Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Εθνοφυλετισμός και [η αποκαλούμενη] Εκκλησιακή «Διασπορά» - Μία μονόδρομη σχέση αιτίου και αιτιατού

 
Του π. Γρηγορίου Παπαθωμά*  [Εισήγηση σε συνέδριο**]


1. Εθνοφυλετισμός, πηγή τροφοδοσίας της εκκλησιακής «Διασποράς»
2. Το εκκλησιο-κανονικό περιγεγραμμένο του Αυτοκεφάλου
3. Η αναδρομική κανονική λύση του ζητήματος της «Διασποράς»
4. Κράτος-Έθνος (État-Nation) και Έθνος-Κράτος σε σχέση με τη «Διασπορά»
5. Συμπερασματικές σκέψεις και κριτικές Παρατηρήσεις


Οι προπαρασκευαστικές εργασίες της μέλλουσας Αγίας και Μείζονος Πανορθοδόξου Συνόδου έχουν οριστικοποιήσει τον τελικό κατάλογο των υπό συζήτηση θεμάτων, και από 105 θέματα υπό εξέταση, που πρότεινε αρχικά η Συντακτική Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου (1961), κατέληξαν να προκριθούν μόλις 10 τελικά θέματα στην Α΄ Προσυνοδική Πανορθόδοξη Διάσκεψη (1976), τα οποία κρίθηκαν από αυτήν ως τα πλέον σημαντικά και άμεσης προτεραιότητας. Και ανάμεσα στα δέκα αυτά θέματα, το ζήτημα της «Διασποράς» κατείχε και κατέχει την πρώτη θέση. Κατά συνέπεια, το γενικό θέμα «Διασπορά», που θα μελετήσουμε μαζί και που έχει πρόκριτη θέση, είναι ύψιστης σπουδαιότητας και έχει ήδη τεθεί και μελετηθεί πολλές φορές  και μελετάται ακόμη, ακριβώς γιατί είναι πολυδαίδαλο και πολύπτυχο. Εμείς, εδώ, θα δούμε μία μόνο πτυχή από τις πάμπολλες που υφίστανται, αλλά μία πτυχή αξονική, η οποία έχει να κάνει με τη ...γεννήτρια, κατά τη γνώμη μου, του προβλήματος, την πηγή τροφοδοσίας αυτού του ζητήματος. Και πηγή τροφοδοσίας της εκκλησιακής «Διασποράς» δεν είναι άλλη από τον εντοπισθέντα, πριν ακριβώς από ενάμιση αιώνα, συνοδικά Εθνοφυλετισμό. Συνεπώς, το ζήτημα δεν είναι σχετικά πρόσφατο, αλλά προηγείται του κοινωνικο-πολιτικού φαινομένου της Διασποράς καθ' εαυτού και ανάγεται σε βάθος παρελθοντικού χρόνου, που ξεπερνά και την εμφάνιση του φαινομένου και την παθολογία του. Γι' αυτό έχει ιδιαίτερο μεθοδολογικό ενδιαφέρον να αρχίσουμε από τον Εθνοφυλετισμό, ο οποίος πριν να ευθύνεται για την εκκλησιακή «Διασπορά», φέρει και την ευθύνη γέννησης της Εθνικής Αυτοκεφαλίας και των σύγχρονων Εθνικών Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
1. Εθνοφυλετισμός, πηγή τροφοδοσίας της εκκλησιακής «Διασποράς»
Ο Εθνο-φυλετισμός, ως όρος και ως νεολογισμός, επινοήθηκε ηθελημένα από την (πρώτη ιστορικά) Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1872 να είναι ομοειδώς και εμφατικώς σύνθετος τεχνικός όρος (από το έθνος και φυλή), για να καταδείξει μία αιρετικής μορφής αλλοίωση, επελθούσα την εποχή εκείνη, στους κόλπους της Εκκλησίας. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη σύναξή μας εδώ να δούμε, γιατί η Πανορθόδοξη Σύνοδος υιοθέτησε ή, καλύτερα, κατασκεύασε αυτόν τον όρο, και τί μορφής αποκλίνουσα πραγματικότητα ήθελε να αποδώσει με αυτό. Πρώτα από όλα, ο φυλετισμός (από τη λέξη φυλή [ράτσα-raca, με τα ομοειδή του ρατσισμός, τριμπαλισμός]) αποτελεί την υιοθέτηση και εφαρμογή της αρχής των Εθνοτήτων στο εκκλησιακό πεδίο, της προτεραιότητας δηλ., εντός της Ιστορίας, της Φυλής και του Έθνους έναντι της Βασιλείας. Είναι η εκούσια και ενσυνείδητη άσκηση φυλετικής και εθνικής διάκρισης στους κόλπους της Εκκλησίας, δίδοντας προτεραιότητα στους φυλέτες (= στα μέλη της αυτής φυλής), τους ομόφυλους, και στους εθνίτες (= εκ του αυτού έθνους), τους ομοεθνείς, αποκλείοντας έτσι και εξ ορισμού τους ετεροφυλέτες και ετερόφυλους, τους ετεροεθνίτες και ετεροεθνείς στον συναπαρτισμό του εκκλησιαστικού σώματος. Με άλλα λόγια, στην κάθε απόπειρα πραγμάτωσης της Εκκλησίας εντός της Ιστορίας, εθνοφυλετισμός είναι η σύγχυση μεταξύ Εκκλησίας και Έθνους, η εξομοίωση - και μερικές φορές η ταύτιση - της Εκκλησίας με το Έθνος. Πρόκειται για την ιδιότυπη εκείνη περίπτωση συσχετισμού δύο μεγεθών, όπου ο Φυλετισμός φυλετεύει (= κάνει φυλέτη) και υποτάσσει την Εκκλησία στους ενδοκτισιακούς σκοπούς της φυλής και του έθνους ή, ακόμη χειρότερα, μεταχειρίζεται και χρησιμοποιεί την Εκκλησία, για να φυλετεύσει ετεροφυλέτες και ετεροεθνείς προς όφελος αποκλειστικά των σκοπών της φυλής και του έθνους. Από αυτό μπορούμε να αποδώσουμε και τον χαρακτηρισμό «(Εθνο)φυλετική Εκκλησία», δηλ. η «Εκκλησία των φυλετών [πρβλ. των εθνικών ημετέρων, των ομοεθνών]» (sic), άγνωστη ως εκκλησιακή κατηγορία και οντότητα, και ως εκκλησιολογική ύπαρξη στις δύο χιλιετίες τώρα της Ιστορίας της Εκκλησίας. Και παρ' όλα αυτά, σήμερα, το αποκλίνον εκκλησιο-κανονικά αυτό γεγονός το έχουμε αναγάγει σε εκκλησιακή, αναμφισβήτητη καθιερωμένη, πράξη [πρβλ. το εκκλησιολογικά λαθεμένο, Εκκλησία των Ελλήνων - ενώ δεν πρόκειται για το ορθό «Βουλή των Ελλήνων» -, Εκκλησία των Ρώσσων, Εκκλησία των Ρουμάνων, «Πατριαρχείο των Σέρβων», όπως είναι και ο επίσημος τίτλος του].
Ο όρος συνιστά την ονομασία που δόθηκε συνοδικά σε μία νεοφανή στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας εκκλησιολογική αίρεση στα 1870, με την αυθαίρετη εγκαθίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας στην Κωνσταντινούπολη, σύμφωνα με την οποία η Εκκλησία οργανώνεται, όχι επί εδαφικής αλλά επί φυλετικής, εθνικής ή, ακριβέστερα, πολιτιστικής (κουλτουραλιστικής) βάσεως κατά τέτοιο τρόπο, ώστε επί του ιδίου γεωγραφικού εδάφους να εμφανίζονται συνεδαφικά δύο ή πολλές περισσότερες εκκλησιακές οντότητες και εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες, η κάθε μία από τις οποίες μεριμνά για τη διαποίμανση μόνο των μελών (των φυλετών), που ανήκουν σε μία συγκεκριμένη εθνική ομάδα (Μονοφυλετισμός). (Ας λεχθεί παρενθετικά εδώ, ότι, δίδοντας τον ορισμό του πώς περιγράφεται ο Εθνοφυλετισμός, περιγράφουμε ταυτόχρονα και τον πανομοιότυπο ορισμό της εκκλησιακής «Διασποράς» και τον εθνοφυλετικό τρόπο με τον οποίο αυτή οργανώνεται, κάτι που δείχνει τον άμεσο, αμοιβαίο και ευθυτενή συσχετισμό τους, όπως θα δούμε παρακάτω). Πρόκειται για το γεγονός-Εθνοφυλετισμός, έναν καινοφανή ιδιότυπο εθνικισμό, που ευνοεί και πριμοδοτεί εκούσια και ενσυνείδητα την αποκλειστικότητα και την εθνική ενότητα περισσότερο και πάνω από την εν Χριστώ ενότητα. Για τον λόγο αυτό, ο όρος υιοθετήθηκε από την Αγία και Μεγάλη (Μείζονα) Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως, το 1872 [10 Σεπτεμβρίου], η οποία επισήμως προσδιόρισε και καταδίκασε τον Εθνοφυλετισμό ως σύγχρονη εκκλησιολογική αίρεση («βαλκανική αίρεση»). Και ο Εθνοφυλετισμός, όπως είναι θεολογικά προφανές, στο εκκλησιακό πεδίο, είναι όντως γεγονός αίρεσης, ακριβώς γιατί είναι εκκλησιακός Μονοφυλετισμός και στην σάρκωση και στην πραγμάτωση της Εκκλησίας σε ένα συγκεκριμένο δεδομένο τόπο (Κράτος-κατά τόπον Εκκλησία) ή όπου γης («Διασπορά»-υπερόρια εκκλησιαστική δικαιοδοσία).
Πράγματι, ο «φυλετικός (θρησκευτικός) εθνικισμός» εκφράζει την ιδέα της ίδρυσης είτε μίας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας σε πολιτειακό πλαίσιο είτε μίας εθνο-εκκλησιαστικής Κοινότητας στους χώρους της λεγόμενης «Διασποράς», βάσει όχι του τοπικού-εδαφικού [ευχαριστιακού-εκκλησιακού] κριτηρίου, αλλά του εθνο-φυλετικού, εθνικού ή γλωσσικού και της κοινής φυλετικής καταγωγής. Ομοίως, «η ίδρυση, στον ίδιο τόπο, ιδιαίτερων Εκκλησιών με βάση το έθνος, που δέχονται μόνο τους πιστούς που ανήκουν στο ίδιο έθνος, αποκλείοντας τους πιστούς των άλλων εθνών, και οι οποίες καθοδηγούνται μόνο από ποιμένες του ιδίου έθνους, όπως υποστηρίζουν οι οπαδοί του (εθνο)φυλετισμού, είναι ένα γεγονός χωρίς ιστορικό προηγούμενο» (Μητρ. Σάρδεων Μάξιμος). Επομένως, η Εκκλησία, συνεπής με την εσχατολογική αποστολή της εντός της Ιστορίας και του πτωτικού κτιστού, καλείται να μην ενδίδει σε καμμία περίπτωση και να συνδέεται με την τύχη ενός μόνον έθνους, μίας μόνο φυλής. Γι' αυτό και η εκκλησιακή Ορθοδοξία είναι εχθρική σε οποιαδήποτε μορφή (εθνο)φυλετικού Μεσσιανισμού. Εξ άλλου, στον ιστορικό βίο ενός λαού οφείλουμε να διακρίνουμε σαφώς μεταξύ Εθνισμού-Ethnism (που έχει θετικό περιεχόμενο, ως το ορθά αντίθετο της αφιλοπατρίας) και Εθνικισμού-Ethicism/Nationalism (που έχει αρνητικό περιεχόμενο, σημαίνων την αποκλειστική προσήλωση σε δεδομένα εθνικά ιδεώδη με τάσεις εδαφικής επέκτασης σε βάρος άλλων εθνών και επιβολής του περιεχομένου της συλλογικής του εθνικιστικής ιδεολογίας [εθνομυθίας], κάτι που οδηγεί αναπόφευκτα στον ρατσισμό). Πρέπει να θεωρούμε τον πρώτο ως υπηρέτη και τον δεύτερο ως εχθρό του έθνους, γι' αυτό και ο πρώτος συνάδει προς την εκκλησιακή εγκατασπορά μίας Τοπικής ή κατά τόπον [Αυτοκέφαλης] Εκκλησίας στην προοπτική της σωτηριολογικής πρόσληψης ενός λαού, ενώ ο δεύτερος απάδει της φύσεως, της υφής και της εσχατολογικής προοπτικής της Εκκλησίας. Η Εκκλησία, επομένως, δεν συνίσταται ποτέ εθνηδόν, αλλά κατά τόπον!... Και, κατ' επέκταση, το Αυτοκέφαλο δεν εκχωρείται ποτέ σε ένα έθνος, όπου γης, αλλά σε ένα λαό με περιγεγραμμένα εδαφικά όρια, ο οποίος (λαός πρέπει να) απαρτίζει μία και ενιαία Αυτοκέφαλη Εκκλησία, ανεξαρτήτως της εθνικής καταγωγής ή προέλευσης των προσώπων που τον συγκροτούν. Και το εκκλησιο-κανονικό εδαφικό περιγεγραμμένο είναι αυτό που μας εισάγει στην καρδιά του προβλήματος που εξετάζουμε εδώ και σήμερα.
2. Το εκκλησιο-κανονικό περιγεγραμμένο του Αυτοκεφάλου
Πράγματι, το εκκλησιο-κανονικό περιγεγραμμένο μας θέτει δύο ερωτηματικά ζητήματα: αφ' ενός, κατά πόσο μία Αυτοκέφαλη Εκκλησία έχει εδαφική και προσωπική δικαιοδοσία  εκτός των περιγεγραμμένων (κρατικά) εδαφικών ορίων της και, αφ' ετέρου, εάν αποκλείσουμε, ως μη προβλεπόμενη, την αντικανονική υπερόρια εδαφική και προσωπική δικαιοδοσία, τίθεται το καθοριστικό ερώτημα, κατά πόσο υπάρχει όντως και αντικειμενικά εκκλησιακή «Διασπορά»; Και στα δύο ερωτηματικά ζητήματα, η απάντηση εκκλησιο-κανονικά είναι αρνητική. Και όμως, στα δύο αυτά ερωτηματικά ζητήματα, η απάντηση της σύγχρονης ορθόδοξης εκκλησιακής πράξης είναι θετική. Όμως, όπως είναι προφανές, διαπιστώνεται μία παντελώς αντιθετική απόκλιση του «άλλα θεολογικά λέμε και άλλα, τα ακριβώς αντίθετα, στην εκκλησιακή πράξη πράττουμε». Και αυτό συμβαίνει γιατί, εάν σχηματοποιούσα, για να απλοποιήσω λίγο τον λόγο, θα έλεγα, ότι στην πρώτη περίπτωση υπερισχύει η Εκκλησιολογία, ενώ στη δεύτερη περίπτωση υπερισχύει πλειοδοτικά, εκούσια και από ενσυνείδητη επιλογή ο Εθνοφυλετισμός με τα κυρίαρχα ενδοκτισιακά συμφέροντά του.
Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τη δισχιλιετή εκκλησιο-κανονική παράδοση, η εδαφική και προσωπική δικαιοδοσία μίας Αυτοκέφαλης Εκκλησίας εξαντλείται εντός, και μόνον εντός, του κανονικού περιγεγραμμένου εδάφους της και δεν διαθέτει κανένα, μα κανένα, δικαιοδοτικό δικαίωμα εκτός των κανονικών ορίων της. Μόλις αυτό λειτουργήσει εκκλησιολογικά και κανονικά για όλες τις Ορθόδοξες κατά τόπους Εκκλησίες, τότε δεν υπάρχει ουδεμία ανάγκη, για να τίθεται ζήτημα «Διασποράς». Το ό,τι, όμως, τίθεται, αυτό σημαίνει ότι τίθεται, όχι γιατί υπάρχει όντως ζήτημα «Διασποράς», αλλά γιατί κάποιες Ορθόδοξες Εθνικές Εκκλησίες δεν αντιλήφθηκαν τη χαλκηδόνεια διαλεκτική του Αυτοκεφάλου, ότι αυτό, για να επιτυγχάνεται και να υπάρχει, απαιτείται ταυτόχρονα το εκκλησιολογικώς και κανονικώς "ασυγχύτως και αδιαιρέτως". Πράγματι, όταν η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος (451) όριζε το "πώς είναι" των Εκκλησιών, το "ασυγχύτως και αδιαιρέτως είναι" των κατά τόπους Εκκλησιών ανά την Οικουμένη, επιβεβαίωνε την απροϋπόθετη ετερότητα και την εκ των ων ουκ άνευ κοινωνία ταυτοχρόνως των Εκκλησιών αυτών. Η Σύνοδος αυτή φανέρωσε, ότι η ύπαρξη των κατά τόπους Εκκλησιών τέμνεται ταυτόχρονα από την κατάφαση της γεω-εκκλησιακής ετερότητας και τη δεδομένη εκκλησιακή κοινωνία μεταξύ τους. Με άλλα λόγια, το θεολογικό αίτημα και το οντολογικό όραμα αυτής της Συνόδου ήταν, να υφίσταται εκκλησιακή ετερότητα και κοινωνία ανυπερθέτως, ως ένα σαφώς αντινομικό επίτευγμα του τριαδικού τρόπου υπάρξεως των κατά τόπους Εκκλησιών. Όταν αυτό δεν τηρηθεί, τότε έχουμε μοιραία δύο αναπόφευκτες αντιεκκλησιολογικές και αντικανονικές αποκλίσεις, που εκμηδενίζουν και καταργούν την Εκκλησία. Πρόκειται για μία ισοσκελή και συμμετρική απόκλιση εκατέρωθεν: αφ' ενός, αυτονόμηση της ετερότητας με συνέπεια τη μειοδοσία της εκκλησιακής κοινωνίας και, αφ' ετέρου, αλλοίωση της κοινωνίας σε σύγχυση με συνέπεια τον εκμηδενισμό από απορρόφηση της εκκλησιακής ετερότητας.
Αναλυτικότερα:
- Στην πρώτη αντικανονική απόκλιση έχουμε την μονομερή κατάφαση της Εθνικής Εκκλησίας, ως μοναδικότητας και αποκλειστικότητας για τους ομοεθνείς (εκκλησιολογικός μονοφυλετισμός), που αδιαφορεί για την κοινωνία με τις άλλες κατά τόπους Εκκλησίες, προβάλλοντας μία, ως μη ώφειλε, οντολογική εκκλησιακή αυτοπληρότητα. Η εθνο-εκκλησιαστική αυτή πεποίθηση γεννά την ανάγκη φροντίδας για τους ομοεθνείς εκτός των κανονικών ορίων της, ανεξαρτήτως εάν στα εδάφη αυτά υπάρχει άλλη κατά τόπον Εκκλησία ή εάν ασκείται σε αυτά κανονική δικαιοδοσία από μία άλλη κατά τόπον Εκκλησία. Αυτό ακριβώς, όμως, είναι που γεννά ταυτόχρονα και το παρεμφερές φαινόμενο της «Διασποράς», που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο μονόπλευρος υπερτονισμός, σε παγκόσμια κλίμακα, του "ασυγχύτως" σε βάρος του "αδιαιρέτως", προτεραιότητας της ετερότητας έναντι/σε βάρος της κοινωνίας, και η κατάργηση έτσι της χαλκηδόνειας διαλεκτικότητας του "ασυγχύτως και αδιαιρέτως", αυτό δηλ. που συνιστά τον ορισμό του Αυτοκεφάλου.
- Στη δεύτερη περίπτωση αντικανονικής απόκλισης έχουμε την εκκλησιακή απορρόφηση μίας κατά τόπον Εκκλησίας από μία άλλη όμορη κατά τόπον Εκκλησία, όταν αμφότερες βρεθούν σε ένα ενιαίο πολιτειακό μόρφωμα. Αυτό ακριβώς που καταδικάζει μετά βδελυγμίας η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος, είναι ακριβώς αυτό που επισυνέβη στην Εσθονία (1945-1996) και τη Λεττονία (1945-σήμερα) από το Πατριαρχείο της Ρωσσίας. Η κατάργηση δηλαδή της εκκλησιακής ετερότητας στο όνομα μίας επιβεβλημένης μονο-εθνο-εκκλησιαστικής κοινωνίας. Αυτό έχει ως άμεση συνέπεια τον εκμηδενισμό και την αφομοίωση της εκκλησιακής ετερότητας ενός εκκλησιαστικού σώματος και την αντικανονική ενσωμάτωση μίας κατά τόπον Εκκλησίας στους κόλπους μίας άλλης (κατά τόπον) Εκκλησίας.
Συνοψίζοντας τις δύο αντικανονικές αποκλίσεις, να τονίσουμε ότι, από τη μία μεριά, η πριμοδότηση και ο υπερτονισμός του "ασυγχύτως" (ετερότητα) σε βάρος του "αδιαιρέτως" (κοινωνία) τροφοδοτεί την Εθνοφυλετική Εκκλησία και τις απορροές της, με κυρίαρχη απορροή την υπερόρια εξω-εδαφική δραστηριότητά της στους χώρους της κατασκευασμένης «Διασποράς», προκαλώντας έτσι συνεδαφικότητα και απομορφισμό, ετερογέννηση και παραμόρφωση της Εκκλησίας, αυτό ακριβώς που αποτρέπει η εν λόγω Σύνοδος, συνεπικουρούμενη και από την προηγηθείσα Β΄ Οικουμενική Σύνοδο (381), που τονίζει με έμφαση, «να μην γίνεται με τίποτα και πουθενά σύγχυση των Εκκλησιών». Από την άλλη μεριά, η πριμοδότηση και ο υπερτονισμός του "αδιαιρέτως" (κοινωνία) σε βάρος του "ασυγχύτως" (ετερότητα), στο όνομα της μονο-εθνο-εκκλησιαστικότητας, προκαλεί το εκκλησιαστικό αδίκημα της απορρόφησης μίας κατά τόπον Εκκλησίας από μία άλλη (κατά τόπον) Εκκλησία, αυτό ακριβώς που επίσης αποτρέπουν οι δύο Οικουμενικές Σύνοδοι στο επίπεδο της οντολογίας, δηλ. το «να μην έχουμε σύγχυση των Εκκλησιών».
Στην εκχώρηση, συνεπώς, του Αυτοκεφάλου 1) προηγείται υποστατικά το εδαφικό του εθνικού, και όχι το αντίστροφο. 2) Το αυτό ισχύει και για την συνεπή λειτουργία του Αυτοκεφάλου, μετά την εκχώρησή του, στην επέκεινα πορεία. 3) Το αυτό ισχύει επίσης και για το εδαφικό - και όχι εθνικό - πεδίο της δικαιοδοσίας του...
Στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο του μέλλοντος, θα χρειαστεί πρώτα να ξεκαθαρισθεί το ζήτημα του Αυτοκεφάλου με τα (ενδο)δικαιοδοτικά του όρια και, όταν καταλήξουμε στο ήδη προφανές εκκλησιο-κανονικό περιγεγραμμένο του Αυτοκεφάλου, θα μπορέσουμε τότε να εξετάσουμε και το ζήτημα της εκκλησιακής «Διασποράς». Με άλλα λόγια, να αντιστρέψουμε την χρονική ιεράρχηση εξέτασης των δύο αυτών κορυφαίων ζητημάτων, αρχίζοντας πρώτα από το Αυτοκέφαλο και μετά να περάσουμε στην εκκλησιακή «Διασπορά», και όχι το αντίστροφο, όπως μέχρι τώρα εξετάζεται (πρώτα το αιτιατό και μετά το αίτιο), έχοντας στη λίστα των δέκα θεμάτων ως πρώτο και κυρίαρχο θέμα τη «Διασπορά», η οποία συνιστά δευτερογενές και αιτιατό, και όχι πρωτογενές και αίτιο ζήτημα.
Τα πρώτα Τέσσερα Θέματα της Μελλούσης Πανορθοδόξου Συνόδου (1976)
Η υφιστάμενη σειρά  →  Η προτεινόμενη σειρά
1. Η Ορθόδοξη Διασπορά     1. Το Αυτοκέφαλο
2. Το Αυτοκέφαλο                   2. Το Αυτόνομο
3. Το Αυτόνομο                       3. Τα Εκκλησιακά Δίπτυχα
4. Τα Εκκλησιακά Δίπτυχα    4. Η Εκκλησιαστική «Διασπορά»
Και όταν ακολουθήσουμε αυτή τη μεθοδολογική σειρά, θα βρεθούμε μπροστά σε μία έκπληξη. Η διαλεύκανση των δικαιοδοτικών ορίων του Αυτοκεφάλου θα μας αποκαλύψει, ότι το πολύκροτο ζήτημα της εκκλησιακής «Διασποράς» είναι εκκλησιο-κανονικά ανύπαρκτο ζήτημα στην Εκκλησία. «Διασπορά» όχι μόνο δεν υπάρχει και δεν υπήρχε ποτέ στην Εκκλησία, αλλά και η ίδια η υφή και συγκρότηση αυτή καθ' εαυτή της Εκκλησίας την αποκλείει οντολογικά. Και όταν λύσουμε τα τρία πρώτα της προτεινόμενης σειράς, δεν θα χρειασθεί να καταπιαστούμε καθόλου με το 4ο θέμα πρωτογενώς. Πολλοί από τους Ορθοδόξους σήμερα αδυνατούν να αντιληφθούν, ότι η διασπαστική διατήρηση εκ μέρους της κάθε Εθνικής Αυτοκέφαλης Εκκλησίας δικής της εθνο-εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας στους χώρους της «Διασποράς» προκαλεί το αντιεκκλησιολογικό και αντικανονικό φαινόμενο της συνεδαφικότητας, που καταδικάζουν ομότροπα και συλλήβδην οι Οικουμενικές και Τοπικές Σύνοδοι, που έχει ως άμεση συνέπεια τον απομορφισμό της (εκείθεν Ορθοδόξου) Εκκλησίας. Πώς θα ήταν δυνατόν η Εκκλησία να αποδεχθεί μέσα στους αιώνες ένα τέτοιο παραχαρακτικό σχήμα, που συνιστά εξ ορισμού η εκκλησιακή «Διασπορά», και μάλιστα χωρίς να το προβλέψει σε προοπτική αποκλεισμού του; Και εμείς σήμερα καταπιανόμαστε τελικά με ένα ζήτημα ετερογενές και αντανακλαστικό, και ως εκ τούτου, εικονικό και πλασματικό, χωρίς να εξαντλήσουμε την εξέταση και την εξουδετέρωση των πρωτογενών παράπλευρων αιτίων που το προκαλούν.


3. Η αναδρομική κανονική λύση του ζητήματος της «Διασποράς»
Η ουσία βρίσκεται σε αχαρτογράφητα νερά!... Γι' αυτό, ας κάνουμε εδώ μία απόπειρα προσέγγισης του ζητήματος μέσα από το πρίσμα των ιερών Κανόνων, καθώς έχουμε βάσιμες μαρτυρίες, υφιστάμενες ήδη από την πρώτη χιλιετία και που απλώς χρήζουν περαιτέρω αναλύσεως και ερμηνείας, σύμφωνα και με τα νέα συναφειακά δεδομένα της εποχής μας. Πράγματι, η ίδια Σύνοδος, η Δ΄ Οικουμενική (451), που όρισε το συγχρονικό "ασυγχύτως" (ετερότητα) και "αδιαιρέτως" (κοινωνία) των κατά τόπους Εκκλησιών, χωρίς να υφίσταται μεταξύ τους απόσταση ή απόκλιση, όρισε και το εκκλησιο-κανονικό περιγεγραμμένο της κάθε κατά τόπον Εκκλησίας, ήτοι τα αρτιγέννητα τότε πέντε Πατριαρχεία (Ρώμης, Νέας Ρώμης-ΚΠόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων) και τη συνοδικά προϋπάρχουσα Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Κύπρου (5+1).


Οι 5+1 κατά τόπους Εκκλησίες κάλυπταν εδαφικά σύνολη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Απέμενε, όμως, και ένα τεράστιο απροσδιόριστο έδαφος εκτός της Αυτοκρατορίας, τα Υπερόρια αδιάτμητα εδάφη, τα εκτός των αρτιγέννητων κατά τόπους πέντε Εκκλησιών-Πατριαρχείων, γνωστά ωστόσο στην εποχή εκείνη, που η οραματίστρια αυτή Σύνοδος δεν θα μπορούσε να μη τα προσδιορίσει εκκλησιακά και να μη προβλέψει εκκλησιολογικά τη λειτουργία τους. Και, ενώ δεν υφίσταντο εκκλησιαστικά σώματα της όποιας μορφής στο αχανές αυτό έδαφος, υπήρξε η ίδια προμηθής και όχι επιμηθής, και είχε τη σταθερή βούληση, προληπτικά, να ρυθμίσει και αυτό το θέμα εκκλησιο-κανονικά.
Πολύ σύντομα να δούμε, ανεξαρτήτως των χαρακτηριστικών της ιστορικής συνάφειάς του, τον εκκλησιο-κανονικό πυρήνα του 28/Δ΄, ο οποίος δεν είναι άλλος από την προσθήκη ενός ακόμη ενιαίου εκκλησιαστικού εδάφους στην ήδη προϋπάρχουσα εκκλησιακή διαίρεση (5+1): Τα πέντε δηλ. Πατριαρχεία, η Αυτοκέφαλη Εκκλησία Κύπρου και όλος ο γνωστός κόσμος, τα Εξω-εκκλησιαστικά εδάφη, ως μία και ενιαία οντότητα (5+1+1). Με άλλα λόγια, η σπουδαιότερη Σύνοδος από πλευράς διοργανώσεως της «ανά την Οικουμένην Εκκλησίας»  προέβη σε μία πρωτογενή πρωτοβουλία με μία συνολική διοργάνωση της Εκκλησίας «ανά την Οικουμένη», ανά την Υφήλιο, με τρία ολιστικά καθοριστικά πεδία:
1) Θέσπισε Πατριαρχικές ετερότητες (Πατριαρχείο Πόλεως-Εκκλησία εδάφους)
2) Δημιούργησε συνολική συνοδική κοινωνία των κατά τόπους Εκκλησιών (5+1) και
3) Προέβλεψε και συγκρότησε εκκλησιολογικά τα Εξω-εκκλησιακά εδάφη (κ. 28/Δ΄).
Με την εκκλησιακή αυτή συγκρότηση, θέλησε η Εκκλησία, ήδη από το 451, να διατηρήσει παντού την εκκλησιολογική ενότητα και εδαφική μονοδικαιοδοσία, το διπλό απροϋπόθετο δηλ. συστατικό μίας τοπικής ή κατά τόπον Εκκλησίας. Έτσι, και για τις τρεις αυτές περιπτώσεις, η Οικουμενική Σύνοδος όρισε προκαθήμενο επίσκοπο. Για τις δύο πρώτες περιπτώσεις, η λειτουργικότητά τους μας είναι ιστορικά γνωστή και προφανής. Για την τρίτη περίπτωση, που εδώ μας ενδιαφέρει, ορίστηκε ένας επίσκοπος, για όλα τα Εξω-εκκλησιακά εδάφη συλλήβδην και με τρόπο αδιάτμητο, ακριβώς για να διατηρηθεί παντού «ανά την Οικουμένη» η εκκλησιολογική ενότητα και η εκκλησιακή εδαφική μονοδικαιοδοσία, έτσι ώστε, όταν τελείται στα εδάφη αυτά Θ. Λειτουργία-Ευχαριστία, να τελείται αυτή στο όνομα ενός επισκόπου , ακριβώς για να μην υπάρξει εκκλησιολογική διάχυση και σύγχυση . Η ιδιοτυπία του 28ου κανόνα συνίσταται ακριβώς στο γεγονός, ότι, με συνοδική απόφαση, παραχωρήθηκε η προεδρία της συνοδικής Πενταρχίας στον Πατριάρχη Ρώμης και στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως η αδιάτμητη εκκλησιολογική εποπτεία των Εξω-εκκλησιαστικών εδαφών: «υπερόριο δικαιοδοσία» μεν, αλλά κανονική, κάτι που αποτελεί ιστορικά μοναδική εξαίρεση στην Κανονική Παράδοση της Εκκλησίας, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν. Ακριβώς μετά από αυτήν την απόφαση, ιστορικά, προσέλαβε αυτός και την αντίστοιχη κανονική επωνομασία Οικουμενικός Πατριάρχης. Είναι ονομασία που απορρέει από αυτήν την πρόσθετη κανονική ιδιότητά του, και αυτός έδωσε και την ονομασία στο Πατριαρχείο Οικουμενικό - και όχι το αντίστροφο. Να υπενθυμίσουμε μόνον εδώ, ότι οι κανόνες γεννήθηκαν στην πρώτη χιλιετία, αλλά συνεχίζουν να λειτουργούν οντολογικά μέχρι σήμερα. Η λειτουργία τους, όμως, δεν στηρίζεται στο συναφειακό ιστορικό κέλυφος, αλλά στον εκκλησιο-κανονικό πυρήνα αληθείας που διατηρείται αναλλοίωτος και καλείται να προσλαμβάνει τα εκάστοτε νέα πολιτειακά δεδομένα με τις κοινωνικο-πολιτικές μεταλλαγές, που αυτά τα κανονικά δεδομένα επωχούν. Έτσι, οι κατανεμηθείσες συνοδικά ιδιότητες παραμένουν αναφαίρετες και τα κανονικά δικαιώματα απαράλλακτα. Εμφανίζεται, ωστόσο, σήμερα μία αδυναμία του Εκκλησιακού σώματος να θεολογήσει για την... και να κατανοήσει την νέα κατάσταση που εμφανίζεται μπροστά μας, στον ιστορικό ορίζοντα. Γι' αυτό και εμφανίζουμε συμπτώματα αυτοσχεδιασμού, υιοθέτησης θύραθεν κοινωνικο-πολιτικών πρακτικών και μεθόδων επίλυσης του προβλήματος, και συμπτώματα συσχηματισμού (κομφορμισμού) στον νυν αιώνα. Γι' αυτό και η ουσία του ζητήματος της «Διασποράς» και η λύση του βρίσκονται σε αχαρτογράφητα νερά!...
4. Κράτος-Έθνος (État-Nation) και Έθνος-Κράτος σε σχέση με τη «Διασπορά»
Ένα άλλο γεγονός που κατηγοριοποιεί διττά τη «Διασπορά» είναι το Εθνικό Κράτος προέλευσής της. Πράγματι, στα νεώτερα χρόνια, μετά τη Γαλλική επανάσταση (1789) και κάτω από την επίδραση της αρχής των Εθνοτήτων, δημιουργήθηκαν τα επονομαζόμενα Εθνικά Κράτη, σύμφωνα με το γνωστό γαλλικό μοντέλο: Κράτος-Έθνος. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι, πριν ακριβώς από αυτό το νεοπαγές μόρφωμα, στη Δύση έχουμε δημιουργία Κρατών που γίνονται Κράτη, μόνο και μόνο, για να μην υπάγονται στην παπική κυριαρχία, και όχι γιατί αποτελούσαν κάποια επί μέρους ξεχωριστή Εθνότητα. Αυτό ακριβώς το Κράτος στη συνέχεια διακηρύσσεται σε Κράτος-Έθνος. Είναι, επομένως, αλήθεια ότι η Γαλλική επανάσταση με το ψήφισμα της Συντακτικής Συνέλευσης της 27ης Αυγούστου 1789 διακήρυξε, ότι «η αρχή κάθε κυριαρχίας εναπόκειται ουσιωδώς στο Έθνος, και ουδεμία συσσωμάτωση [συλλογική οντότητα] και κανένα άτομο [ατομική οντότητα] δεν μπορούν να ασκήσουν εξουσία που δεν διατάσσεται ρητά από το Έθνος», καθώς «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Έθνος». Έτσι, το Κράτος απέκτησε έννοια δυνάμεως και έρχεται αυτό πλέον να ρυθμίσει κυριαρχικά και τα της Εκκλησίας. Τότε δόθηκε και το νεωτερικό έναυσμα της εθνικής αυτοσυνειδησίας με υπερτονισμό δομικών ιδιαιτεροτήτων έναντι των άλλων εθνοτήτων. Έτσι, ορίσθηκε το Έθνος ως πολιτική ενότητα: Κράτος-Έθνος, Κράτος δηλ. που έχει κατασκευασθεί με μία υπερτροφική κρατική αυθεντία, για να λειτουργεί ως Έθνος. Αυτό σημαίνει ότι, μετά από ένα διατεταμένο αυτοκρατορικό παρελθόν, δημιουργείται ένα νέο κρατικό μόρφωμα, το Κράτος, που στη συνέχεια, με οδηγό την αρχή των Εθνοτήτων, ανακηρύσσεται σε (κατασκευασμένο) συνταγματικό Έθνος [με καθοριστικό κριτήριο το jus soli], με τη σειρά, την προτεραιότητα και την προοπτική που δηλώνει ο ίδιος ο όρος: Κράτος-Έθνος. Αντίθετα, στην καθ' ημάς Ανατολή, ενώ το γαλλικό αυτό μοντέλο καρποφόρησε ως ιδεώδες στις εθνικές λαότητες της Βαλκανικής, δεν έχουμε ταυτόσημη δυναμική, αλλά, κατά ένα εντυπωσιακό τρόπο, την ακριβώς αντίθετη κατάσταση. Οι Βαλκανικές επαναστάσεις του 19ου αι. γέννησαν όντως την αντίθετη ακριβώς πραγματικότητα, αυτό που οι βαλκάνιοι - και μη - ιστορικοί λησμονούν συστηματικά: το Έθνος-Κράτος, δηλ. το «έθνος αίματος» [jus sanguinis], το Κράτος φυλετικής λαότητας με ιδιότυπο εθνικισμό, το φυλετικό Έθνος, που προϋπάρχει του Κράτους και αποκτά στη συνέχεια κρατική υπόσταση και γίνεται Κράτος με τη σύγχρονη έννοια, ακριβώς μετά την παρακμή και την αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την επιτυχή έκβαση των απελευθερωτικών κινημάτων, με αίτημα εκκλησιαστικής αυτονόμησης και ανεξαρτησίας αντίστοιχου εθνικού περιεχομένου. Επί πλέον, εάν στην περίπτωση του Κράτους-Έθνους (État-Nation) την αποκλειστική κυριαρχία του Κράτους την αποκαλούμε Κρατισμό, στην περίπτωση του Έθνους-Κράτους (Nation-État) θα πρέπει σαφώς να την διακρίνουμε από την πρώτη και να την αποκαλούμε Εθνο-κρατισμό.
Γι' αυτό, η διαφορετική αυτή και μάλιστα αντιθετική πραγματικότητα μας ενδιαφέρει εδώ άμεσα, σε ό,τι αφορά στην πραγμάτωση της Εκκλησίας. Και αυτό γιατί, στην πρώτη περίπτωση έχουμε Εθνικές Εκκλησίες (Κράτος-Έθνος), ενώ στη δεύτερη περίπτωση έχουμε ταύτιση εθνικής-φυλετικής ταυτότητας και θρησκευτικής ταυτότητας (όποιος είναι ορθόδοξος, είναι Έλληνας ή Σέρβος κλπ., ενώ όποιος δεν είναι ορθόδοξος, «είναι Τούρκος ή αλλόπιστος-αλλοεθνής»), και, συνεπώς, έχουμε εδώ σχεδόν ταύτιση Έθνους και Εκκλησίας με σαφώς - όχι Εθνικές αλλά - Εθνοφυλετικές Εκκλησίες [π.χ. Πατριαρχείο των Σέρβων, Ελλαδική Εκκλησία, Ρωσσική Εκκλησία, Ρουμανική Εκκλησία, όπου γης] (Έθνος-Κράτος). Η σύσταση Εθνοφυλετικών Εκκλησιών (Εκκλησία ≡ Έθνος-Κράτος) είναι και η περίπτωση των Ορθοδόξων στην Ανατολική Ευρώπη και ανά την Οικουμένη, δηλ. η υποφώσκουσα ή η, εν πολλοίς, ενεργή εκκλησιολογική αίρεση, ο εκκλησιολογικός Εθνοφυλετισμός, που επεχείρησε να βρει κανονικό έρεισμα, αλλά τον οποίο καταδίκασε ανεπιφύλακτα η επί τούτω συγκληθείσα Πανορθόδοξη Σύνοδος της Κωνσταντινουπόλεως στα 1872, διότι ακριβώς η αξίωση εκκλησιακού αυτοπροσδιορισμού των Βουλγάρων δεν θεμελιωνόταν σε υπαρκτή κρατική ετερότητα ή σε πολιτική ανεξαρτησία, αλλά μόνο στην εθνοφυλετική διαφορά. Και παρ' όλο ότι η Σύνοδος αυτή καταδίκασε παραδειγματικά και υποδειγματικά τον εκκλησιολογικό Εθνοφυλετισμό, ως ρατσιστικό εθνικισμό και εκκλησιολογικό Κουλτουραλισμό, από τότε μέχρι σήμερα είναι ακριβώς αυτός που κυριαρχεί στο ορθόδοξο στερέωμα και που γέννησε, που γεννά και που τροφοδοτεί καθοριστικά την εκκλησιακή «Διασπορά».
- Και εδώ καταγράφεται μία αντίφαση ολκής. Το σημαντικό και το σπουδαίο με εμάς τους Ορθοδόξους είναι, ότι είχαμε το θεολογικό σθένος, και μας τιμά αυτό όλως ιδιαιτέρως, να καταδικάσουμε συνοδικά τον εκκλησιολογικό Εθνοφυλετισμό ως αίρεση, σε αντίθεση με τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Προτεστάντες, που όχι μόνον δεν αντιλήφθηκαν μέχρι τότε και μέχρι σήμερα τον ομοειδή και ομόκεντρα ανελισσόμενο εκκλησιαστικό Κουλτουραλισμό (Ριτουαλισμός-13ος αι. και Κονφεσσιοναλισμός-16ος αι. αντίστοιχα) σε όλη τη διάρκεια της 2ης χιλιετίας, αλλά και βρίσκονται ακόμη πολύ μακριά αμφότεροι στο να τον καταδικάσουν συνοδικά και ιδίως να τον αποποιηθούν. Αλλά, ταυτόχρονα, το τραγικό με εμάς τους Ορθοδόξους επίσης είναι, ότι, ενώ στον 19ο αι. καταδικάσαμε αποφασιστικά τον εκκλησιολογικό Κουλτουραλισμό ως αίρεση, από τότε, εδώ και ενάμιση αιώνα περίπου, πράττουμε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που διακηρύξαμε και συμπεριφερόμαστε σύμφωνα με αυτό που συνοδικά καταδικάσαμε. Διότι, ο σύγχρονος εθνοφυλετισμός έχει δημιουργήσει μία αόρατη εν πολλοίς μεταλλαγή της νόμιμης εκκλησιακής τοπικότητας σε ένα προκάλυμμα για το εθνικό διασπαστικό πνεύμα. Και έτσι, τηρουμένων των αναλογιών αντιληπτικότητας και ενεργείας, βρισκόμαστε σε χειρότερη μοίρα από τους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Προτεστάντες στο θέμα αυτό. Παραλλάσσοντας λίγο τον κυριακό λόγο, η Εκκλησία θα έλεγε: «Ει μη είπον και ελάλησα αυτοίς [Ορθοδόξοις], αμαρτίαν ουκ είχον νυν δε πρόφασιν ουκ έχουσι περί της αμαρτίας αυτών» . Και γινόμαστε, έτσι, όλο και περισσότερο «θέατρο εν τω κόσμω» με τον εκκλησιολογικό Μονοφυλετισμό της συμπιληματικής Ορθόδοξής μας «Διασποράς». Αρκεί να ζήσει κανείς μόνο λίγο στους χώρους αυτής της «Διασποράς», όπου έχουμε, εν μέσω ετερόκλητων εθνολογικά πληθυσμών, το τραγικό εκκλησιολογικά φαινόμενο αμιγών Μονοφυλετικών Εκκλησιών, συνεδαφικών και παράλληλων, και να δει τον τρόπο της διοργάνωσής τους, και τότε θα κατανοήσει τον εκφερόμενο εδώ λακωνικό λόγο, ακριβώς διότι οι Ορθόδοξοι, από το 1870 και εντεύθεν, έχουν αποκτήσει τον ετρόκλητο εθισμό να προσεγγίζουν τον κόσμο με εθνοφυλετικές και κουλτουραλιστικές κατηγορίες...
  Κράτος-Έθνος  ↔  Έθνος-Κράτος
   (État-Nation)      (Nation-État)
   ↓      ↓
      κατασκευασμένο Έθνος            καταγωγικό Έθνος
        Συνταγματικό Έθνος              Φυλετικό Έθνος
       (jus soli)     (jus sanguinis)
   ↓      ↓
     Εθνικισμός   ↔          Εθνοφυλετισμός
   ↓      ↓
    Κρατισμός   ↔          Εθνο-Κρατισμός
   ↓      ↓
      Κυριαρχία           Ταύτιση
  Κράτους επί της Εκκλησίας            Έθνους-Εκκλησίας
   ↓      ↓
         Εθνική Εκκλησία  ↔   Εθνοφυλετική Εκκλησία
     (Δυτική κατηγορία στους Ρ/Κ & Π)        (Ιδιότυπη κατηγορία στους Ο/ΡΘ)
         ↓
            Εκκλησιολογικός Εθνοφυλετισμός
5. Συμπερασματικές σκέψεις και κριτικές Παρατηρήσεις
- [Εθνικισμός ή, καλύτερα,] Εθνοφυλετισμός και Εκκλησιολογία είναι δύο μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα σε όλα τα επίπεδα της ενδοκτισιακής έκφανσής τους. Όταν κυριαρχεί ο Εθνοφυλετισμός, μειοδοτείται η Εκκλησιολογία, και η Εκκλησία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε εκκλησιολογικό και κανονικό επίπεδο, κάτι που γίνεται εμφανώς ορατό, πιο ορατό από οπουδήποτε αλλού, στους χώρους της αποκαλούμενης αδίκως «Διασποράς». Ενώ, αντίθετα, όταν δίδεται προτεραιότητα στην Εκκλησιολογία, τότε η Εκκλησία σαρκώνεται προσληπτικά στους κόλπους ενός έθνους ή ενός λαού, σε συγκεκριμένο τόπο, με προσδοκίες σαφώς σωτηριολογικές, περιθωριοποιώντας κάθε διεργασία εθνοφυλετική, που συνεπάγεται αποκλειστικότητες καταργητικές της ίδιας της Εκκλησίας.
- Από την Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του 1872 και εντεύθεν, η Ορθόδοξη «Εκκλησία ανά την Οικουμένη» ζει σε όλη της την πληρότητα έναν κατάφωρο Εκκλησιολογικό Κουλτουραλισμό, αυτό δηλ. που καταδίκασε συνοδικά: η Ορθοδοξία έγινε προέκταση του Έθνους και, mutatis mutandis, η Εκκλησία έγινε αναλογικά προέκταση του Έθνους-Κράτους. Αυτό είχε (και έχει) ως συνέπεια, η Εκκλησιακή «Διασπορά», καθ' υπόδειξη του κάθε επί μέρους Εθνικού Πολιτειακού Κέντρου που έλεγχε (και ελέγχει) επισταμένως την Εκκλησία, άρχισε να οργανώνεται αυτή και κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση της Εθνικής Διασποράς, με την εξής αναλογική δομή:
Κράτος (Εθνικό Κέντρο) και Εκκλησία (συλλογική εθνική συσσωμάτωση)
- Κράτος → Εθνικό Κέντρο αναφοράς → Ευθύνη & νομική δικαιοδοσία επί των ομοεθνών Πολιτών → Περιοχή νομικής δικαιοδοσίας (ορθά) όλη η Οικουμένη
- Εκκλησία → Εκκλησιαστικό Κέντρο αναφοράς το Εθνικό Κέντρο → Ευθύνη & εκκλησιαστική δικαιοδοσία επί των ομοεθνών Ορθοδόξων → Περιοχή εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας (αντικανονικά) όλη η Οικουμένη
Το Κράτος παραμένει η «μόνη αρχή κάθε κυριαρχίας», ενώ η Εκκλησία συνιστά τον εντολοδόχο υλοποιητή του Εθνικού οράματος, όπου γης, ασκούσα «εκκλησιαστική δικαιοδοσία παγκοσμίου εμβελείας» (sic): η Εκκλησιακή «Διασπορά» διαμορφώνει πλέον την Παγκόσμια Εθνική Εκκλησία, ένα νέο και αυγάζον εκκλησιο-κανονικό πρόβλημα: τον Εκκλησιακό Παγκοσμισμό
Όπως καθίσταται προφανές, για τους Ορθοδόξους πιστούς κάθε Κράτους, έχοντος στους κόλπους του Εθνική Ορθόδοξη κατά τόπον Εκκλησία, όταν αυτοί διαβιούν εκτός των εθνο-κρατικών ορίων στους τόπους της Διασποράς, η υπαγωγή τους σε Εκκλησία, εκκλησιο-κανονικά ομιλώντας, γίνεται με μία μορφή ετεροκεντρισμού και ετεροαναφοράς. Αυτός ο εκκλησιακός ετεροκεντρισμός και αυτή η εκκλησιαστική ετεροαναφορά είναι μία βασική πρακτική γενεσιουργός αιτία δημιουργίας του προβλήματος. Αυτή, όμως, είναι η πρακτική αιτία. Υπάρχει, ωστόσο, μία κύρια και πρώτιστη γενεσιουργός αιτία, και αυτή είναι η υιοθετούμενη εθνοφυλετική εκκλησιολογία που βρίσκεται πίσω από αυτή την πρακτική και που εμφαίνεται στο παραπάνω σχήμα δομής και ενάσκησης της εκκλησιακής δικαιοδοσίας στους χώρους της κατασκευασμένης εκκλησιαστικής «Διασποράς», για να εξυπηρετεί, - όχι την εσχατολογική πορεία της Εκκλησίας, αλλά - ποικιλότροπα, τα εθνικά και πολιτικά συμφέροντα του εκάστοτε Εθνικού Κέντρου. Όσο πιο γρήγορα συνειδητοποιηθεί από όλους μας η αποκλίνουσα αυτή ειδεχθής κατάσταση, τόσο πιο γρήγορα θα αρχίσει να αυγάζει η λύση του προβλήματος της «Διασποράς» που εξετάζουμε εδώ.
- Εκκλησιολογικός Εθνοφυλετισμός και Εκκλησιαστική «Διασπορά» είναι οι δύο όψεις του αυτού νομίσματος και η σχέση τους είναι σχέση αιτίου και αιτιατού, με τον Εθνοφυλετισμό να τροφοδοτεί σταθερά και μόνιμα τη «Διασπορά». Ο συσχετισμός τους θα μπορούσε εδώ να χαρακτηρισθεί ενδεικτικά και με απόλυτη ταυτοσημία με τον αποστολικό λόγο που λέει, ότι ο Εθνοφυλετισμός είναι «ο φλογίζων τον τροχόν της γενέσεως [εκκλησιολογικός Μονοφυλετισμός] και φλογιζόμενος υπό της γεέννης [«Διασπορά»]» .
- Ο Εκκλησιολογικός Κουλτουραλισμός, που μεσουράνησε και κυριάρχησε σε σύνολη τη 2η χιλιετία σε Ρωμαιοκαθολικούς (Ριτουαλισμός-13ος αι.), Προτεστάντες (Κονφεσιοναλισμός-16ος αι.) και Ορθοδόξους (Εθνοφυλετισμός-19ος αι.), μας προετοιμάζει με μαθηματική ακρίβεια για ένα καινοφανές εκκλησιο-κανονικό πρόβλημα που άρχισε ήδη να αυγάζει στο τέλος της 2ης και στην αρχή της 3ης χιλιετίας, και θα είναι το κυρίαρχο πρόβλημα (μαζί με τα ανθρωπολογικά προβλήματα, τα οποία ξέσπασαν προσφάτως και τίθενται προκλητικά για τη Θεολογία) της χιλιετίας αυτής, που θα ολοκληρώσει το έργο διάσπασης της Εκκλησίας: ο Εκκλησιαστικός Παγκοσμισμός. Αυτός εκδηλώθηκε ήδη στους Ρωμαιοκαθολικούς (1870-2006) και στους Προτεστάντες (2ο ήμισυ του 20ού αι.). Το σύμπτωμα αυτό του παγκοσμισμού άρχισε να εκδηλώνεται πλέον πασιφανώς και στους Ορθοδόξους (έναρξη με επίσημες καταστατικές εκδηλώσεις: Κύπρος-1980, Ρωσσία-1988 [& 2000] και Ρουμανία-2010, με προσδιορισμένη στη συνέχεια έξαρση αμέσως μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου-1990 και εντεύθεν). Και έτσι, για μία ακόμη φορά ο παρονομαστής σε όλους τους «διαφορετικούς» ομολογιακά Χριστιανούς, όπως και στον Εκκλησιαστικό Κουλτουραλισμό, είναι κοινός!... Και επί πλέον, σε εμάς τους Ορθοδόξους, ο Εκκλησιολογικός Παγκοσμισμός, πριν να φθάσει στην έκδηλη ολοκλήρωσή του, θα έχει μέχρις εκεί ως οχηματαγωγό μέσο την Εθνοφυλετική Εκκλησιακή «Διασπορά»...
* * * * * * *
Τέλος, εάν αυτό που εξετάζουμε εδώ σήμερα, το συνδέσουμε συγκριτικά με τη μαρτυρία που (καλείται να) δίδει η Ορθόδοξη Εκκλησία, η Εκκλησιακή Ορθοδοξία, είμαστε σε θέση πολύ εύκολα να καταλάβουμε, ότι αυτή η Ορθοδοξία, που συνδέθηκε με αυτό που αποκαλούμε θεολογικά και οντολογικά "μαρτυρία ζωής" στη σύνολη πτωτική ανθρωπότητα, «ίνα ζωήν [αιώνιον] έχωσι και περισσόν έχωσιν» , δεν έχει καμμία σχέση με την Εθνοφυλετική Ορθοδοξία, η οποία, όχι μόνον οντολογική μαρτυρία ζωής δεν δίδει σε αυτούς τους χώρους της «Διασποράς», αλλά, αντίθετα, εμφανίζει μία πτωτική διάσπαση, για την οποία δίδει σοβαρά την εντύπωση, ότι αδυνατεί να ανταπεξέλθει με μία οντολογική πρωτοβουλία που να υπερβεί αυτή τη διάσπαση με την εν Χριστώ ενότητα και να ποδηγετήσει την πτωτική ανθρωπότητα σε μία συνολική αδιάτμητη πρόσληψη και στη Βασιλεία των Εσχάτων.

Ο π. Γρηγόριος Παπαθωμάς είναι καθηγητής στην Θεολογική Σχολή Αθηνών.

**  Volos Academy for Theological Studies: Εκκλησιολογία και Εθνικισμός στη μεταμοντέρνα εποχή [από τις 24 έως τις 27 Μαΐου 2012].

ΠΗΓΗ: Ημ. Δημοσίευσης: May 30, 2012, http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=9495

Χρεωκοπία - οι ρίζες της βρίσκονται στο 1974


Η μεταπολιτευτική δημοκρατία γεννήθηκε πάνω στα ερείπια μιας μεγάλης εθνικής καταστροφής, την οποία ξεπερνά σε σημασία μόνο ο ξεριζωμός του Ελληνισμού της Ιωνίας, του Πόντου και της Ανατολικής Θράκης. Οι μέρες που διάγουμε σηματοδοτούν την οριστική κατάρρευση της μεταπολίτευσης, υπό το βάρος της οικονομικής χρεωκοπίας της χώρας. Όμως, πολύ πριν χρεωκοπήσει οικονομικά, η μεταπολιτευτική μας δημοκρατία είχε χρεωκοπήσει ηθικά. Η σημερινή της κατάρρευση, μέσα σε μία ατμόσφαιρα σήψης, αποσύνθεσης και ηθικής παρακμής, ήταν προδιαγεγραμμένη και έχει σε μεγάλο βαθμό τις ρίζες της σε εκείνο το μαύρο καλοκαίρι του 1974. Την προδίκασε η αδυναμία της, ή ακριβέστερα η συνειδητή της άρνηση, να αποκαθάρει το άγος του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής και να αποδώσει δικαιοσύνη για την Κυπριακή Τραγωδία. Τιμωρώντας όσους άνοιξαν την Κερκόπορτα στο Πεντεμίλι της Κυρήνειας και τιμώντας όσους προέταξαν τα στήθη τους, υπερασπιζόμενοι τέσσερις χιλιάδες χρόνια ελληνικής ιστορίας στο νησί του Ευαγόρα.

Δεν υπάρχει τίποτα το μεταφυσικό σε αυτή τη διαπίστωση. Ούτε η μοίρα της ελλαδικής κοινωνίας το είχε γραμμένο – για όσους την θεωρούν πλοηγό της ζωής, ούτε ο Θεός μας τιμώρησε – για όσους πιστεύουν στην ύπαρξή Του. Απλά, η ηθική συγκρότηση μιας κοινωνίας, αποτελεί ασφαλή οδηγό και πρόκριμα για την κατάληξή της. Μία κοινωνία που ανέχτηκε τον ενταφιασμό της διερεύνησης των ευθυνών για μία τέτοια εθνική καταστροφή, ήταν θέμα χρόνου να συναντήσει την επόμενη. Τριάντα πέντε (και κάτι) χρόνια μετά, είναι ασήμαντος ιστορικός χρόνος. Θα μπορούσε να είχε συμβεί αργότερα, ή και νωρίτερα, ήταν όμως νομοτελειακό πως η κατάρρευση θα ερχόταν. Τα συμπτώματα της Ύβρεως που διαπράχθηκε ήσαν πολλά και εξόφθαλμα αλλά και το δέλεαρ που έπεισε το κοινωνικό σώμα να ανεχθεί τη συγκάλυψη, κι αυτό ήταν ευδιάκριτο.

Η Ύβρις υπήρξε τεράστια, ανήκουστη. Κανείς δεν τιμωρήθηκε για την ανείπωτη Τραγωδία! Οι στρατηγοί, ναύαρχοι, πτέραρχοι, και ό,τι άλλο τέλος πάντων ήταν τότε, που σχεδίασαν και εκτέλεσαν το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου (ή δεν έκαναν τίποτα για να το εμποδίσουν, αρκούμενοι στο να μιλούν με τους Αμερικανούς και τον ξένο «παράγοντα»), έζησαν – ή ζουν ακόμα – εν τιμή, απολαμβάνοντας τίτλους, συντάξεις και προνόμια. Όσοι ολιγώρησαν μπροστά στον εισβολέα (ενώ ίσως είχαν αποδειχθεί «λιοντάρια» στο πραξικόπημα), δεν ελέγχθηκαν ποτέ. O θλιβερός θίασος που υποδυόταν την «ελληνική κυβέρνηση» κατά το πραξικόπημα και την πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής, δεν αντιμετώπισε ποτέ τη δικαιοσύνη. Οι πολιτικοί άνδρες που ανέλαβαν τα ηνία στις 23 Ιουλίου, δεν έδωσαν ποτέ εξηγήσεις για όσα έκαναν ή, το κυριότερο, παρέλειψαν να κάνουν, για να υπερασπιστούν την μεγαλόνησο από την ολοφάνερα επικείμενη δεύτερη φάση των επιχειρήσεων.

Απεναντίας, όσοι ρίχτηκαν στις 20 Ιουλίου στον αγώνα, με το πάθος που πραγματικά ταίριαζε σε όσους αξιώθηκαν τέτοια τιμή, υβρίστηκαν, συκοφαντήθηκαν και αφέθηκαν ανενδοίαστα στη λήθη, στην αδιαφορία και στην απαξίωση. Και όσοι από αυτούς είχαν την ατυχία να απωλέσουν τη σωματική τους αρτιμέλεια ή την ψυχική και σωματική τους υγεία, υπέστησαν απίστευτους εξευτελισμούς από τη μεταπολιτευτική μας δημοκρατία. Οι νεκροί, οι τραυματίες, οι αγνοούμενοι, οι πρόσφυγες, τα ορφανά, οι κακοποιημένες γυναίκες της εισβολής, αφέθηκαν να ξεχαστούν. Τι τύχη είχε μία δημοκρατία που διαπράττει τέτοια ανομία; Δεν ήταν φανερό πού θα κατέληγε;

Η Κυπριακή Τραγωδία του 1974 δεν είναι όμως ένα οποιοδήποτε γεγονός. Πρόκειται για μία πολιτικο-στρατιωτική ήττα που σημαδεύει ανεξίτηλα την Ιστορία του Έθνους και υποθηκεύει το μέλλον του Ελληνισμού σε μία πανάρχαια κοιτίδα του. Τι είδους δημοκρατία είναι αυτή που αρνείται να διερευνήσει τα αίτια ενός τέτοιου εφιάλτη, επικαλούμενη πως θα διαταραχθούν οι σχέσεις της χώρας με τον «ξένο παράγοντα»; Τι είδους κοινωνία είναι αυτή που ανέχεται, λιγότερο από δεκαπέντε χρόνια μετά την τραγωδία, υποκριτικό «άνοιγμα» του φακέλου της Κύπρου για να εξυπηρετηθούν εκλογικές σκοπιμότητες της στιγμής; Δεν της αξίζει να καταρρεύσει μέσα στη γενική καταισχύνη;

Μία δημοκρατία που αφήνει άταφους και λησμονημένους τους ήρωές της και ατιμώρητους τους υπεύθυνους μίας ιστορικής καταστροφής, επειδή «…ανακύπτει κίνδυνος να προκύψουν γεγονότα ικανά να διαταράξουν τας διεθνείς σχέσεις της Ελλάδος μετ’ άλλων κρατών…», δεν έχει προδιαγράψει το μέλλον της; Δεν ήταν φανερό πως η κοινωνία της θα άκουγε κάποτε έναν gauleiter από την Εσπερία να δηλώνει ωμά πως «η εθνική κυριαρχία των Ελλήνων θα περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό»;

Ξέρω πως πολλοί θα καγχάσουν με όσα υποστηρίζει αυτό το σημείωμα. «Τι σχέση έχει», θα πούν, «η οικονομική μας χρεωκοπία, με τα όσα έγιναν το καλοκαίρι του 1974»; “It’s the economy stupid!”, θα φωνάξουν οι γιάπηδες του LSE και του Harvard. Ποιά Κύπρος; Εδώ μιλάμε για ΑΕΠ, spreads, CDS, το διογκωμένο δημόσιο, τα swaps, τι είναι αυτά που μας λές; Πικρό και παγωμένο θα είναι όμως το γέλιο τους. Γιατί όλοι ξέρουμε πως μία κοινωνία χρεωκοπεί οριστικά, μόνο όταν διαλυθεί το σύστημα αξιών της. Αυτό είναι που της επιτρέπει να σταθεί όρθια και να αντέξει φυσικές και οικονομικές καταστροφές, πολέμους, αναποδιές και δυστυχίες. Η ελλαδική κοινωνία υπονόμευσε το σύστημα αξιών της, όταν απέστρεψε το πρόσωπο από την κυπριακή τραγωδία, για να κυνηγήσει την επίπλαστη οικονομική ευμάρεια της μεταπολίτευσης. Και τώρα είναι γονατισμένη και ανίκανη να αντιδράσει. Θα στοιχημάτιζε κανείς, έστω και μία πεντάρα, πως η ελλαδική κοινωνία έχει τη δύναμη να αντέξει μία πτώχευση; Γιατί, το δίλημμα του αν μπορεί να αντέξει κάτι πιο επώδυνο (όπως π.χ. την ανάγκη να υπερασπιστεί ενόπλως την ανεξαρτησία και την ακεραιότητά της), αρνούμαι ακόμη και να το εκφέρω ....

Πιστεύω πως η προσπάθεια που έκανε η κοινωνία μας να αποστρέψει το πρόσωπο από (τις ευθύνες της και το χρέος της προς) την Κύπρο, οδήγησε σε καταστάσεις περίεργες. Η πολιτική μας ηγεσία, γιορτάζει κάθε χρόνο στις 24 Ιουλίου την επάνοδο της Δημοκρατίας, με μία glamorous (παλαιότερα τουλάχιστον) δεξίωση της Προεδρίας. Η δεξίωση αυτή και ο χρόνος τέλεσής της, ενσαρκώνει την τραγωδία που ανεπίγνωστα μάλλον, έζησε η δική μου γενιά – η γενιά της μεταπολίτευσης, των σημερινών πενηντάρηδων. Ποτέ δεν κατάφερα να συνέλθω από την διαπίστωση πως την ώρα εκείνη, της 23ης Ιουλίου του 1974, που εγώ ανέμιζα μία σημαία στην Αθήνα πανηγυρίζοντας για την κατάρρευση της δικτατορίας, κάποια παιδιά της γειτονιάς μου, της πόλης μου, του συγγενικού μου κύκλου, της διπλανής πόρτας τελικά, πέθαιναν μαχόμενοι στην Κυπριακή Γή, σε μία μάχη αισχρά προδομένη.

Την ίδια ακριβώς ώρα που εγώ ανέμιζα τη σημαία και όλοι γύρω μου πανηγύριζαν, στην Κύπρο, η ΕΛΔΥΚ υπερασπιζόταν το στρατόπεδό της και τα όπλα της έπαιρναν φωτιά. Η ελλαδίτικη Α’ Μοίρα Καταδρομών έθαβε 30 καρβουνιασμένα παλικάρια, θύματα της γελοιότητας αυτών που δεν λογοδότησαν ποτέ, και έπαιρνε θέση για τη μάχη που κράτησε ελεύθερο το αεροδρόμιο της Λευκωσίας. Η 33η Μοίρα Καταδρομών είχε παραδώσει στην αγκαλιά του Πενταδάκτυλου τον Ταγματάρχη Κατσάνη και στην Αθανασία τους 120 αξιωματικούς και καταδρομείς της που προσπάθησαν να κλείσουν με τα κορμιά τους το ρήγμα της Κυρήνειας, από όπου έμπαινε σιδερόφρακτος πια ο Αττίλας. Η 31η Μοίρα Καταδρομών αγρυπνούσε φυλάγοντας τη ρημαγμένη Κυπριακή Γή, ανασταίνοντας με τη λαμπρή της δράση από τον Πενταδάκτυλο ως το Πυρόι, το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων του Πλαστήρα. Και η Δόξα μελετούσε το ανάστημα του Παύλου Κουρούπη, του Ελευθέριου Τσομάκη και των λαμπρών συμμαχητών τους, που διάλεξαν να στοιχειώσουν την Κυρήνεια με τη θυσία τους, παρά να φύγουν. Εμείς όμως στην Αθήνα, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, τίποτα από αυτά δεν γνωρίζαμε και τίποτα από αυτά δεν φαινόταν να μας νοιάζει. Το πανηγύρι της Μεταπολίτευσης, μόλις είχε ξεκινήσει. Δεν το σταματούσε ούτε η κλαγγή των όπλων, ούτε ο ορυμαγδός της μάχης από τη μαρτυρική Κύπρο. Δεν το σταμάτησε ούτε ο Αττίλας ΙΙ. Μόνο τώρα πια σταματάει, μάλλον με τον τρόπο που του άξιζε ....

Θα πρότεινα στο σημείο αυτό, πριν αποτιμήσει ο αναγνώστης τα όσα έγραψα σε αυτό το σημείωμα, να κάνει λίγο ακόμα υπομονή, και να γυρίσει τη ματιά του 80 χρόνια πίσω, για να κάνει μία σύγκριση. Για να σκεφτεί, αν ο ισχυρισμός του σημειώματος αυτού πως η ρίζα της χρεωκοπίας βρίσκεται στην απροθυμία της ελλαδικής κοινωνίας να αποκαθάρει το άγος του 1974, έχει κάποια βάση. Το Σεπτέμβρη του 1922, φαινόταν να καταρρέει όχι μόνο η «Μεγάλη Ιδέα» αλλά ολόκληρο το Ελληνικό Κράτος. Τελείωνε με το χειρότερο δυνατό τρόπο μία πολεμική περιπέτεια δέκα ετών. O διπλασιασμός της εδαφικής έκτασης της χώρας (1912-13) κινδύνευε να εξανεμιστεί από την οδυνηρή ήττα στη Μικρά Ασία, που έθετε σε κίνδυνο την ύπαρξη του Έθνους. Τα πάντα κατέρρεαν. Τα θλιβερά απομεινάρια μιας ένδοξης Στρατιάς διέρρεαν σε αποσύνθεση, μαζί με πλήθη προσφύγων που ετοιμάζονταν να περάσουν το Αιγαίο και να έλθουν στην ηπειρωτική Ελλάδα.

Ας κάνει τώρα ο αναγνώστης ένα μικρό χρονικό άλμα: μόλις 18 χρόνια μετά, και μάλιστα ύστερα από μία περίοδο ανώμαλου πολιτικού βίου και αλλεπάλληλων στρατιωτικών κινημάτων, μία επίσημη χρεωκοπία (1932) και μία τετράχρονη δικτατορία, το ίδιο Έθνος έγραφε την εποποιία του ’40, γονατίζοντας κυριολεκτικά (τη μία) και ηθικά (την άλλη), δύο αυτοκρατορίες της εποχής. Πώς επετεύχθη αυτό; Θα είχε συμβεί αν δεν είχε αποκαθαρθεί το άγος της Μικρασιατικής Καταστροφής με την δίκη και την εκτέλεση των 6; Θα είχε καταφέρει χωρίς αυτή την κάθαρση, η ηγεσία της εποχής, να συγκροτήσει τη Στρατιά του Έβρου και να επιτύχει τους όρους της Λωζάνης; Θα είχε σταθεί όρθιο το Έθνος; Αμφίβολο. Του «Έθνους η ειμαρμένη» απαίτησε Κάθαρση. Τιμωρία. Για κάποιους ίσως άδικα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς.

Ας συγκρίνει λοιπόν τώρα ο αναγνώστης, το τότε και το σήμερα. Η φτωχή, ηττημένη, ταπεινωμένη Ελλάδα του 1922, μετά την Κάθαρση της Μικρασιατικής Τραγωδίας στάθηκε στα πόδια της και ανάγκασε 18 χρόνια μετά όλη την οικουμένη να υποκλιθεί στο μεγαλείο της ελληνικής ψυχής. Αντίθετα, η ευημερούσα Ελλάδα του 1974, «ταϊστηκε» με «δημοκρατία», «σοσιαλισμό» και «οικονομική ανάπτυξη», και αγνόησε την ιστορική αναγκαιότητα και την αδήριτη εσωτερική ανάγκη του κοινωνικού σώματος για τιμωρία των ενόχων της Κυπριακής Τραγωδίας. Τριάντα επτά χρόνια μετά, και αφού είδε να περνά μπροστά της τόσος πλούτος όσος ίσως δεν είχε εμφανιστεί σε καμμία άλλη περίοδο του ελεύθερου βίου της, η Ελλαδική κοινωνία καταρρέει παταγωδώς. Καταρρέει, βασανιστικά και εξευτελιστικά, περίγελως των Εθνών της Γης. Μη έχοντας ηθική πυξίδα, εκμαυλισμένη και αποπροσανατολισμένη, διαλύεται αδυνατώντας να βρεί στήριγμα στην εθελόδουλη μεταπολιτευτική πολιτική elite, αλλά και στη γελοία, νεο-πλουτίστικη οικονομική elite (της οποίας οι «εκλεκτοί», κάποτε διασκέδαζαν εκτοξεύοντας αλλήλοις αστακούς, σε εκείνα τα «υπέροχα» καλοκαιρινά μυκονιάτικα parties της περιόδου του Χρηματιστηρίου, έξοχα δείγματα της αισθητικής μιας μεταπολίτευσης που οικοδομήθηκε πάνω στα ερείπια του Κυπριακού Ελληνισμού).

Μετά από αυτή την ιστορική αντίστιξη, ας καγχάσει όποιος θέλει για το περιεχόμενο αυτού του άρθρου. Αν μπορεί, φυσικά. Οι σκιές του Κυπριακού καλοκαιριού του 1974, και το βλέμμα εκείνου του αγοριού μπροστά στον τοίχο που κραυγάζει μέσα στην εκκωφαντική σιωπή της φωτογραφίας «Κανένας δεν ξεχνά, Τίποτα δεν ξεχνιέται!» θα στοιχειώνουν για πάντα τις μέρες μας. Η Κύπρος τιμωρεί διαχρονικά και αυτούς που «εμήδισαν», και αυτούς που την ξέχασαν. Μάλλον, δεν θα καταφέρουμε να μάθουμε με σιγουριά αν κάποιοι «εμήδισαν», απλά το υποπτευόμαστε. Σίγουρα όμως, η ελλαδική κοινωνία επέλεξε να ξεχάσει. Αλλά, όπως μαρτυρά ο σοφός λαός, όπως στρώνει κανείς, έτσι κοιμάται.

www.istorikathemata.com

Το αίνιγμα της βυζαντινής μακροβιότητας, αλλά και του τέλους της


Θεόδωρος Ι. Ζιάκας
Το Βυζάντιο (η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης: η Ρωμανία) παραμένει σημείο αντιλεγόμενο. Η μακροβιότητά του μοιάζει ιστορικό αίνιγμα άλυτο, όπως επίσης και η παρακμή του. Η δυσκολία να έχουμε μια συνεκτική θεώρηση δεν είναι μόνο «αντικειμενική». Είναι και ο δικός μας υποκειμενισμός: οι αξιώσεις της δικής μας αυτοσυντήρησης, που λειτουργούν ως αφανές καθοριστικό πρόταγμα των όποιων προσεγγίσεών μας.
Αν, ας πούμε, είμαι ένας κατεστημένος ακαδημαϊκός ιστορικός, πόσο εύκολο μου είναι να δώσω έμφαση σε στοιχεία, από τα οποία θα κινδύνευε να βγει το συμπέρασμα ότι οι σύγχρονες αξίες μας δεν στέκουν και τόσο καλά; Ή για να το κάνουμε πιο απτό: Πόσο εύκολα μπορώ, ως δημοκράτης, να αναγνωρίσω ότι η στρατιωτική μοναρχία ήταν αυτές τις εποχές «καλύτερο» πολίτευμα από τη δημοκρατία και να σχετικοποιήσω έτσι αυτή την τόσο ζωτική για μας πολιτειακή μορφή; Πόσο εύκολα μπορώ, αν είμαι «νεοφιλελεύθερος», να μη φορτώσω όλα τα κακά του Βυζαντίου στον κρατισμό του, παραβλέποντας ότι χωρίς τον κρατισμό δεν θα υπήρχε καν ρωμαϊκή αυτοκρατορία; Αν είμαι οπαδός του «κοινωνικού κράτους», πόσο εύκολα μπορώ να μην αποδώσω τη βυζαντινή αποσύνθεση στη δράση των «φεουδαρχών»; Τέλος, αν είμαι οπαδός του μακαρία τη λήξει «ελληνο-χριστιανισμού», πόσο εύκολα μπορώ να μην τα φορτώσω όλα στους «ξένους»;
Η εικόνα που σχηματίζεις για τον «άλλο» ποτέ δεν μπορεί να ξεπεράσει αυτό που είσαι. Εκτός και αν αυτό που είσαι έχει ως άξονα την αναγνώριση του «άλλου» -ένα πρότυπο το οποίο βρίσκεται στους αντίποδες του νεωτερικού μας πολιτισμού. Ζώντας, τέλος, στην εποχή του μεταμοντέρνου σχετικισμού, πόσο είναι δυνατόν να  γνωρίζουμε ότι η «φυσική» αλλεργία μας απέναντι στις «μεγάλες αφηγήσεις» δεν είναι και τόσο φυσιολογική; 
Η παραδοσιακή νεωτερική θέση είναι σαφής: Επικεντρώνεται στα στοιχεία της «παρακμής και πτώσης της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» στη γραμμή του Γίβωνα. Τα γενικεύει και κατασκευάζει απ’ αυτά την «ουσία» του βυζαντινού πολιτισμού: πνευματικός σκοταδισμός και ανατολικός δεσποτισμός. Δικαιώνει έτσι αναδρομικά και τη θεμελίωση του νεοελληνικού μας κράτους στους νεωτερικούς αντίποδες του τρισβάρβαρου εκείνου πολιτισμού. Τώρα όμως, που ο εκδυτικισμός μας ολοκληρώθηκε, αυξάνουν παραδόξως οι ενστάσεις. Οι αποτιμήσεις μας, πιο επιφυλακτικές, αλλά και πιο εμπεριστατωμένες, φέρνουν στην επιφάνεια την "ταπεινή συνειδητοποίηση της αντίφασης μεταξύ πίστης και αβεβαιότητας", που χαρακτήριζε τον βυζαντινό κόσμο, σύμφωνα με τον βρετανό βυζαντινολόγο Στήβεν Ράνσιμαν. -Αντίφαση που έκανε τη χριστιανική Δύση να βλέπει ως "ανειλικρινή" την επιδίωξη των βυζαντινών να υλοποιήσουν το χριστιανικό ιδανικό και ως "προσχηματική" την εκ μέρους τους επίκληση της ανθρωπίνης αδυναμίας (αμαρτωλότητας). Στην πεποίθηση των βυζαντινών για τον τραγικό και σκιώδη χαρακτήρα των ανθρωπίνων υποθέσεων, η νεωτερική προκατάληψη αναγνωρίζει ανατολικές-αρνησίκοσμες αντιλήψεις, απολογητικές ενός απαράδεκτα ιεροποιημένου δεσποτισμού.
Οι γιβωνικές απόψεις ξεκινούν από την παραδοχή ότι οι ρωμαίοι κληροδότησαν στους βυζαντινούς μια τρομερή υπερδύναμη, απέναντι σε βαρβάρους των οποίων τα μέσα ήταν πρωτόγονα και ασήμαντα. Το στοιχείο της «υπερδύναμης» εξηγεί τη μακροβιότητα του κληροδοτήματος, ενώ η αρχική ασημαντότητα των βαρβάρων κατακτητών του πιστοποιεί την αθλιότητα των γραικύλων κληρονόμων. Όπερ έδει δείξαι.
Ο αντίλογος στις γιβωνικές απόψεις ξεκινά από την αναίρεση του μύθου περί «κληρονομημένης υπερδύναμης»: «Η ιδιαιτερότητα της βυζαντινής περίπτωσης πηγάζει από τον συνδυασμό τριών στοιχείων, Πρώτον, το Βυζάντιο αντιμετώπιζε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του τουλάχιστον μία δύναμη στρατιωτικά ισχυρότερή του, και ενίοτε περισσότερες από μία. Δεύτερον, το Βυζάντιο υπήρξε παρά ταύτα η μακροβιότερη πρωταγωνιστική δύναμη στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Τρίτον, κατόρθωσε να εξαπλώσει τον πολιτισμό του σε μεγάλες απολίτιστες ή ημιβάρβαρες περιοχές του ευρύτερου περιβάλλοντός του με συνέπειες που συνεχίζουν σήμερα να επηρεάζουν τις πολιτισμικές παραδόσεις ενός σημαντικού μέρους της ευρασιατικής ηπειρωτικής μάζας.» (Χαράλαμπος Παπασωτηρίου, Η βυζαντινή υψηλή στρατηγική, σ. 292. Ποιότητα, Αθήνα 1999.)

Η ικανότητα του βυζαντινού κράτους να διατηρεί επί μακρόν τη συνολική διαφορά ισχύος, έναντι των εξωτερικών εχθρών του, διασφαλιζόταν από μια υψηλή στρατηγική στρατιωτικής ανάσχεσης-επέκτασης, συμμαχιών, εξαγορών, εξισορροπήσεων και κατευνασμών, η ανάλυση των οποίων δείχνει ότι συνδύαζε μια άκαμπτη στρατηγική εμμονή σε έναν σταθερό πυρήνα οικουμενικών αξιών και μια αξιοσημείωτη ευελιξία στο επίπεδο της τακτικής. 
Ο σταθερός άξονας ήταν η πίστη του στην οικουμενικότητα των αξιών του Ορθόδοξου χριστιανικού πολιτισμού και στην οικουμενικότητα της αποστολής του ρωμαϊκού κράτους, ως φορέα διαφύλαξης και διάδοσης του πολιτισμού αυτού. Θεωρούνταν αυτονόητο ότι ο αυτοκράτωρ των Ρωμαίων, λόγω της υψηλής οικουμενικής αποστολής του,  ήταν η νομιμοποιητική πηγή κάθε άλλης εξουσίας στον κόσμο. Τοποθετώντας τον στην κεφαλή της Οικουμένης, η βυζαντινή υψηλή στρατηγική προωθούσε ένα καθεστώς διεθνούς νομιμότητας με κέντρο την Κωνσταντινούπολη. Πρόκειται γι’ αυτό που ο Ντ. Ομπολένσκι θα ονομάσει «βυζαντινή κοινοπολιτεία». (D. Obolensky, The Byzantine Commonwealth: Eastern Europe 500-1500, London – New York 1971.) Η συνέχεια της «βυζαντινής κοινοπολιτείας» και μετά την κατάρρευση του βυζαντινού κράτους, δείχνει τη σχέση της με τις αξίες του υποκείμενου πολιτισμικού σώματος.
Βάση της υψηλής στρατηγικής ικανότητας των βυζαντινών ήταν μια ακμάζουσα κοινωνία, ικανή να προσφέρει τη συναίνεσή της, για την κινητοποίηση του συνόλου των διαθέσιμων πόρων της, στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής στρατηγικής. Κινητήρας της δεν ήταν κάποιο αδρανές «κληροδοτημένο απόθεμα δύναμης», αλλά ο βυζαντινός πατριωτισμός. Που εκδηλώνεται π.χ. με την καθολική κινητοποίηση, επί βασιλέως Ηρακλείου και πατριάρχου Σεργίου (610-638), για την αντιμετώπιση της συνδυασμένης περσικής και αβαρικής επίθεσης. 
Η κοινωνική ακμή, η οποία κορυφώνεται την εποχή της Μακεδονικής δυναστείας, είναι η άλλη όψη του βυζαντινού πατριωτισμού και έχει, όπως παρατηρεί ο Σερ Έντουϊν Πήαρς ως ζωτική πηγή τον ελληνικό Κοινοτισμό, μαζί με τον Χριστιανισμό και το ρωμαϊκό Δίκαιο:
«Η οργάνωση της διακυβέρνησης της αυτοκρατορίας είχε βασιστεί στα συμπαγή θεμέλια του ρωμαϊκού διοικητικού συστήματος και της ελληνικής κοινοτικής αυτοδιακυβέρνησης. Από την επιλογή του Βυζαντίου ως πρωτεύουσας εκ μέρους του Κωνσταντίνου μέχρι το 1057, ο κυβερνητικός μηχανισμός είχε εργαστεί σταθερά και καλά. Ελάχιστες βίαιες αλλαγές είχαν επέλθει. Υπήρχε ασφάλεια της ζωής και της περιουσίας και καλή απονομή δικαιοσύνης –βασιζόμενη σε μια νομοθεσία που ναι μεν είχε εισαχθεί από τη Ρώμη, αλλά είχε αναπτυχθεί στην Κωνσταντινούπολη– ένα σύστημα που είναι το πληρέστερο που απεργάστηκε ποτέ ο ανθρώπινος νους, ένα σύστημα που αντέγραψε άμεσα ή υιοθέτησε η σύγχρονη Ευρώπη και που αποτελεί τη βάση των νομοθεσιών όλου του πολιτισμένου κόσμου. Ενώ η Νέα Ρώμη είχε με αυτό τον τρόπο προσφέρει στον κόσμο ένα σύστημα νόμων που ήταν πολύ περισσότερο προηγμένο από εκείνο της Πρεσβύτερης Ρώμης, η ίδια πόλη είχε αναπτύξει και διαμορφώσει τη χριστιανική θρησκεία. Ο χριστιανισμός και το Δίκαιο ήταν οι δεσμοί που συνέδεαν τα διάφορα τμήματα της αυτοκρατορίας. Υπήρχε, όμως, τουλάχιστον στο ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας, ένα πνεύμα που καθιστούσε τους κατοίκους των πόλεων και των επαρχιών αυτάρκεις και σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητους από την κεντρική κυβέρνηση. Άπαξ και οι κοινότητες προστατεύονταν από τους εξωτερικούς εχθρούς, δεν είχαν ανάγκη άλλης προστασίας. Επιθυμούσαν μόνο να αφεθούν μόνες τους, να τους επιτραπεί να επιδίδονται στο εμπόριο ή να καλλιεργούν τις γαίες τους χωρίς να παρενοχλούνται από την κυβέρνηση. Εν γένει, αυτή η επιθυμία γινόταν πραγματικότητα. Υπό την επίδραση της Ορθοδοξίας, του Ρωμαϊκού Δικαίου και του ελληνικού ατομικισμού, όπως ο τελευταίος αντανακλάται στο θεσμό της κοινοτικής αυτοδιακυβέρνησης, είχε σημειωθεί σταθερή πρόοδος που είχε διακοπεί ελάχιστες φορές. Δεν υπήρξε ποτέ στην Ευρώπη άλλη κυβέρνηση η οποία εξασφάλισε για τόσο μακρά περίοδο παρόμοια πλεονεκτήματα στους υπηκόους της.» (Έντουϊν Πήαρς: 1204, Η άλωση της Κωνσταντινούπολης, Εκδόσεις Στοχαστής, Αθήνα 2003, σσ. 23-26.) 
Η ανάλυση αυτή, για το πώς ο έλεγχος των συσχετισμών ισχύος εξαρτιόταν αποκλειστικά από την ομαλή λειτουργία των όρων της υψηλής στρατηγικής (στρατιωτική στρατηγική, οικονομική στρατηγική, διεθνής νομιμοποίηση, διπλωματία), ερμηνεύει τόσο τη βυζαντινή μακροβιότητα όσο και τη βυζαντινή παρακμή και πτώση, διότι ο όρος «βυζαντινή παρακμή» είναι απλώς μια διαφορετική ονομασία της εξάντλησης του βυζαντινού πατριωτισμού –του αληθινού κινητήρα της βυζαντινής ισχύος. 
Πράγματι. Οι κυριότεροι παράγοντες που μπορούσαν να προκαλέσουν ρήξη στην αμφίδρομη σχέση πατριωτισμού και υψηλής στρατηγικής, ήταν τρεις:
Ο πρώτος ήταν η στρατηγική υπερεπέκταση, δηλαδή η διάθεση περισσότερων πόρων για την αμυντική στρατηγική, απ’ όσο μπορούσε να αντέξει η κοινωνική συνοχή. Παράδειγμα: τα αναρίθμητα οχυρωματικά έργα του Ιουστινιανού και η προσπάθειά του να κρατήσει όπωσδήποτε την Ιταλία.
Ο δεύτερος παράγοντας ήταν η ενδεχόμενη εμφάνιση μιας άλλης οικουμενικής δύναμης, ισχυρότερης οικονομικά και με αντίστοιχης αποτελεσματικότητας εσωτερική νομιμοποίηση. Παράδειγμα: η ισλαμική δύναμη στην Ανατολή και η φραγκολατινική στη Δύση. 
Ο τρίτος παράγοντας ήταν η εσωτερική αντίθεση ανάμεσα στην αυτοκρατορική εξουσία και στις αποσυνθετικές-κεντρόφυγες τάσεις των Δυνατών. Περιεχόμενό της: το αν οι διαθέσιμοι πόροι θα διοχετεύονται στην υπηρεσία της αυτοκρατορικής στρατηγικής ή στον παρασιτισμό των Δυνατών (κεντρικών γραφειοκρατών και περιφερειακών γαιοκτημόνων). 
Σημειωτέον ότι ο βυζαντινός Δυνατός μοιάζει λιγότερο με τον δυτικό φεουδάρχη-ιππότη και περισσότερο με τον αρχαίο τύραννο, ο οποίος ταύτιζε την πόλη με τον Οίκο του. Το βλέπουμε στην «μεσαιωνική» περίοδο του Βυζαντίου, που αρχίζει με τον Αλέξιο Κομνηνό. Για τον ήρωα της Αλεξιάδας (έναν ρωμηό «ιππότη») η Αυτοκρατορία είναι ο Οίκος του. Την ίδια νοοτροπία έχει και ο κάθε Δυνατός, που προέκυψε από τη στρατηγική του παρατεταμένου αντιισλαμικού πολέμου. Το Θέμα του είναι ο δικός του Οίκος. Η ανάγκη κάποιας θέσμισης των σχέσεων μεταξύ των Δυνατών και όλων μαζί με τον πρώτο Δυνατό, τον Αυτοκράτορα, αντίστοιχης με τον φεουδαλικό κορπορατισμό που είχε αναπτυχθεί στη Δύση, δεν φαίνεται να διατυπώθηκε καν στο ύστερο Βυζάντιο.
Αντί για έναν ιεραρχημένο-λειτουργικό δεσποτισμό, το εξισωτικό πνεύμα της βυζαντινής κοινωνίας, παρακμάζοντας, έκλινε προς ένα καθεστώς τύπου αρχαίας τυραννίας. «Η διαφορά μεταξύ ελληνικού και δυτικού μεσαίωνος είναι, σ' αυτό το σημείο, ριζική.  Η βυζαντινή εξουσία ήταν μία και ενιαία, με πηγή της το "ιερόν παλάτιον". Κάθε άτομο, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσεως και ανεξαρτήτως της σπουδαιότητος του θέματός του, μπορούσε να παρουσιασθεί ενώπιον του αυτοκράτορος για να ζητήσει δικαιοσύνη ή συγγνώμη. Ο Κίνναμος, ιστορικός του 12ου αιώνος, σχολιάζει έκπληκτος την ιεραρχία των σταυροφόρων και προσπαθεί να καταλάβει πώς γίνεται κι ο καθένας είναι αφέντης σε κάποιον και ταυτοχρόνως υποτελής άλλου: πώς γίνεται, γράφει, κι ένας δούκας είναι αφέντης ενός κόμη και υποτελής σ' ένα βασιλιά, που κι αυτός μπορεί να είναι αφέντης του δούκα αλλά υποτελής σ' έναν αυτοκράτορα;» (Π. Δρακόπουλος, Κείμενα με σπασμένη ενότητα.).
Η ιεράρχηση ελευθέρων ατόμων ήταν ανέκαθεν αδιανόητη, για την πάντοτε εξισωτική ελληνική κουλτούρα. Σε αντίθεση με το δυτικό σχήμα της ιεραρχημένης ισορροπίας, όπου ο μονάρχης λειτουργούσε ως κυματοθραύστης και εξισορροπητής, το βυζαντινό εξισωτικό σχήμα (όλοι ίσοι έναντι του αυτοκράτορα) δεν άφηνε περιθώρια νόμιμης εποικοδομητικής ενσωμάτωσης των Δυνατών (οι οποίοι ήταν όμως μια αναπόδραστη πραγματικότητα). Αυτή η «παρενέργεια» του ελληνικού εξισωτισμού έκανε την τάξη των Δυνατών εντελώς αποσυνθετική για την Αυτοκρατορία. Ο παρασιτισμός των Δυνατών ήταν ένα είδος κοινωνικού βαμπίρ, το οποίο τρεφόταν από τη ζωτική της δύναμη: την κοινωνική συνοχή και συναίνεση.
Η αναγωγή της παρακμής και πτώσης στην αλληλενέργεια των τριών παραγόντων (στρατηγική υπερεπέκταση, άρση του ιστορικού μονοπωλίου της οικουμενικότητας, κοινωνικό βαμπίρ) είναι σαφώς επαρκέστερη ερμηνευτική πρόταση, από τη γιβωνική υπόθεση ότι μια μεγάλη κληρονομιά έπεσε στα χέρια διεφθαρμένων κληρονόμων. Η ιστορική ανάλυση δείχνει ότι το σφάλμα της στρατηγικής υπερεπέκτασης διαπράχθηκε, ότι νέες οικουμενικές δυνάμεις εμφανίστηκαν και ότι το βυζαντινό βαμπίρ κατέλαβε πράγματι την εξουσία από τον 11ο αιώνα κι έπειτα. Συνεπώς: Μια ολοκληρωμένη θεώρηση πρέπει να περιλαμβάνει και τα τρία θέματα: το αν θα μπορούσε το Βυζάντιο να αποφύγει τα σφάλματα υπερεπέκτασης, την εχθρότητα του ισλαμικού και του φραγκολατινικού πολιτισμού και την εσωτερική πτώση του στα χέρια των Δυνατών.
Με το πρώτο θέμα (σφάλματα στρατηγικής υπερεπέκτασης) δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε. Τέτοια σφάλματα «είναι μέσα στο πρόγραμμα» και έχουν το ελάττωμα να ανακαλύπτονται εκ των υστέρων. Το θέμα είναι αν υπήρχε εναλλακτική πρόταση, ποιος την εξέφρασε και τι θεσμικές δυνατότητες είχε (στα πλαίσια του αυτοκρατορικού δεσποτικού συστήματος) να την «παλέψει». 
Στο δεύτερο θέμα πρέπει αναμφίβολα να εμβαθύνουμε, αρκεί να μην ενδώσουμε σε εικοτολογίες, για το αν θα μπορούσαν ή όχι να αποτραπούν τέτοια κοσμοϊστορικά συμβάντα, όπως η εμφάνιση του ισλαμικού και του δυτικού πολιτισμού. Πρέπει να θεωρήσουμε, ως δεδομένο, ότι από τη στιγμή που το Βυζάντιο έπαψε να είναι ο μοναδικός οικουμενικός πολιτισμός, η πτώση του ήταν αναπόφευκτη. Αυτό όχι τόσο σε σχέση με το Ισλάμ, όσο σε σχέση με τη Δύση.
Έχοντας αποσπάσει τις πιο πλούσιες ανατολικές επαρχίες, η αραβική Αυτοκρατορία ήταν, για πάνω από ενάμισι αιώνα, όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και οικονομικά ισχυρότερη, από το Βυζάντιο. Η άνοδος όμως των Αράβων δεν συνοδεύτηκε από μια αλλαγή στον τρόπο παραγωγής, η οποία θα ανέτρεπε άρδην τους συσχετισμούς οικονομικής ισχύος. Μπόρεσε έτσι το Βυζάντιο, αναπροσαρμόζοντας κατάλληλα την υψηλή στρατηγική του στις απαιτήσεις ενός παρατεταμένου αμυντικού πολέμου, να ανακόψει επιτυχώς την ισλαμική πλημμυρίδα. Πέτυχε σιγά σιγά μια εξισορρόπηση στο επίπεδο της ισχύος, με μια ελαφρά μάλιστα υπεροχή, ικανή να του δώσει τη δυνατότητα ηγεμονικής ειρήνης. Τα πράγματα όμως αποδείχτηκαν εξ αρχής διαφορετικά με τη δεύτερη μεγάλη δύναμη που γεννήθηκε στη Δύση, η υπεροχή της οποίας έγινε γρήγορα καταφανής, ακριβώς στον τομέα της οικονομικής και της τεχνολογικής ισχύος, προδιαγράφοντας έτσι το τέλος του. Το πότε ακριβώς θα έπεφτε το Βυζάντιο και υπό ποιες εσωτερικές προϋποθέσεις, είναι αδιάφορο στο επίπεδο που συζητούμε. Το μόνο που θα είχε ίσως νόημα να συζητηθεί είναι η εικασία ότι θα μπορούσε τάχα να «κάνει αυτό την Αναγέννηση», προλαβαίνοντας τη Δύση….
Αν έτσι έχουν τα δεδομένα, το θέμα δεν είναι να προβληματιστούμε για το πώς θα μπορούσε το Βυζάντιο να αποτρέψει την αμφισβήτηση της οικουμενικότητάς του από την Ανατολή και τη Δύση, αλλά για το αν και πώς αυτό το ίδιο συνέβαλε στη γένεση των δύο νέων αυτών μορφών οικουμένης. 
Το τρίτο θέμα, ο παρασιτισμός των Δυνατών, είναι πολύ σημαντικό για την ανάλυσή μας, όχι τόσο για τη σημασία του ως προς το ζήτημα της πτώσης της βυζαντινής Αυτοκρατορίας (τίποτε δεν είναι αθάνατο στον μάταιο τούτο κόσμο), αλλά ως προς τον τρόπο της πτώσης, διότι συνδέεται άμεσα με την υποδούλωσή μας στους Τούρκους. Κατ’ αρχάς παρεμβαίνει καταλυτικά, ως πρόβλημα, σε στιγμές ανάπαυλας στο εξωτερικό μέτωπο, πράγμα που αποδεικνύει τον ανεξάρτητο από τη «βαρβαρική περικύκλωση» χαρακτήρα του και μας ανάγει στις καθαρώς εσωτερικές αντιθέσεις της βυζαντινής κοινωνίας.
Αποφασιστικός σταθμός στην επικράτηση του εν λόγω παρασιτικού οργανισμού ήταν η κατάρρευση του 11ου αιώνα, η οποία έλαβε χώρα εντελώς απότομα και χωρίς καμιά εξωτερική αιτία, όταν το Βυζάντιο βρισκόταν στο ζενίθ της ακμής του.
Ο Βασίλειος ο Β’ είχε νικήσει όλους τους εξωτερικούς εχθρούς και είχε εξασφαλίσει μια χωρίς προηγούμενο περίοδο ασφάλειας και ηρεμίας. Αλλά μόλις πέθανε επικράτησε, στους ηγετικούς κύκλους, η αντίληψη ότι έπαψαν πλέον να υπάρχουν εξωτερικοί εχθροί και ότι συνεπώς οι αμυντικές δαπάνες είναι περιττές. Βεβαίως δεν επρόκειτο για απλή τύφλωση. Ο Βασίλειος, για να πετύχει τους στρατηγικούς στόχους του κράτους, είχε καταπιέσει υπερβολικά την τάξη των Δυνατών και ειδικότερα τη μικρασιατική στρατιωτική γαιοκτησία. Μετά τον θάνατό του, οι μανδαρίνοι της πρωτεύουσας, μαζί με το κατά πολύ ασθενέστερο ευρωπαϊκό τμήμα της γαιοκτητικής τάξης, φοβούμενοι την αντεπίθεση των μικρασιατών συναδέλφων τους, έβαλαν στο στόχαστρο τη στρατιωτική υποδομή αυτών των τελευταίων, που ήταν και η πηγή της δύναμής τους. Η ισχύς των Δυνατών στη Μικρασία εξηγείται ως παρενέργεια της στρατηγικής που εγκαινίασε το Βυζάντιο στον αγώνα του για την απόκρουση της αραβικής απειλής. Βασικό εργαλείο της στρατηγικής εκείνης ήταν οι θεματικοί στρατοί, διοικούμενοι από τοπικές στρατιωτικές οικογένειες. (Τα θέματα ήταν μεγάλα γεωγραφικά διαμερίσματα). Και βρήκαν, ως προσφορότερη λύση, τη διάλυση των θεματικών στρατιών, με το φαινομενικά εύλογο επιχείρημα ότι αφού δεν υπάρχουν πλέον εξωτερικές απειλές, ο στρατός είναι ένα άχρηστο βάρος:
«Οι εξωτερικοί πόλεμοι και οι στάσεις έχουν τερματιστεί. Οι εχθροί έχουν ειρηνεύσει και οι υπήκοοί μας έχουν συμφιλιωθεί. Τα ζητήματα των Ρωμαίων βρίσκονται τώρα σε μεγάλη ηρεμία. Τίποτα δεν αποσπά την προσοχή μας. Με την ευχή του Θεού επικεντρώνουμε όλες μας τις προσπάθειες στη μεταρρύθμιση της πολιτείας», δήλωνε το 1047 ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Θ’, ο λεγόμενος Μονομάχος. Κι ο Μιχαήλ Ψελλός θα γράψει: «Τα έσοδα που είχαν συγκεντρωθεί για τις στρατιωτικές δαπάνες διοχετεύθηκαν χωρίς λόγο προς όφελος άλλων ατόμων, ένα πλήθος συκοφαντών […], ωσάν ο Βασίλειος ο Β’ να είχε γεμίσει το θησαυροφυλάκιο με πλούτη για τον σκοπό αυτό». Εξάρθρωσαν, λοιπόν, την αμυντική ικανότητα του κράτους και άδειασαν το δημόσιο ταμείο.
Έτσι όταν ήρθαν οι Τούρκοι στη Μικρασία δεν υπήρχε ούτε στρατός ούτε πόροι στη διάθεση του κράτους. Δεν υπήρχε αξιόπιστη κρατική εξουσία ικανή να κινητοποιήσει την κοινωνία. Μόνο «λιγοστοί άνδρες καταπονημένοι από τη φτώχεια και την ανέχεια», δίχως οπλισμό, με «κυνηγετικά δόρατα και δρεπάνια». Γι’ αυτό και η κατάληψη της Ανατολίας αποδείχτηκε περίπατος για τους Τούρκους. Μετά την ήττα το 1071 στο Ματζικέρτ, του τραγικού εκείνου αυτοκράτορα Ρωμανού Διογένη, που είχε εξαθλιωμένα μπουλούκια για στρατό και ποταπούς μηχανορράφους για στρατηγούς, που στιγμή δεν έπαψαν να τον προδίδουν, οι Έλληνες έχουν πλήρη συνείδηση της εσωτερικότητας των αιτίων της κατάρρευσης. Επαναλαμβάνουν πλέον στερεότυπα την πρώιμη εκείνη, πριν από πέντε αιώνες, διάγνωση του συνεδρίου της Αντιόχειας: η Ρωμανία χάθηκε εξ αιτίας των αμαρτιών μας.
Ήδη από τον 7ο αιώνα (κατάληψη της Παλαιστίνης το 638 και της Αιγύπτου το 640 από τους Άραβες) είχε τεθεί το ζήτημα της ελληνικής αδυναμίας. Γράφει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος: «Ο βασιλεύς ούτος (ο Ηράκλειος 610-641) πριν αναχωρήσει εκ της Συρίας, συνεκάλεσεν εις Αντιόχειαν συμβούλιον μέγα ίνα εξετάση το ζήτημα, πόθεν άρα γε προέρχονται τα παράδοξα εκείνα των Αράβων κατορθώματα, ενώ ούτοι ήσαν τοσούτον υποδεέστεροι των χριστιανών κατά τε τον αριθμόν και την στρατιωτικήν επιστήμην και τον οπλισμόν και τα άλλα του πολέμου εφόδια. Τότε γέρων τις εκ των παρευρεθέντων εν τω συμβουλίω αναστάς είπεν, ότι αι νίκαι των Αράβων δεν δύνανται να αποδοθώσιν ειμή εις την κατά των χριστιανών οργήν του Θεού ένεκα των πολλών και ποικίλων αυτών αμαρτημάτων, ο δε βασιλεύς ωμολόγησεν ότι ούτως έχει τωόντι το πράγμα…»! (Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, βιβλίο 9ο σ. 303. Γαλαξίας Αθήνα 1969).
Η έκταση της κατάρρευσης, στο διάστημα 1025-1081, ξεπέρασε κάθε δυνατότητα ανάκαμψης. Μπόρεσε ωστόσο το Βυζάντιο να κρατηθεί στη ζωή άλλους τέσσερις αιώνες, πράγμα που δείχνει τη ζωτικότητα της κοινωνικής-πολιτισμικής βάσης του. Μόνο το κράτος είχε καταρρεύσει. Η κοινωνία εξακολουθούσε να έχει ζωτικά αποθέματα.
Ξεκινώντας από το φαινόμενο αυτό, που συνοδεύει τη χαλάρωση της συλλογικής επαγρύπνησης έναντι των εξωτερικών απειλών, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι λειτουργεί στη βυζαντινή ιστορία ένα ειδικό «σύνδρομο», ένας ειδικός «νόμος» μετατροπής της ελληνικής άρχουσας τάξης σε κοινωνικό βαμπίρ. Ένα σύνδρομο αυτοκτονικό για το κοινωνικό παράσιτο, γιατί οδηγεί τελικά στον θάνατο του ξενιστή του, από το αίμα του οποίου το ίδιο τρέφεται. Η λειτουργία του ειδικού αυτού νόμου-συνδρόμου παρέχει και μια πρόσθετη εξήγηση για την επίμονη, όσο και παράδοξη για μας σήμερα, προσήλωση της βυζαντινής κοινωνίας στον αυτοκρατορικό θεσμό. 
Για να τα κατανοήσει κανείς όλα αυτά, σε κάποιο βαθμό, πρέπει να εμβαθύνει στο ανθρωπολογικό υπόβαθρο της βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ώστε να μπορέσει να συλλάβει τη γενικότερη ανθρωπολογική της λειτουργία και πώς η ίδια εμπλέκεται στη γένεση και ανάπτυξη των οικουμενικών της ανταγωνιστών.
(Πηγή: Αντίφωνο, από το βιβλίο Αυτοείδωλον εγενόμην... κεφ. Γιατί έπεσε το Βυζάντιο; εκδ. Αρμός)


Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Γ.Δ. Καπετανάκης :Εναλλακτικές Παιδαγωγικές Προσεγγίσεις της Θρησκευτικής Αγωγής στο Ελληνικό Λύκειο



Εισαγωγικό σημείωμα (σελ.7-10)

Το παρόν σύγγραμμα αποτελεί την προσωπική μου αναζήτηση για την καθημερινή πρακτική της διδασκαλίας του μαθήματος των θρησκευτικών (: στο εξής ΜΘ). Βιώνοντας την απαξίωση της θρησκευτικής αγωγής, ειδικά στη βαθμίδα του Λυκείου, καθώς και την αποσύνδεση της από τα άλλα μαθήματα και την καθημερινότητα των μαθητών, εστίασα στη θεωρητική υποστήριξη των μεθόδων διδασκαλίας και προσέγγισης των μαθητικών αναγκών για να μπορέσω να εγκεντρίσω ξανά τη θρησκευτική αγωγή στην εκπαιδευτική διαδικασία. 

Η αρνητική διαμορφωμένη αντίληψη των μαθητών για το ΜΘ και το στερεότυπο για το συντηρητισμό και την αρνησικοσμία των θεολόγων εκπαιδευτικών ήταν τα χαρακτηριστικά εμπόδια στην ανάπτυξη της δυναμικής του μαθήματος και άρα κι ο στόχος της παρατήρησής μας. 

Η παρατήρηση της θρησκευτικής διδασκαλίας έγινε ακόμη πιο πολύπλοκη τα τελευταία χρόνια εξαιτίας της αοριστίας των υπουργικών εγκυκλίων για την υποχρεωτικότητα ή μη του μαθήματος και τις παρεμβάσεις του Συνήγορου του Πολίτη καθώς και των γενικόλογων εξαγγελιών / διαρροών για το Νέο Λύκειο και τη θέση του μαθήματος των θρησκευτικών σε αυτό. 

Ο πλουραλιστική πολιτισμική σύνθεση των τάξεων του Ελληνικού Λυκείου στη νέα πραγματικότητα της Ελλάδας ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παράλληλα ως χώρα υποδοχής μεταναστών ήταν μια πρώτη μεταβλητή που παρατηρήσαμε και μας απασχόλησε σε παλαιότερη εργασία. Όμως, πιστεύοντας στη δυναμική της γνώσης που διαχέεται και υπόκειται σε κοινωνικό διάλογο και κριτική επιχειρήσαμε μια πρώτη παρουσίαση των σχολικών εγχειριδίων του Λυκείου για το ΜΘ, κάτω από το πρίσμα της πολύ-πολιτισμικότητας, στη διημερίδα που πραγματοποιήθηκε στις 8-9 Απριλίου 2005 στην Ιωνίδειο Σχολή Πειραιά. 

Το θέμα της διημερίδας ήταν: «Η εικόνα του ¨ξένου¨. Η πρόσληψη και η προβολή της στη σχολική και κοινωνική πραγματικότητα» και προσεγγίστηκε από δεκαπέντε εισηγητές – εκπαιδευτικούς της πράξης, όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων, ενώ λειτούργησαν και βιωματικά εργαστήρια. Η δική μας εισήγηση με τίτλο: «θρησκευτική ετερότητα και θρησκευτική αγωγή στο ενιαίο λύκειο» αποτελεί τον κορμό του πρώτου κεφαλαίου της παρούσας έκδοσης. Είναι μια πρώτη καταγραφή της εικόνας του διαφορετικά θρησκεύειν στα εγχειρίδια του ΜΘ του λυκείου και ο ρόλος του μαθήματος στη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτότητας αλλά και η ένταξή του στα εκπαιδευτικά μοντέλα διαχείρισης της ετερότητας. 

Στην απομάγευση του κόσμου, στην από-ιεροποίηση της σύγχρονης κοινωνίας και στην ετερότητα της σύνθεσης της μαθητικής τάξης με τα χαρακτηριστικά που προαναφέραμε: στερεότυπα για το μάθημα και το θεολόγο, ως και την πλήρη απαξίωση, αντιτάσσουμε τον εκμοντερνισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας τόσο σε διδακτικά μέσα και τεχνικές όσο και σε σχεδιασμό Αναλυτικών Προγραμμάτων, ώστε να εγκιβωτίσουμε το ΜΘ στα αναγκαία κι απαραίτητα μαθήματα του σύγχρονου ελληνικού λυκείου. 

Η ανάγκη εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης της δυναμικής της θρησκευτικής αγωγής μας απασχολεί στο δεύτερο μέρος της παρούσας εργασίας. Αποτελεί αυτό το κεφάλαιο μια καταγραφή της αναγκαιότητας για παρεμβατικότητα στην εκπαιδευτική διαδικασία ώστε να αφήσει ο θεολόγος το στίγμα του στο λύκειο και να καταστήσει τη θεολογία πάλι πρωτοπόρα και δημιουργό δύναμη κι όχι ασθμαίνουσα ως και καταρρέουσα ακόλουθο των εξελίξεων. Μόνο η δημιουργικότητα και η κριτική σκέψη μπορεί να βγάλει το μάθημα από το τέλμα και την αχρηστία του σήμερα. 

Η αναγκαιότητα αυτή καταγράφηκε κυρίως στα εισαγωγικά επιμορφωτικά σεμινάρια που οργανώνουν τα ΠΕΚ και στα οποία διδάσκοντας ( από το 2004 ως και σήμερα) αλλά κυρίως συζητώντας με τους νέους συναδέλφους αναστοχαστήκαμε και εξετάσαμε τη δυνατότητα ανανέωσης τόσο της ύλης όσο και της εκπαιδευτικής μας πρακτικής. Αυτή την προσπάθεια αναβάθμισης της θρησκευτικής αγωγής καταγράφουμε εδώ και εμμένοντας περισσότερο στην πράξη, δημιουργούμε παραδείγματα διδασκαλίας. Παραδείγματα, που δεν αποτελούν απαράβατα θέσφατα, αλλά θέματα που υπόκεινται σε κριτικό έλεγχο και έχουν τη δυνατότητα μεταλλαγής λειτουργώντας ως αφορμές δράσης με κύρια στόχευση τη μετατροπή της εκπαιδευτικής διαδικασίας από προϊόν σε πράξη. Δρώντα υποκείμενα σε αυτή τη νέα εκπαιδευτική διαδικασία ήταν τόσο οι νεοδιόριστοι εκπαιδευτικοί που επιμορφώνονταν όσο και οι μαθητές μου στα σχολεία που υπηρέτησα και έγιναν η αφορμή αλλά και οι κριτές αυτής της πρακτικής. Όλους αυτούς οφείλω να ευχαριστήσω για την προσωπική ανάταση αλλά και τη νέα δυναμική προσέγγιση του επαγγέλματός μου. 

Στην πακτωμένη πρακτική του δασκαλοκεντρικού μας συστήματος, του συγκεντρωτικά λειτουργούντα και σχεδιαζόμενου μαθήματος αναζητήσαμε και καταγράψαμε εναλλακτικές σύγχρονες μορφές /στρατηγικές διδασκαλίας βασιζόμενες στα ψυχοκοινωνικά στάδια ανάπτυξης του Erik Erikson και τα στάδια ανάπτυξης της πίστης κατά J.W. Fowler. Η επιλογή εκπαιδευτικών μεθόδων και τεχνικών έγινε με γνώμονα την αλληλεπίδραση των εμπλεκομένων ώστε να πλησιάσουμε τα μαθητοκεντρικά πρότυπα διδασκαλίας με αποκορύφωμα το διερευνητικό του Bruner J. και Stenhouse L. ώστε να επανακαθορίσουμε το ρόλο του θεολόγου στην εκπαιδευτική πραγματικότητα και να τον εντάξουμε στο νέο πλαίσιο και στα σύγχρονα συμφραζόμενα. 

Η συνεχής μετάλλαξη του διδακτικού γίγνεσθαι τα τελευταία χρόνια, κυρίως με την εισροή των η/υ και των εκπαιδευτικών λογισμικών, δε μπορεί να αφήνει αδιάφορο το σύγχρονο θεολόγο. Αντίθετα, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τις νέες δυνατότητες ώστε να μη δείχνει παρωχημένο κι αραχνιασμένο το μάθημά του. Εναλλακτικά, προτείνουμε δυο πρακτικές: τη δημιουργία σχολικών blogs και τη δημιουργία και συμμετοχή στο ηλεκτρονικό παιχνίδι Sekond Life και το ReactionGrid (για ανήλικους). 

Αυτές οι δυο πρακτικές παρουσιάζονται στο τρίτο μέρος της παρούσας έκδοσης και είναι μια πιθανή λύση - πρόταση στην οικονομική κρίση που οδηγεί στην άυλη εκπαιδευτική πραγματικότητα και μπορεί να αποτελέσει διέξοδο για τους θεολόγους στη μετα - νεωτερική και παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα με τις πολλαπλές διά – συνδέσεις. Και σε αυτή την περίπτωση η πρότασή μας παρουσιάσθηκε σε κοινό ώστε να δοκιμαστεί και να κριθεί. Στη Σάμο πραγματοποιήθηκε 3-4 Ιουλίου 2010, το 16ο Συνέδριο του Μ.Φ.Θ.Σ. με θέμα: «ο θεολογικός λόγος σε περιόδους κρίσεων». Η εισήγηση που παρουσιάσαμε με τη χρήση πολυμέσων είχε θέμα «ο θεολογικός λόγος στο διαδίκτυο ως εκπαιδευτική τεχνική διαχείρισης της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης», προκάλεσε γόνιμες συζητήσεις και αποτελεί το κύριο σώμα του τρίτου και τελευταίου μέρους του παρόντος βιβλίου. 

Θα ήθελα άλλη μια φορά να τονίσω ότι όλα αυτά αποτελούν προτάσεις - παραδείγματα για την αναβάθμιση της θρησκευτικής αγωγής στο Ελληνικό Λύκειο και εκφράζουν την αγωνία μας για το ΜΘ και το μέλλον του στην ελλαδική σχολική πραγματικότητα. Η χρήση τους μόνο ευκαιρία εναλλακτικών προσεγγίσεων αποτελεί, σε μια συνεχώς μεταλλασσόμενη διαδικασία. 

Τέλος θα ήθελα να επισημάνω ότι τα κείμενα αφορούν σε μαθητές και μαθήτριες, καθηγητές και καθηγήτριες, αναγνώστες και των δυο φύλων. Καθώς η ελληνική γλώσσα δεν προβλέπει ουδέτερες εκφράσεις που να δηλώνουν και τα δυο φύλα, περιορίζομαι να μιλώ πάντα για μαθητή, καθηγητή αναγνώστη, χρησιμοποιώντας το αρσενικό γένος, χωρίς αυτή η γραμματική και συντακτική δομή να υποκρύπτει σεξιστικές διακρίσεις. 

Δεκέμβρης 2010

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Πρόσωπο και αγιότητα


22 Μαΐου 2012

Είναι δύσκολο να συλλάβει ο άνθρωπος το νόημα της αγιότητας. Στη σύγχρονη μάλιστα εποχή με την τρομακτική σύγχυση των ιδεών και των εναλλασσόμενων αντιφάσεων μπορεί να είναι ελάχιστοι εκείνοι, που προβληματίζονται πάνω στη σημασία της λέξης ή τις διαστάσεις του περιεχομένου της.
Η αγιότητα για τους πολλούς μένει μια απλησίαστη αξία, που συνδέεται μόνο με το Θεό. Παρ’ όλα αυτά η αγιότητα είναι δεμένη με τη ζωή μας, που κυλά ακόμα κι αν δε θέλουμε να το πιστέψουμε μέσα στο χώρο και το χρόνο της Εκκλησίας. Ιδιαίτερα ως Χριστιανοί ζούμε σε μια χρονική διάσταση, που είναι προβολή του παρελθόντος, και το παρελθόν ως παράδοση της Εκκλησίας εκφράζει την ιστορία, που γράφτηκε με τις θυσίες και το αίμα των αγίων και των μαρτύρων. Το γεγονός, μάλιστα, ότι ο καθένας μας έχει βαφτιστεί στο όνομα του Τριαδικού Θεού, σημαίνει ένταξη σε μια πραγματικότητα, όπου υπάρχουν οι δυνατότητες και τα μέσα για την προσέγγιση της αγιότητας. Το μόνο εμπόδιο είναι η υπέρβαση του εαυτού μας· όχι η εκμηδένιση της προσωπικότητας, όχι η εξαφάνιση των πνευματικών ποιοτήτων. Η μοναδική δυσκολία είναι η αποδέσμευση από τη δουλεία των αισθήσεων και των ενστίκτων και στη συνέχεια η χωρίς περιορισμούς και κρατούμενα αποδοχή του θελήματος του Θεού. Οι άγιοι, που έζησαν στο παρελθόν, δεν είχαν διαφορετικές δυνάμεις και δυνατότητες από τις δικές μας. Ούτε κι οι εποχές τους για την αγιότητα ήταν πιό πρόσφορες από τη δική μας. Έζησαν μέσα στον κόσμο, κάτω από τις ίδιες ηθικές και πνευματικές συνθήκες μ’ εκατομμύρια συνανθρώπων τους, και φυσικά με εκατομμύρια Χριστιανών. Η διαφορά τους όμως απ’ εκείνους ήταν ότι αυτοί εναρμόνισαν τη ζωή τους με το νόμο του Θεού και δε δίστασαν να το ομολογήσουν με παρρησία όταν βρέθηκαν σε δίλημμα. Το στοιχείο αυτό του ηρωισμού είναι η μεγαλύτερη αρετή του αγίου. Μια αρετή που του δίνει τη δύναμη να βλέπει τα πάντα κάτω από το φως της αιωνιότητας, και από την προοπτική αυτή να αξιολογεί τον κόσμο, τις χαρές, τις λάμψεις, τις επιδιώξεις ή τις ματαιότητές του.
Ο άγιος δεν προβάλλει τον εαυτό του. Προβάλλει πάντοτε το θέλημα του Θεού, και σ’ αυτό προσανατολίζεται και εντάσσεται ολοκληρωτικά με μια εκπληκτική υπακοή, που τον αποδεσμεύει από τον εαυτό του και τον κόσμο. Κι ενώ ζει μέσα στον κόσμο με ανθρώπινο σχήμα και προϋποθέσεις ή υποχρεώσεις, πολιτεύεται ως πολίτης του ουρανού, ως αληθινός υπήκοος του Θεού. Έτσι αποκτά τη δυνατότητα να ανυψώνεται πάνω από τη συμβατικότητα της ζωής, πάνω από τις εφήμερες εκδηλώσεις της, πάνω από τις φαινομενικές της λαμπρότητες και να προσεγγίζει στη σφαίρα του πραγματικού, του τέλειου, του ιδανικού, στη σφαίρα της αγιότητας και του θείου. Μια τέτοια προσέγγιση σημαίνει πίστη, δύναμη ψυχής και θέληση, μπροστά στην οποία είναι ανίσχυρη κάθε πίεση, κάθε στέρηση, κάθε δέσμευση, κάθε ταπείνωση και κάθε μαρτύριο.
Αυτή τη συγκλονιστική πραγματικότητα τη βλέπουμε διάχυτη και πλούσια στη ζωή των αγίων και των μαρτύρων της Εκκλησίας μας. Εκεί όμως πού διακρίνεται χαρακτηριστικότερα είναι στη ζωή της Θεοτόκου, που δεν είναι απλώς μια αγία, αλλ’ η βασίλισσα των αγίων, η Παναγία μας. Σ’ αυτήν θ’ αναφερθούμε ευλαβικά για ν’ αντλήσουμε δυνάμεις από την αγιότητά της, που δυο χιλιάδες χρόνια τώρα παραμένει φωτεινός δείκτης για τον κάθε πιστό.
Η αγιότητα της Παναγίας είναι κάτι ασύλληπτο για την εποχή μας, αλλά και για κάθε εποχή. Για ν’ αντιληφτούμε το μέγεθός της πρέπει να σκεφτούμε τις ευθύνες, που δέχτηκε να αναλάβει, δηλώνοντας στον αρχάγγελο —τότε στον ευαγγελισμό— ότι αποδέχεται την τιμή του Υψίστου για τη γέννηση του Ιησού.
Σήμερα οι κοινωνικές συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές από τις συνθήκες της εποχής εκείνης. Σήμερα χιλιάδες κοπέλες σ’ όλο τον κόσμο καυχώνται με θρασύτητα για τον τίτλο της ανύπαντρης μητέρας που κατέχουν, κι ο κοινωνικός έλεγχος ή περιορίζεται μόνον στο κύκλο των συγγενών τους ή είναι τελείως ανύπαρκτος. Σήμερα η οικογένεια έχει μεταβληθεί σε ιδιωτική συμβατικότητα και συνήθως ούτε η πολιτεία, ούτε η κοινωνία, πολύ περισσότερο ούτε η θρησκεία μπορούν να ελέγξουν τις εκτροπές ή τις παραμορφώσεις της.
Τότε όμως τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Ποιός θα πίστευε στα λόγια της αγνής παιδούλας ότι η χάρη του Θεού τη διάλεξε για την αγιότητά της για να γίνει μητέρα του Μεσσία; Το να φέρει στον κόσμο μια ανύπαντρη κοπέλα ένα παιδί ήταν αυταπόδεικτο παραστράτημα κι ή ποινή του μωσαϊκού νόμου ήταν σαφής· πάντοτε λιθοβολισμός. Η οικογένεια κλεισμένη στα στενά παραδοσιακά της πλαίσια, που της επέβαλε η θρησκευτική και η κοινωνική αυστηρότητα, δεν μπορούσε να νοηθεί χωρίς πατέρα. Γι’ αυτό και μόνον ο αναλογισμός της κοινωνικής κατακραυγής, της γενικής περιφρόνησης και των φοβερών ποινών του λιθοβολισμού και του μαρτυρικού θανάτου μετά από μια τέτοια διαπίστωση, θα μπορούσε να δημιουργήσει πανικό. Παρ’ όλα όμως αυτά η ταπεινή κόρη της Ναζαρέτ δηλώνει την απόλυτη υπακοή της στο Θεό κι αδιαφορεί για τις κοινωνικές συνέπειες του εγχειρήματός της.
Αυτή η υπακοή, αυτή η πίστη χωρίς κρατούμενα, αυτή η αντίρρητη αποδοχή του θελήματος του Θεού μπροστά στον κίνδυνο μιας γενικής περιφρόνησης κι ενός πιθανότατα εξευτελιστικού θανάτου δείχνουν μιαν υπέροχη ψυχή, έναν απαράμιλλο πνευματικό κόσμο, μια αδαμάντινη προσωπικότητα, μιαν αναμφισβήτητη αγιότητα. Αυτά φυσικά ήταν και τα στοιχεία που προκάλεσαν την εύνοια του Θεού και την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος για να γίνει το θαύμα της ενανθρώπησης του Θεού και της θέωσης του ανθρώπου. Ένα θαύμα που αποκαλύπτει την αγάπη του Θεού και ταυτόχρονα την αγάπη, την ταπείνωση, την υπακοή, την πίστη και την αγιότητα της Παρθένου. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και το μεγαλείο της Παναγίας. Βλέπει τη θεία εύνοια και αντιπροσφέρει ό,τι ακριβότερο έχει ό,τι πολυτιμότερο διαθέτει. Κι αυτά όχι με βάση τα κριτήρια του κόσμου και της κοινωνίας, αλλά με βάση το θέλημα του Θεού.
Η αγιότητα λοιπόν μπορεί να θεωρηθεί συνάντηση του ανθρώπου με το Θεό. Τη συνάντηση αυτή προσδιορίζει πάντα κάτι σταθερό και αναλλοίωτο, το θέλημα του Θεού, ο νόμος Του. Ο άνθρωπος χρειάζεται να ενταχτεί σ’ αυτό το θέλημα, κι ακριβώς η όλη του επιτυχής προσπάθεια είναι αυτή που θα προσδιορίσει το βαθμό της αγιότητας. Κατά συνέπεια η αγιότητα δεν είναι ένα στατικό αξιολογικό μέγεθος, πολύ περισσότερο δεν είναι μια απλησίαστη πνευματική ουτοπία. Είναι μια κλίμακα αρετής, που η αντιστοιχία της ανταποκρίνεται στην πνευματική ποιότητα του ανθρώπου, τη στιγμή που αγωνίζεται ηρωικά να συμμορφωθεί στο θέλημα του Θεού,
Έτσι η αγιότητα δεν είναι μονοπώλιο ορισμένων προικισμένων ανθρώπων ή κύκλων, αλλ’ ο καθένας μας μπορεί να ζήσει στιγμές της, όταν αγωνιστεί να αναστείλει ατομοκρατικές δεσμεύσεις, που τον μεταβάλλουν σε ανελεύθερη προσωπικότητα, σε δούλο αναγκαιοτητών που γεννά η σάρκα, οι αισθήσεις και η κοινωνία. Οι υπερβάσεις των αναγκαιοτητών αυτών είναι αναμφισβήτητα στιγμές αγιότητας, ενώ η δουλική αποδοχή τους στιγμές πτώσης και αμαρτίας. Η προοδευτική μείωση των στιγμών αυτών σημαίνει πρόοδο στην αγιότητα και ουσιαστική προσέγγιση στο θέλημα του Θεού.
Η αξία λοιπόν των αγίων βρίσκεται στο γεγονός ότι μ’ έναν πραγματικά αξιοθαύμαστο αγώνα πέτυχαν να μειώσουν στο ελάχιστο δυνατό τις στιγμές της πτώσης κι έκαναν στη ζωή τους μονιμότερη την αγιότητα. Αυτό είναι και το μυστικό της αγιότητας, ο εξαγιασμός των λεπτομερειών της ζωής κι η μεταμόρφωσή τους σε ευκαιρίες τελείωσης. Πίσω από το μυστικό αυτό κρύβεται όχι μόνον ο δρόμος προς την αγιότητα, αλλά και κάθε δρόμος προς την αρετή ή την έντιμη επιτυχία. Αυτός ο δρόμος, που είναι άνοδος, και πολύ φυσικό να έχει κι οπισθοχωρήσεις, φωτίζεται πάντοτε από την κορυφή και γίνεται στόχος του ανθρώπου. Μόνο του ανθρώπου, γιατί μόνον ο άνθρωπος είναι φτιαγμένος για ν’ αναζητά το τέλειο και το ιδανικό.
Για να γίνουν όμως όλα αυτά χρειάζεται ο άνθρωπος να φύγει από τα χαμηλά, να σπάσει το φράγμα της ατομικότητας και του βιολογισμού, που τον κρατά δέσμιο στις μορφές τις αναγκαιότητας. Είναι απαραίτητο να προσεγγίσει τη σφαίρα του πνεύματος για να μεταβληθεί σε πρόσωπο και ως πρόσωπο ν’ αναζητήσει τη συνάντηση με τον προσωπικό Θεό, την προσέγγιση στην αγιότητα. Κατά συνέπεια η αγιότητα συνδέεται με τα πρόσωπα κι οι άγιοι πρώτα απ’ όλα ήταν πρόσωπα, αδιαμφισβήτητες προσωπικότητες.
Προσωπικότητα ήταν και παραμένει πάντα κι η Παναγία. Μια φωτεινή μορφή που στέκει ως πρότυπο κόρης, ως πρότυπο μητέρας και ως πρότυπο αγίας. Μια μορφή που μέσα από τους αιώνες έγινε φάρος στη ζωή χιλιάδων ανθρώπων. Γιατί ήταν πάντα στήριγμα και καταφυγή του κάθε πονεμένου. Αυτή της η αγάπη για τον ανθρώπινο πόνο την έκανε στη συνείδηση των πιστών Μεγαλόχαρη, Παντάνασσα, Παρηγορήτρα, Γοργοεπήκοο, Λαοδηγήτρια, Θεία Σκέπη. Τα θαύματα της αγάπης της καθημερινά συγκλονίζουν κι αποδεικνύουν μ’ έναν αξιοθαύμαστο τρόπο την δύναμη, που της έδωσε η αγιότητα. Μια δύναμη αγάπης που ελκύεται στη γη και πάλι με την αγιότητα, την πίστη, την ταπείνωσή μας.
Η εποχή μας στεγνή από τον ορθολογισμό αναζητά διέξοδο και λύσεις στα προβλήματα που την απασχολούν. Το χάος των ιδεολογιών γεννά συνέχεια αντιφάσεις κι αυτές με τη σειρά τους νέες απειλές για να μεταβάλουν τη ζωή μας σε απελπισία. Κρίσεις στις αξίες, κρίσεις στα συστήματα, κρίσεις στις φιλοσοφίες, κρίσεις στην ποιότητα του ανθρώπου. Κι αναζητάμε το μεγάλο θαύμα μιας παγκόσμιας ειρήνης, που όσο πιό πολύ μας την υπόσχονται τόσο αυτή μας αποφεύγει.
Έχασαν πολλοί την υπομονή και την πίστη τους· μέσα στην απελπισία τους διακηρύσσουν πως για να μη γίνεται τίποτε, δεν υπάρχει Θεός. Τραγικό το κατάντημα του σύγχρονου ανθρώπου, που θέλει μόνο θαύματα, πάντα θαύματα για να πιστεύει. Σαν το μικρό παιδί που αγαπά μετά από τη γεύση του γλυκού και την απόκτηση αυτών, που θέλει. Το θαύμα είναι εκδήλωση αγάπης του Θεού, μα για να γίνει χρειάζεται μια σπίθα, ένα κάλεσμα, μια ζήτηση. Όλα αυτά ανήκουν στον άνθρωπο κι εκφράζονται με πίστη, με ταπείνωση κι αγιότητα. Χωρίς ταπείνωση και πίστη κι αγιότητα άδικα περιμένουμε τα θαύματα, κι άδικα κυνηγάμε την ειρήνη.
Αν θέλουμε λοιπόν ειρήνη, ησυχία, ομαλότητα, είτε ως άνθρωποι, είτε ακόμα και ως λαοί πρέπει να βρούμε αυτό που προκαλεί τα θαύματα. Κι είπαμε αυτό πως είναι η αγιότητα. Μέσα της είναι η πίστη, η ταπείνωση, η υπομονή, η αγάπη, η συγχωρητικότητα, η ανοχή, η ελεημοσύνη, η αγνότητα. Δεν μας ζητά ο Θεός με μιας να φθάσουμε στην κορυφή, με μιας να τ’ αποκτήσουμε όλα αυτά για να σωθούμε. Ζητά ν’ αρχίσουμε σιγά- σιγά και ν’ αγιάζουμε τις λεπτομέρειες της ζωής. Έτσι θ’ αλλάξει ο κόσμος, γιατί τότε η αγιότητα θα προκαλέσει το μεγάλο θαύμα. Το βεβαιώνει η Μεγαλόχαρη, που πάντα απάντησε στην αγιότητα των Χριστιανών με θαύμα.
πηγή: Βασίλειος Τ. Γιούλτσης, «Πνευματικότητα και κοινωνική ζωή», εκδ. Π. Πουρναρά –Θεσ/νἰκη, σ. 105-112