ο αλληλοσεβασμός και η αγάπη μεταξύ των μελών μίας οικογένειας αποτελεί τον κύριο γνώμονα για την οικοδόμηση μίας σωστής σχέσης μεταξύ γονέων και τέκνων που θα έχει ως αποτέλεσμα την καλή ανατροφή των τελευταίων[23]. Βασική μέριμνα των γονέων είναι να αποκτήσουν τα παιδιά τους καλλιέργεια ήθους και μόρφωση ψυχής και όχι πως να πλουτίσουν σε χρήματα και σε υλικές απολαβές[24]. Η μόρφωση δεν πρέπει να έχει σκοπό την απόκτηση πλούτου, γιατί τότε γεννάει στη νεανική ψυχή τον έρωτα για τα χρήματα και τον πλούτο αλλά και το διακαή πόθο για να γευθεί την κοσμική δόξα, που είναι κάτι το εφήμερο και μάταιο: «Όταν ουν εξ αρχής αυτοίς ταύτα επάδητε͵ ουδέν έτερον αλλ η την υπόθεσιν αυτούς πάντων διδάσκετε των κακών͵ δύο τους τυραννικωτάτους εντιθέντες έρωτας͵ τον των χρημάτων λέγω, και τον τούτου παρανομώτερον, τον της δόξης της κενής και ματαίας. Τούτων δε έκαστος και καθ εαυτόν μεν πάντα ανατρέψαι ικανός· όταν δε και ομού συνελθόντες εις την του νέου ψυχήν απαλήν ούσαν εμπέσωσι͵ καθάπερ τινές χείμαροι συναφθέντες, άπαντα διαφθείρουσι τα καλά͵ τοσαύτας ακάνθας͵ τοσαύτην άμμον, τοσούτον επισυνάγοντες τον φορυτόν, ως άκαρπόν τε και άγονον των αγαθών παν των εκείνων εργάσασθαι την ψυχήν»[25]. Ακόμη πρέπει να ελέγχουν τις παρέες των παιδιών τους αλλά και το πότε φεύγουν από το σπίτι και το πότε έρχονται.

Τα παιδιά αναφέρει ο Πλούταρχος δεν πρέπει να ακούνε τις διηγήσεις φαύλων μύθων, «ίνα μη τας τούτων ψυχάς εξ αρχής ανοίας και διαφθοράς αναπίμπλασαι συμβαίνη»[26]. Με την άποψη αυτή συγκλίνει και ο Πατήρ της Εκκλησίας μας. Επιμένει ότι οι γονείς οφείλουν να φροντίζουν με πολλή επιμέλεια για το τι πρέπει να ακούει και να βλέπει το παιδί τους. Δεν πρέπει τυχαίοι άνθρωποι να οικοδομούν τον ψυχικό κόσμο ενός παιδιού, λέγοντας ιστορίες φλύαρες και ανώφελες, αλλά να επιλέγουν διηγήσεις από την Αγία Γραφή, έτσι θα εντυπωθούν τα καλά διδάγματα στην παιδική ψυχή από την απαλή ηλικία και κανείς δε θα μπορέσει να τα εξαλείψει όσο μεγαλώνουν, γιατί «Αν εις απαλήν ούσαν έτι την ψυχήν εντυπωθή τα καλά διδάγματα͵ ουδείς αυτά εξελείν δυνήσεται, όταν σκληρά γένηται ως τύπος͵ ώσπερ και κηρός»[27]. Άλλωστε το κέρδος θα είναι μεγάλο πρώτα, πρώτα για τους γονείς, οι οποίοι θα έχουν τέτοια παιδιά[28]. Ορθό είναι οι διηγήσεις από τη Γραφή να επιλέγονται με βάση την ηλικία των παιδιών. Έτσι από την ιστορία του Άβελ και του Κάιν[29], με την οποία το παιδί μαθαίνει να σέβεται, να εκτιμά και να αγαπά τον αδερφό του πρέπει προχωρώντας η ηλικία του να συνηθίζει και στο να ακούει «φοβερώτερα διηγήματα»[30]. Χαρακτηριστικά ο ιερός Πατήρ διδάσκει: «Απαλή μεν γαρ ούση τη διανοία μη τοσούτον επιτίθει βάρος, ίνα μη καταπλήξης. Όταν δε ετών πέντε και δέκα η και πλειόνων γένηται, ακουέτω τα περί της γεέννης· μάλλον δε, όταν ετών δέκα και οκτώ και ελαττόνων, ακουέτω τα περί του κατακλυσμού, τα περί των Σοδόμων, τα κατ Αίγυπτον, πάντα όσα κολάσεως γέμει, μετά πολλής της πλατύτητος. Επί πλέον δε αυξηθείς ακουέτω και τα της καινής, τα της χάριτος, τα της γεέννης. Τούτοις περίφραττε αυτού την ακοήν τοις διηγήμασι και μυρίοις ετέροις και οίκοθεν παρεχόμενος τα παραδείγματα»[31]. Ο Χρυσόστομος, αν και έζησε αιώνες πριν την εποχή μας, διδάσκει πράγματα, τα οποία σήμερα υποστηρίζει η επιστήμη της Ψυχολογίας και των Παιδαγωγικών έπειτα από πολλά πειράματα και επιστημονικές μελέτες.

Ο Πλούταρχος επανέρχεται στο θέμα του παιδαγωγού και εξηγεί ότι οι γονείς οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στην επιλογή παιδαγωγού για το τέκνο τους. Δεν πρέπει να εμπιστευθούν την παιδαγωγία τους σε δούλους φαύλους η αμόρφωτους, γιατί τα παιδιά είναι περισσότερο πολύτιμα από την υπόλοιπη περιουσία τους. Πρέπει να αναζητούν παιδαγωγούς, «οι και τοις βίοις αδιάβλητοι και τοις τρόποις ανεπίληπτοι και ταις εμπειρίαις άριστοι»[32], ώστε να καλλιεργούν σωστά την ψυχή και την καρδιά των νέων για να καρποφορήσουν χρηστά ήθη. Δεν πρέπει, όμως, να επαναπαύονται στην καλή διάθεση ενός μισθωτού δασκάλου, αλλά οι ίδιοι «δεί δοκιμασίαν λαμβάνειν των παίδων», ώστε να έχουν ιδία άποψη για τη μάθηση των παιδιών τους[33]. Πάνω στο θέμα αυτό ο Χρυσόστομος θα τονίσει την αναγκαιότητα πρόσληψης ενός ενάρετου έμμισθου παιδαγωγού προκειμένου να συμβάλλει ικανοποιητικά στην ανατροφή του παιδιού, «παιδαγωγού χρεία ακριβούς, ώστε ρυθμίζειν τον παίδα»[34]. Συγχρόνως εξηγεί το πόσο σημαντική και αποτελεσματική είναι η αγωγή στη νηπιακή ηλικία. Έτσι πετυχαίνεται η εγγραφή των αγαθών έξεων στην ψυχή, «αν τοίνυν άνωθεν και εκ της πρώτης ηλικίας αυτή πήξωμεν καλούς, ου δεησόμεθα πολλών μετά ταύτα πόνων, αλλ η συνήθεια νόμος αυτοίς έσται λοιπόν»[35]. Για το λόγο αυτό ο χρησορρήμων ιεράρχης συμβουλεύει τους γονείς να φροντίσουν οι ίδιοι να έχουν προσωπική άποψη και εκτίμηση για εκείνον που επωμίζεται την αγωγή των παιδιών τους για αυτό ρωτάει «των οικείων αμελούμεν παίδων των μεν σωμάτων επιμελούμεθα της δε ψυχής αυτών καταφρονούμεν;»[36].

Η παιδεία σκοπό έχει να δώσει στο παιδί εφόδια παντοτινά, τα οποία ούτε ο χρόνος τα φθείρει ούτε η αρρώστια και τα γηρατειά μπορούν να τα καταστρέψουν, τονίζει ο Πλούταρχος. Άλλωστε «μόνος γαρ ο νους παλαιούμενος ανηβά, και ο χρόνος τάλλα πάντ αφαιρών τω γήρα προστίθησι την επιστήμην»[37].

Ο Ιωάννης από την πλευρά του υπογραμμίζει ότι ο παιδαγωγός πρέπει να είναι επιστημονικά κατηρτισμένος και ηθικά ακέραιος όχι μόνο, για να προσφέρει πλούσιες γνώσεις στο μαθητευόμενό του αλλά για να κάνει το νέο εικόνα Θεού. Σημασία μεγάλη έχει για τον ιερό πατέρα οι ιδιότητες που αποδίδονται στον Τριαδικό Θεό όπως η αγαθότητα, η αμνησικακία, η αγάπη, η φιλανθρωπία, η ευεργεσία και η μακροθυμία να γίνουν κτήμα των νέων. Μόνο τότε ο παιδαγωγούμενος θα διαπλασθεί εις τέλειον χριστιανόν και θα γίνει άξιος κληρονόμος της βασιλείας των Ουρανών, «τούτο και ημείς εργασώμεθα· εκ πρώτης ηλικίας αυτούς εις την πολιτείαν εισάγωμεν την εν τοις ουρανοίς»[38]. Παρατηρούμε ότι ενώ για τον Πλούταρχο ο σκοπός της παιδείας είναι οι γνώσεις που αποκτάει ο μαθητευόμενος, για το Χρυσόστομο το έπαθλο της καλής παιδείας είναι η μετάληψη της αγιότητος και η απόκτηση της θεογνωσίας που οδηγεί στην ένωσή μας με τον αίδιο και άχρονο Τριαδικό Θεό[39].

Ο αρχαίος έλληνας φιλόσοφος εξηγεί ότι η παιδεία σμιλεύει το χαρακτήρα του μαθητευόμενου, ώστε ούτε θρασύς να είναι ούτε άτολμος και γεμάτος φοβίες, γιατί «το μεν γαρ ασφαλές επαινείται μόνον, το δ επικίνδυνον και θαυμάζεται»[40]. Το μαθαίνει να συγκρατεί τη γλώσσα του, γιατί η ακράτεια της γλώσσας οδηγεί σε συμφορές[41]. Συγχρόνως θεωρεί σημαντική ότι μαζί με την πνευματική τροφή της σωστής εκπαιδεύσεως που γεύεται ένα παιδί, πρέπει συγχρόνως να αθλείται, χωρίς όμως να εξουθενώνεται από την κούραση. Η τελευταία δεν είναι καλός βοηθός στη μελέτη των πνευματικών επιστημών[42]. Ο Χρυσόστομος συνιστά να μη δίνουμε μεγάλη προσοχή στα σώματα των παιδιών αλλά κυρίως στη διάπλαση ενός ενάρετου και ηθικού εν Χριστώ χαρακτήρα. Αντίθετα πρέπει να ενδιαφερόμαστε για τη γνωριμία και τη συναναστροφή των παιδιών μας με θεοφόρους ανθρώπους, οι οποίοι αποτελούν το μέσο γνωριμίας των νέων με την εν θεώ ζωή.

Ο Πλούταρχος υπογραμμίζει ότι τα παιδιά οφείλουν να εκπαιδεύονται με υποδείγματα και συμβουλές και όχι με ξυλοδαρμούς και κακοποιήσεις, γιατί η σωματική κακοποίηση αποθαρρύνει τα παιδιά. Αντίθετα «έπαινοι δε και ψόγοι πάσης εισίν αικίας ωφελιμώτεροι τοις ελευθέροις, οι μεν επί τα καλά παρορμώντες οι δ από των αισχρών ανείργοντες»[43]. Όλα όμως πρέπει να δίδονται με μέτρο στα παιδιά, γιατί «χαυνούνται γαρ ταις υπερβολαίςντών επαίνων και θρύπτονται».[44] Ένα άλλο βασικό στην αγωγή των παιδιών είναι να το μάθουμε να λέει την αλήθεια, γιατί το ψεύδος είναι κατακριτέο πάντα.

Ο ιερός Πατήρ από την πλευρά του πρεσβεύει ότι η αγάπη του παιδαγωγού προς τους μαθητές του είναι ο πρωταρχικός και ο βασικός παράγοντας για την εκπαίδευση τους. Θεωρεί ότι ένας δάσκαλος πρέπει να κατέχει πολύ καλά το αντικείμενο της διδασκαλίας του και να είναι απολύτως βέβαιος για την ορθότητα των όσων λέει. Δικαιολογημένα ο Πατήρ αναρωτιέται, «όταν ουν εαυτούς μη πείθωμεν, πως ετέρους πείσωμεν». Όμως οι γνώσεις δεν είναι το μοναδικό εφόδιο που πρέπει να έχει ένας καλός παιδαγωγός. Οφείλει να μεταχειρίζεται επιτυχώς την αυστηρότητα και την άκρατη πειθαρχία των μαθητών με τη χαλαρότητα στο μάθημα και τη δημιουργία ευχάριστης ατμόσφαιρας κατά τη διδασκαλία του. Μόνο τότε θα πετύχει την παράδοση ενός ενδιαφέροντος μαθήματος. Σημαντικό επίσης είναι να θέτει διακριτά όρια ανάμεσα στην ανάγκη για συμβουλή και στην περίσταση για διαταγή. Όλα αυτά είναι δύσκολο να τα κατορθώσει μόνος του, βασιζόμενος αποκλειστικά και μόνος στις δικές του ικανότητες. Η προσευχή του προς το Θεό είναι ο βασικός συνοδοιπόρος του για να πετύχει να εκπαιδεύσει και να ποδηγετήσει επιμελώς τους μαθητές του. Επιπλέον ο δάσκαλος πρέπει να σέβεται την προσωπικότητα του μαθητή και να ασχολείται μαζί του με προσοχή, τρυφερότητα και με αγάπη όπως ένας κιθαρωδός μαθαίνει κάποιον μαθητευόμενο κιθάρα.

Η σταχυολόγηση των λίγων αυτών στοιχείων από την παιδαγωγική πραγματεία του Πλουτάρχου αλλά και του Χρυσοστόμου, μας δείχνει την ευαισθησία των δύο αυτών σπουδαίων προσώπων στα θέματα της αγωγής των παιδιών, τα οποία αποτελούν το μέλλον της κοινωνίας. Πολλές από τις απόψεις τους τις ασπάστηκαν, ύστερα από χρόνιες μελέτες πολλοί σύγχρονοι παιδαγωγοί. Πάντως πολλές από τις σκέψεις τους συγκλίνουν, φυσικά υπάρχουν και οι διαφορές· αφού έζησαν σε διαφορετικές εποχές και είχαν ανατραφεί μέσα σε διαφορετικά κοινωνικά και θεολογικά περιβάλλοντα. Καταλυτικό ρόλο στη μελέτη της παιδαγωγικής σκέψεως των δύο αυτών ανδρών έχει και η διδασκαλία της χριστιανικής πίστεως ότι, δηλαδή, ο χριστιανισμός δεν παραβλέπει στην αγωγή τις σωματοϋλικές ανάγκες του ανθρώπου, αλλά ο παιδαγωγός εν Χριστώ πάντα έχει κατά νού, «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν αλλά την μέλλουσα επιζητούμεν»[45].

Εν κατακλείδι, και οι δύο αυτοί άνδρες συγκλίνουν στην άποψη ότι η ανατροφή των παιδιών αποτελεί πολύ κόπο, άπειρη αγάπη από τους γονείς και τους παιδαγωγούς, και απεριόριστο χρόνο για να ασχοληθεί κάποιος μαζί τους. Η σωστή ανατροφή τους απαιτεί πολλές θυσίες από την οικογένεια. Δυστυχώς σήμερα ο θεσμός της οικογένειας κλονίζεται, έτσι πολλά παιδιά αφήνονται έρμαια, κακών και ανήθικων επιδράσεων. Στόχος μας είναι να παιδαγωγήσουμε κατά το καλύτερο δυνατό τα παιδιά μας. Με τη βοήθεια του Θεού και την προσευχή μας, θα πετύχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Άλλωστε αυτά είναι οι πολυτιμότεροι θησαυροί που μας εμπιστεύθηκε ο Θεός.

Η συγγραφή των συγκεκριμένων παιδαγωγικών έργων του Ιωάννη Χρυσοστόμου αλλά και του Πλουτάρχου αποκαλύπτει το μεγάλο πλούτο γνώσεως που κατείχαν σχετικά με την παιδική ψυχολογία. Οι ψυχολογικές και παιδαγωγικές παρατηρήσεις τους συμφωνούν με το σημερινό πρότυπο των διδακτικών και παιδαγωγικών μεθόδων.

ΠΗΓΕΣ



  • Ιωάννου Ευχαιτών, Υπόμνημα δια στίχων ιαμβικών, ΜΒ, PG 120, 1151-1200.
  • Ιωάννου Χρυσοστόμου, Προς πιστόν πατέρα, PG 47, 349-387.
  • Του ιδίου, Εγκώμιον εις τον εν αγίοις πατέρα ημών Ευστάθιον αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας της μεγάλης, PG 50, 597-603.
  • Του ιδίου, Εις το «Χήρα καταλεγέσθω μη ελάττων ετών εξήκοντα γεγονυία»· και περί παίδων ανατροφής, και περί ελεημοσύνης, PG 51, 321-337.
  • Του ιδίου, Υπόμνημα εις την προς Τιμόθεον Α, ομιλίας ΙΗ PG 62, 501-600.
  • Του ιδίου, Περί κενοδοξίας και όπως δεί τους γονέας ανατρέφειν τα τέκνα. Malingrey, A- M, Sur la vaine gloire et l' education des enfants, SC 188.
  • Του ιδίου, Περί Άννης λόγοι Ε, PG 54, 631-676.
  • Του ιδίου, Εξήγησις εις τας παροιμίας του Σολομώντος,PG 64, 660-740.
  • Πλουτάρχου, Περί παίδων αγωγή.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



  • Δανασσή - Αφεντάκη, Α., Θεματική της παιδαγωγικής επιστήμης, Αθήνα 1975.
  • Εξάρχου, Β., «Η γνησιότης της πραγματείας Ιωάννου Χρυσοστόμου, περί κενοδοξίας και ανατροφής των τέκνων», Θεολογία 19(1941-1948) 153-170, 340-355, 559-567.
  • Ζήση, Θ. Ν., Η ανατροφή των παιδιών κατά τον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1998.
  • Κρουσταλλάκη, Γ., Διαπαιδαγώγηση, Αθήνα 1994.
  • Μπαλάνου, Δ., Οι Πατέρες και Συγγραφείς της αρχαίας Εκκλησίας, εν Αθήναις 1961.
  • Μωραίτης, Δ., «Η γνησιότης της πραγματείας Ιωάννου Χρυσοστόμου, περί κενοδοξίας και ανατροφής των τέκνων», Θεολογία 19(1941-1948) 718-733.
  • Παπαβασιλείου, Α., Η ανατροφή των κατά τον Ιωάννη το Χρυσόστομο, Λευκωσία 1994.
  • Παπαδάκης, Κ., Θέματα αγωγής του παιδιού κατά τον ιερό Χρυσόστομο, εκδ. Ραδάμανθυς, Ρέθυμνο 1993.
  • Παπαδοπούλου, Χρ., Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομοςως ρήτωρ και διδάσκαλος, Τεργέστη 1898.


[1] Ιωάννου Ευχαϊτών, Υπόμνημα δια στίχων ιαμβικών, ΜΒ΄, PG 120, 1156BC.

[2] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εγκώμιον εις τον εν αγίοις πατέρα ημών Ευστάθιον αρχιεπίσκοπον Αντιοχείας της μεγάλης, PG 50, 600Α.

[3] Ιωάννου, Υπόμνημα εις την προς Τιμόθεον Α, Θ, PG 62, 5463-6.

[4] Αυτόθι, PG 62, 54631.

[5] Ιωάννου Χρυσοστόμου, Περί κενοδοξίας και όπως δει τους γονέας ανατρέφει τα τέκνα, A.-M, Malingrey, Jean Chrysostome. Sur la vaine gloire et l᾿ éducation des enfants, SC 188, pub. Cerf, Paris 1972 pag 64-196.

[6] Ο Ιωάννης αντιμετωπίζει κριτικά την ελληνική φιλοσοφία. Απορρίπτει κάθε άποψη των αρχαίων Ελλήνων που δε συνάδει με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, όπως οι σκέψεις τους περί Θεού, για τη δημιουργία του κόσμου και του ανθρώπου αλλά και μερικές φορές και κάποιες ιδέες τους περί ηθικής. Επαινεί το Σωκράτη, το Θηβαίο Κράτη και το Διογένη για τη συμπεριφορά τους σε θέματα ηθικής ή για την περιφρόνηση που δείχνουν στα υλικά αγαθά αλλά ποτέ για τις μεταφυσικές αντιλήψεις τους και θεωρίες τους. Δε διστάζει να αντικρούσει τις αριστοτελικές σκέψεις περί προσιτότητος προς το Θεό, αφού ο Ιωάννης δίδασκε πάντα το απρόσιτο και ακατάληπτο της Τριαδικής Θεότητος. Συγχρόνως εναντιώνεται στην υπέρμετρη αγάπη του Πλάτωνα για την ύλη. Στο τέλος όμως της ζωής του ο Χρυσόστομος συγγράφει το «Ότι εαυτό μη αδικούντα ουδείς παραβλάψαι δύναται», PG 52, 459-480, στηριζόμενος στην πλατωνική και στωική άποψη περί ηθικής ότι ο καλός και ο δίκαιος δεν μπορεί να υποστεί καμία βλάβη από τον οποιοδήποτε, γιατί τις αδικίες τις χρησιμοποιεί ως μέσο για να φθάσει στην τελείωση.

[7] Πλουτάρχου, Περί παίδων αγωγής, 2b.

[8] Αυτόθι 19f.

[9] Ιωάννου, Εις την προς Τιμόθεον Α, Θ΄, PG 62, 546CD..

[10] Πλουτ., μν. έργο, 5e

[11] Αυτόθι.

[12] Ιωάννου, Περί κενοδοξίας και όπως δει τους γονέας ανατρέφειν τα τέκνα. Malingrey, A- M, Sur la vaine gloire et l' education des enfants, SC 188, 378306-319: «Έκαστος τοίνυν υμών των πατέρων και των μητέρων, καθάπερ τους ζωγράφους ορώμεν τας εικόνας και τα αγάλματα μετὰ πολλής της ακριβείας εξασκούντας, ούτω των θαυμαστών τούτων αγαλμάτων επιμελώμεθα. Προθέντες γαρ οι ζωγράφοι τον πίνακα καθ̉ εκάστην ημέραν αυτὸν επιχρίουσι προς το δέον. Οι δε λιθοξόοι των λίθων και αυτοὶ το αυτὸ πράττουσιν, το μεν περιττὸν περιαιρούντες, το δε ενδέον προστιθέντες. Ούτω δη και υμείς· καθάπερ αγαλμάτων τινών κατασκευασταί, προς τούτο την σχολὴν άπασαν έχετε τα θαυμαστὰ αγάλματα τω Θεώ κατασκευάζοντες· και το μεν περιττὸν εξαιρείτε, το δε ενδέον προστίθετε· και καθ̉ εκάστην αυτὰ περισκοπείτε την ημέραν, ποίον από φύσεως έχει πλεονέκτημα, ώστε αυτὸ αύξειν, ποίον απὸ φύσεως ελάττωμα, ώστε αυτὸ περιαιρείν».

[13] Αυτόθι 378320.

[14] Του ιδίου, Εις το «Χήρα καταλεγέσθω μη ελάττων ετών εξήκοντα γεγονυία»· και περί παίδων ανατροφής, και περί ελεημοσύνης, PG 51, 32750-59.

[15] Ιωάννου, PG 54, 639.

[16] PG 54, 643.

[17] Πλουτάρχου, μν. έργο, 6d.

[18] Αυτόθι, 5e και «… ίνα μη συναναχρωννύμενοι βάρβαροις και το ήθος μοχθηροίς αποφέρωνταί τις της εκείνων φαυλότητος», Αυτόθι 6α.

[19] Αυτόθι 7e.

[20] Αυτόθι 7f.

[21] Ιω. Χρυσοστόμου, Εις την προς Τιμόθεον Α, PG 62, 545C.

[22] Του ιδίου, Εξήγησις εις τας παροιμίας του Σολομώντος, PG 64, 71324-25

[23] Αυτόθι.

[24] Του ιδίου, Προς πιστόν πατέρα, PG 47, 35719-32: «Ουδὲ γαρ άλλο τι των πατέρων έστιν ακούσαι διαλεγομένων προς τους παίδας, όταν αυτούς παρακαλώσιν υπέρ της των λόγων σπουδής, αλλ΄ η ταυτὶ τα ρήματα· Ο δείνα, φησὶ, ταπεινὸς και εκ ταπεινών την απὸ των λόγων κτησάμενος δύναμιν, ήρξε μεγίστας αρχὰς, πλούτον εκτήσατο πολὺν, γυναίκα έλαβεν εύπορον, οικίαν ωκοδόμησε λαμπρὰν, φοβερός εστιν άπασι και επίδοξος. Πάλιν έτερο, ο δείνα, φησί, την Ιταλών γλώσσαν εκπαιδευθεὶς, εν τοις βασιλείοις εστὶ λαμπρὸς, και πάντα άγει και φέρει τα ένδον. Και έτερος έτερον δείκνυσι πάλιν, πάντες δε τους επὶ γης ευδοκίμους· των δε εν τοις ουρανοίς ουδὲ άπαξ τις μέμνηται, αλλὰ καν μνησθήναι έτερος επιχειρήσῃ, ως πάντα ανατρέπων ελαύνεται».

[25] Αυτόθι, PG 47, 35733-44.

[26] Πλουτ., μν. έργο, 5f.

[27] Ιωάννου, Περί κενοδοξίας ... Malingrey, SC 188, 378288-290.

[28] Αυτόθι, SC 188, 378292-294.

[29] Αυτόθι, SC 188, 378625-634

[30] Αυτόθι,  SC 188, 378695.

[31] Αυτόθι, SC 188, 378696-705

[32] Πλουτ., μν. έργο, 7b

[33] Αυτόθι, 12d.

[34] Ιωάννου, Περί κενοδοξίας ... Malingrey, SC 188, 378245-246. Βλ. Β. Χαρώνη, Παιδαγωγική ανθρωπολογία του Ιω. Χρυσοστόμου, τ. 1ος, Αθήνα 1993, σσ. 363, 364.

[35] Του ιδίου, Προς Τιμόθεον Α, Θ, PG 62, 546.37-.

[36] Του ιδίου, Εις το «Χήρα καταλεγέσθω μη ελάττων ετών εξήκοντα γεγονυία»· και περί παίδων ανατροφής, και περί ελεημοσύνης, PG 51, 32721-24

[37] Πλουτ., μν. έργο, 8f.

[38] Ιωάννου, Περί Άννης, Γ, PG 54, 65856-58.

[39] Αυτόθι, PG 54, 65858 κ.ε.

[40] Πλουτ., μν. έργο, 9b.

[41] Αυτόθι, 15α.

[42] Αυτόθι, 11cd.

[43] Αυτόθι, 12α.

[44] Αυτόθι.

[45] Εβρ. 13,4.
http://www.alopsis.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=1548
(Πηγή: "Ιερά Μονή Παντοκράτορος Μελισσοχωρίου")