Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Ο χριστιανικός λόγος, αληθινά δημόσιος

Αφήγηση και θεολογία
Του Νικου Μανωλοπουλου


                                                        π. ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΓΚΑΝΑΣ
                                                        Η αναγκαιότητα της μαρτυρίας
                                                                 εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας
Μέσα σε έναν δυτικό κόσμο όλο και λιγότερο χριστιανικό, ο λόγος των χριστιανών μπορεί να είναι αληθινά δημόσιος και αληθινά χριστιανικός ταυτόχρονα; Αυτό το διπλό ερώτημα διαπερνά την πλειονότητα των κειμένων αυτού του βιβλίου ενώ συγχρόνως το ίδιο το βιβλίο αποτελεί μια έμπρακτη απόδειξη ότι μπορεί να υπάρχει ένας αληθινά δημόσιος χριστιανικός λόγος. Αναδεικνύοντας την αναγκαιότητα της μαρτυρίας μέσα από τη διερεύνηση διαφορετικών θεμάτων, ο συγγραφέας καταφέρνει να καταθέσει μια ουσιαστική μαρτυρία του χριστιανικού λόγου.
Επιθυμία του είναι να τοποθετηθεί ως χριστιανός στον δημόσιο διάλογο για θέματα που έφερε στο προσκήνιο η ατζέντα της νεωτερικότητας. Ομως σε αυτό τον διάλογο η μαρτυρία του χριστιανού δεν μπορεί να σημαίνει «άλωση του δημόσιου χώρου με τα όπλα της δημοκρατικής ρητορείας και τις δυνατότητες που του παρέχει το πολιτικό-νομικό σύστημα». Αντιθέτως, τη χριστιανική μαρτυρία πρέπει να τη σκεφτούμε ως το σύνολο των πρακτικών μιας κοινότητας που συγκροτείται από μια συγκεκριμένη αφήγηση. Η αφήγηση και ο αφηγηματικός χαρακτήρας της ταυτότητας του χριστιανισμού αποτελούν κεντρική επιλογή στην απόπειρα του συγγραφέα να σκιαγραφήσει αυτό που ονομάζει αναγκαιότητα της μαρτυρίας. Θα μπορούσε μάλιστα κάποιος να πει ότι η ίδια η αφήγηση καθίσταται μέσα από τα κείμενα μια αναγκαιότητα για να καταφέρουμε να μιλήσουμε για τη μαρτυρία.
Ο συγγραφέας επιχειρεί να αναδείξει τη σημασία που έχει για τη θεολογία ο αφηγηματικός χαρακτήρας του χριστιανισμού, στηριζόμενος στο έργο κυρίως Αμερικανών θεολόγων, όπως ο Stanley Hauerwas, ενώ αποπειράται και την κριτική αναμέτρηση της θεολογίας με μια κατ’ εξοχήν αφηγηματική μορφή λόγου, τη λογοτεχνία, είτε υπό τη μορφή του διηγήματος είτε υπό τη μορφή του μυθιστορήματος, αποδεικνύοντας τη βαρύτητα που δίνει στην αφήγηση για να κατανοηθεί η έννοια της μαρτυρίας. Αλλωστε ο ίδιος ο λόγος του με τον δοκιμιακό του χαρακτήρα κατορθώνει κάθε φορά με ιδιαίτερη ικανότητα να υφάνει έναν αφηγηματικό ιστό ώστε να γίνουν πιο κατανοητά τα επιχειρήματά του.
Χάρη σε αυτό τον δοκιμιακό λόγο δίνεται η δυνατότητα στον αναγνώστη να στοχασθεί για την έννοια της μαρτυρίας μέσα και από συγκεκριμένες εκφάνσεις του χριστιανικού λόγου στον τόπο μας. Ο συγγραφέας αναλύει τη σχέση της Εκκλησίας και του νεωτερικού πολιτισμού εξετάζοντας «το παράδειγμα του ηρωικού θανάτου στην Ελλάδα», που αποκαλύπτει την ανικανότητα της Εκκλησίας να καταλάβει τις αιτίες εξέλιξης του νεωτερικού πολιτισμού και συνεπώς την αδυναμία της «να ανοίξει έναν κριτικό διάλογο μαζί του», εγκλωβισμένη «σε μια νοσταλγία του παρελθόντος, δημιουργώντας μάλιστα μια επινοημένη παράδοση με υλικό από ψευδείς αναμνήσεις του παρελθόντος». Αντίστοιχη προσπάθεια ανάλυσης του χριστιανικού λόγου στον τόπο μας επιχειρείται και με το κείμενο που αναφέρεται στο σημερινό ξαναδιάβασμα της λεγόμενης θεολογίας της δεκαετίας του ’60, αναδεικνύοντας τις δυνατότητες ’ που αυτή γέννησε για την Εκκλησία και τη θεολογία αλλά και τα πολλά αδιέξοδα.
Αναφέροντας την ετερογονία των σκοπών αλλά και λαμβάνοντας υπόψη ως αναλυτικό πλαίσιο σχεδόν στα περισσότερα των κειμένων του τη μαζικοδημοκρατική συνθήκη της εποχής μας, ο συγγραφέας προϊδεάζει τον αναγνώστη για την ιδιαίτερη θέση που καταλαμβάνει στη σκέψη του το φιλοσοφικό έργο του Παναγιώτη Κονδύλη. Σε αυτό το φιλοσοφικό έργο αφιερώνονται και τα δύο τελευταία κείμενα του βιβλίου. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έχουν αυτά τα κείμενα είναι ότι γίνεται προσπάθεια να διερευνηθεί η γονιμότητα του έργου του Κονδύλη για έναν αναγνώστη που ανήκει στη χριστιανική παράδοση.
Πρόκληση-πρόσκλησηΤελικά, τόσο η επιλογή ενός πίνακα με τον Εσταυρωμένο του Matthias Grunewald στο εξώφυλλο όσο και τα παρακάτω λόγια του συγγραφέα μπορούν να συνοψίσουν την πρόκληση όσο και την πρόσκληση της μαρτυρίας που το βιβλίο κομίζει για την ίδια την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας σήμερα: «Να ζει παραμένοντας ολοκληρωτικά εμβαπτισμένη στην ιστορία της σωτηρίας, παρόλο που συνυπάρχει με μια κοινωνία που έχει αντικαταστήσει αυτή την ιστορία με μια άλλη.
Αυτό το τελευταίο έχει ως συνέπεια μια Εκκλησία της μαρτυρίας να είναι μια Εκκλησία του σταυρού… Ο σταυρός δεν είναι το σύμβολο της γενικής ανθρώπινης οδύνης και καταπίεσης, αλλά το σημείο που φανερώνει τι συμβαίνει όταν ο άνθρωπος παίρνει στα σοβαρά την αφήγηση του Θεού και όχι του Καίσαρα για τον κόσμο. Ο σταυρός δηλώνει την αξιοσημείωτη αποφασιστικότητα του Θεού να μη μας αφήσει να εναποθέσουμε τις ελπίδες μας στις δικές μας επινοήσεις».


Δημοσίευση : 27-10-12 ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2012

Δυσλεξία και Aγγλικά: Μια μεγάλη πρόκληση για μαθητές και εκπαιδευτικούς


………………………………………………………………………

αναδημοσίευση με την άδεια της συγγραφέως

«H κυρία μιλάει πολύ γρήγορα», «δεν προλαβαίνω να γράψω και να καταλάβω», «όλα γυρίζουν στο κεφάλι μου και μπερδεύονται…». Είναι γεγονός ότι ένας μαθητής με δυσλεξία και ειδικές μαθησιακές ανάγκες, δίνει καθημερινά μάχες με τον εγκέφαλο του αλλά και με την υπομονή του, ειδικά όταν το κουδούνι χτυπήσει για την ώρα των… αγγλικών…
Πώς μπορούμε λοιπόν να βοηθήσουμε ένα έξυπνο και ικανό παιδί με δυσλεξία να πετύχει σε μια τόσο σημαντική δεξιότητα για τη ζωή όπως αυτή της εκμάθησης της αγγλικής γλώσσας; Σίγουρα πάντως όχι με το συμβατικό τρόπο διδασκαλίας που θυμίζει κάτι από… «σελίδα 5, άσκηση 6, Κωστή διάβαζε…».
Δεν είναι λίγοι οι  γονείς και οι εκπαιδευτικοί που εκφράζουν τις αμφιβολίες τους για το εάν τα παιδιά με δυσλεξία θα πρέπει να μαθαίνουν ξένες γλώσσες, δεδομένου της δυσκολίας τους στην μητρική τους γλώσσα. Είναι αλήθεια ότι τα προβλήματα στην ανάγνωση και γραφή (φωνολογική επίγνωση) στην μητρική γλώσσα ενός παιδιού με δυσλεξία κάνουν την εκμάθηση της ξένης γλώσσας ακόμα πιο δύσκολη. Συγκεκριμένα, όλες οι αδυναμίες στη γραμματική, στο συντακτικό και σε όλες τις γλωσσικές παραμέτρους (δεξιότητες μελέτης και μετα-γνωστικές δεξιότητες) μεταφέρονται και εμποδίζουν την εξέλιξη του στις ξένες γλώσσες. Παρολαυτά, για τους εκπαιδευτικούς που πιστεύουν στο δικαίωμα όλων των παιδιών να μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στην εκμάθηση της αγγλικής γλώσσας που είναι πλέον απαραίτητη δεξιότητα στη ζωή όλων των ανθρώπων, το δίλλημα δεν εντοπίζεται στο εάν θα πρέπει να τη διδάσκονται αλλά στο πώς θα μπορούσε αυτό να γίνει αποτελεσματικά.
Σύμφωνα με μελέτες τα Αγγλικά είναι η πιο δύσκολη γλώσσα για τα άτομα με δυσλεξία. Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί η αγγλική γλώσσα είναι μια μη φωνητική γλώσσα (άλλα διαβάζουμε και άλλα γράφουμε), έχει 26 γράμματα με 44 ήχους (!), χαρακτηρίζεται ως αδιαφανής λόγω του ότι δε διδάσκονται οι ορθογραφικοί και φωνολογικοί της κανόνες ενώ θα έπρεπε και έχει γραφήματα με καθρεφτικές διαφορές και ομοιότητες ( b, d, p, q, g) που δυσκολεύουν πολύ τα άτομα με δυσλεξία τόσο στην ανάγνωση όσο και στην γραφή. Σε σχέση με την ελληνική γλώσσα που είναι φωνητική, τα λάθη που παρουσιάζουν οι μαθητές με δυσλεξία διαφέρουν. Στην μεν ελληνική τα λάθη είναι γραμματικά, ενώ στην αγγλική τα λάθη είναι κυρίως φωνολογικά. Σύμφωνα με έρευνες λοιπόν το μάθημα πρέπει απαραίτητα να προσαρμόζεται στις ανάγκες, ενδιαφέροντα, ικανότητες, μαθησιακό στυλ (learning style) και μαθησιακή ετοιμότητα στα αγγλικά του κάθε παιδιού, όπως ορίζουν οι βασικές αρχές της τεχνικής της διαφοροποιημένης διδασκαλίας που χρησιμοποιείτε σε ποιοτικούς χώρους παγκοσμίως.   Για τους παραπάνω λόγους είναι αυτονόητο ότι η αγγλική ως ξένη γλώσσα μπορεί να διδαχτεί αποτελεσματικά σε μαθητές με δυσλεξία μόνο από καθηγητές αγγλικών ή ειδικούς παιδαγωγούς με εξειδίκευση ή επιμόρφωση στις ειδικές μαθησιακές ανάγκες.
Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με έρευνες, ο «πολυαισθητηριακός» τρόπος διδασκαλίας βοηθά πολύ και είναι απαραίτητος  στην εκμάθηση της ξένης γλώσσας σε παιδιά με δυσλεξία και άλλες ειδικές μαθησιακές ανάγκες (ΕΜΑ) ενώ ταυτόχρονα είναι ευεργετικός για όλους τους μαθητές της τάξης. Ο εκπαιδευτικός εκτός από τη λεκτική διδασκαλία πρέπει να χρησιμοποιεί χρώμα, εικόνα, ήχο, αφή και σώμα σε μια προσπάθεια παρουσίασης και διεξαγωγής του μαθήματος (γραμματική, λεξιλόγιο, συντακτικό, γραφή) με βιωματικό «ζωντανό» τρόπο, διότι όταν  διδάσκει μόνο με λεκτικές οδηγίες όλα περνάνε πολύ «άτονα» στη αντίληψη του μαθητή με δυσλεξία, με αποτέλεσμα να χάνει το ενδιαφέρον του, να αποθαρρύνεται  και να μειώνεται πολύ η επίδοση του. Πρέπει να είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι μόνο όταν μπορέσει να βιώσει και να αισθανθεί ο μαθητής με δυσλεξία, θα καταφέρει τελικά να κατανοήσει και να μάθει. Σε αυτή την προσπάθεια βοηθά πολύ η χρήση διαδραστικών πινάκων, η χρήση υλικού όπως πλαστελίνη και ελαστικά αντικείμενα που μπορούν να παίρνουν διάφορες μορφές και να οπτικοποιούν αφηρημένες έννοιες, η χρήση συγκεκριμένων βιβλίων και υλικού που βοηθούν στη διδασκαλίας της αγγλικής σε παιδιά με δυσλεξία, καθώς επίσης η χρήση της κίνησης του σώματος και της αφής ως υποστηρικτικό μέσο ενδυνάμωσης κάθε γλωσσικής πληροφορίας.
Όσον αφορά στην ανάγνωση που αποτελεί και τη βασικότερη δεξιότητα που ο μαθητής με δυσλεξία χρειάζεται υποστήριξη και ενίσχυση, ο εκπαιδευτικός οφείλει να βοηθήσει στη φωνολογική επίγνωση της γλώσσας δίνοντας κανόνες και ασκήσεις που θα βοηθήσουν στην αποκωδικοποίηση του γραπτού λόγου σε προφορικό. Γι’ αυτό οι εκπαιδευτικοί πρέπει να δίνουν σαφείς κανόνες στα παιδιά, εξηγώντας γιατί π.χ. το «plane» διαβάζεται «πλέ΄ι΄ν» και όχι «πλάνε». Θα ήταν μάταιο να περιμένουν ότι οι μαθητές με δυσλεξία θα το μάθουν επειδή «έτσι διαβάζεται η λέξη…», μια που οι δυσλεξικοί δεν μπορούν να αυτοματοποιήσουν την ανάγνωση των λέξεων χωρίς να τους δίδονται συγκεκριμένοι κανόνες φωνολογικής αποκωδικοποίησης.
Είναι αλήθεια λοιπόν ότι τα παιδιά με δυσλεξία μπορούν να πετύχουν στην εκμάθηση της αγγλικής ως ξένη γλώσσας εάν ο εκπαιδευτικός είναι κατάλληλα εκπαιδευμένος ώστε η διδασκαλία του να ‘αγγίζει’ αποτελεσματικά παιδιά με ειδικές μαθησιακές ανάγκες. Ας μην ξεχνάμε ότι οι μαθητές με δυσλεξία έχουν φυσιολογική ή και άνω του μέσου όρου νοημοσύνη και αν δεν μπορούν να μάθουν με τον τρόπο που εμείς διδάσκουμε, τότε προφανώς πρέπει να μάθουμε να διδάσκουμε με τον τρόπο που εκείνοι μαθαίνουν.

Αγγελική Παππά
Ιδρύτρια-Επιστημονική Υπεύθυνη Ι love dyslexia
Eκπαιδεύτρια Ειδικής Αγωγής Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Επιστημονικός Συνεργάτης Πανεπιστήμιο Ειδικής Αγωγής Θεσσαλίας
E-mail: info@ilovedyslexia.gr
Website: www.ilovedyslexia.gr
……………………………………………………………………..
www.xenesglosses.eu
αναδημοσίευση με την άδεια της συγγραφέως

Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2012

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΡΓΥΡΙΑΔΗΣ :Ασκήσεις σχοινοβασίας για μητροπολίτες




Η θεολογία είναι σχοινοβασία, λέγανε οι παλιοί. Και μ’ αυτό εννοούσαν πως είναι εξαιρετικά δύσκολο για όποιον ασχολείται μαζί της, να διακρίνει τη βαθύτατη ουσία της και τις λεπτές της αποχρώσεις προκειμένου να εξάγει από αυτές, τις απαντήσεις εκείνες που έχει ανάγκη κάθε φορά (σε κάθε εποχή και κάθε τόπο) η δίψα της ανθρώπινης πολυπλοκότητας. Δύσκολο έργο, ναι. Μα αυτό είναι το έργο της Εκκλησίας. Άλλοι το φέρουν εις πέρας επιτυχώς, άλλοι όχι.Ο Μητροπολίτης Σιατίστης Παύλος προκειμένου να στιγματίσει τα κακώς κείμενα έξω από το θέατρο Χυτήριο, επικαλείται το ευαγγελικό περιστατικό της σύλληψης του Ιησού στον κήπο της Γεθσημανή: οι στρατιώτες πλησιάζουν και συλλαμβάνουν τον Ιησού. Ο μαθητής Του ο Πέτρος εξανίσταται, βγάζει μαχαίρι και κόβει το αυτί ενός από τους διώκτες του Κυρίου. Ο Διδάσκαλός του τον επιτιμά αυστηρά και αποκαθιστά τη σωματική βλάβη του διώκτη Του.

Το καινοδιαθηκικό περιστατικό μάς θυμίζει ότι ο Κύριος δεν έχει ανάγκη από υπερασπιστές. Έπλασε τον άνθρωπο ελεύθερο και ελεύθερο τον θέλει. Ελεύθερο ακόμα και να συλλάβει, να ραπίσει, να εμπαίξει, να βασανίσει, και να σκοτώσει τον ίδιο του τον Δημιουργό. Για να το πούμε πιο απλοϊκά, ο Θεός μάς διδάσκει με το παραπάνω χωρίο ότι σέβεται περισσότερο την ελευθερία που ο Ίδιος δώρισε στον άνθρωπο, από τη δική Του θεϊκή “αξιοπρέπεια”.Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος Ιερεμίας έχει άλλη άποψη. Προκειμένου να εκθειάσει τις αντιδράσεις όσων συγκεντρώθηκαν έξω από το θέατρο Χυτήριο, προσκομίζει άλλα παραδείγματα. Επικαλείται μια ρήση του Ιερού Χρυσοστόμου, που επιτάσσει τη δυναμική επέμβαση ενάντια σε όποιον βλασφημεί κατά του Χριστού. Και επικαλείται ακόμη και το ράπισμα που έδωσε ο άγιος Νικόλαος στον αιρετικό Άρειο. Με άλλα λόγια, κατά τη δική του οπτική, οι χριστιανοί δικαιούμαστε να βιαιοπραγούμε, όποτε νιώθουμε να προσβάλλεται το όνομα του Χριστού.

Ποιος έχει δίκιο; Ο Μητροπολίτης Σιατίστης και το ευαγγελικό περιστατικό που επιστρατεύει για να μας μιλήσει για την αγάπη; Ή ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και τα παραδείγματα που εκείνος προσκομίζει για να μας διδάξει θρησκευτικό νταηλίκι; Τι βαραίνει περισσότερο στην εκκλησιαστική συνείδηση, το περιστατικό στη Γεθσημανή ή ο ιερός Χρυσόστομος και ο άγιος Νικόλαος; Τέτοιες απορίες και διλήμματα προκύπτουν εξ αφορμής δύο διαμετρικά αντιφρονούντων μελών της ίδιας -παραδόξως!- ιεραρχίας.

Όμως το δίλημμα είναι πλαστό. Η Εκκλησία προσπαθούσε πάντοτε στην ιστορική της διαδρομή να διασώζει (όχι ανέξοδα ή άκοπα, και ούτε πάντα επιτυχώς) μια βασική παράμετρο της αυτοσυνειδησίας της: τη συνείδηση των (δύσκολων και δυσδιάκριτων ενίοτε) ορίων της, τη συναίσθηση του εσωτερικού της χώρου. Αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία γνωρίζει μέλη εντός της (που τα ποιμαίνει) και κόσμο εκτός της (στον οποίο ευαγγελίζεται το μήνυμα της Αλήθειας). Εντός ποιμένει, εκτός ευαγγελίζεται. Τα δύο αυτά ρήματα σημαίνουν διαφορετικούς τρόπους επικοινωνίας και σχέσης. Να το πούμε αλλιώς: Η Εκκλησία είναι μια εξωστρεφής οικογένεια. Αλλιώς μιλάμε μέσα στην οικογένειά μας και αλλιώς εκτός αυτής. Αυτό δεν συνιστά διγλωσσία - είναι αυτονόητη συνθήκη της ζωής. Άλλες απαιτήσεις έχουμε από τα μέλη της οικογένειάς μας, με τα οποία μοιραζόμαστε κοινές συνθήκες, κανόνες και προϋποθέσεις βίου, και άλλη στάση τηρούμε απέναντι στα μέλη άλλων οικογενειών, που έχουν άλλες προϋποθέσεις.

Τα μέλη της Εκκλησίας, μέσα στους κόλπους της μητέρας μας, παλεύουμε να τηρήσουμε αλώβητους τους όρους της αληθείας και άμωμο το όνομα του Κυρίου μας. Δεν ανεχόμαστε από τον εαυτό μας και από κανέναν αδερφό μας να διαστρεβλώνει την αλήθεια, να θολώνει τα θεολογικά μας κριτήρια, με κίνδυνο να παγώσει τη σχέση μας με τον Σωτήρα Χριστό. Κάτι τέτοιο αποτελεί βλασφημία και στην Εκκλησία οφείλουμε να είμαστε αυστηροί με τον βλάσφημο εαυτό μας.

Αυτή την αυστηρότητα καθρεφτίζει ο λόγος του ιερού Χρυσοστόμου, που απευθύνεται στο “εντός” της Εκκλησίας. Αυτή την ιερή οργή αντικατοπτρίζει η πρωτοβουλία του αγίου Νικολάου να ραπίσει τον Άρειο (ένα μέλος της Εκκλησίας δηλαδή), επειδή ο τελευταίος διαστρέβλωνε την αλήθεια μας, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει να νοσήσει ό,τι ιερότερο έχουμε: το σώμα της Εκκλησίας του Χριστού.

Εμάς αφορούν οι ιερές αγανακτήσεις και οργές, εμάς και την ανικανότητά μας να καταλάβουμε το ήθος του Κυρίου. Εμείς, τα μέλη της εκκλησίας, οφείλουμε να ραπίζουμε τον εαυτό μας όταν διαπιστώνουμε ότι στρεβλώνουμε τα κριτήρια που ο Χριστός μάς δίδαξε με τη ζωή, τον θάνατο και την Ανάστασή του. Εμείς είμαστε υπόλογοι απέναντί Του. Όχι οι “άλλοι”, οι εκτός της Εκκλησίας…

Έξω από το θέατρο Χυτήριο, η Εκκλησία αναμετριέται με την αυτοσυνειδησία της. Τι είναι η θεατρική παράσταση και οι συντελεστές της; Εργόχειρο των μελών της Εκκλησίας, ή ένας άλλος κόσμος, μια άλλη οικογένεια, με άλλους όρους και αλλότριες προϋποθέσεις από τις δικές μας; Και απέναντί τους πώς στεκόμαστε; Με την αυστηρότητα που έχουμε χρέος να δείχνουμε προς τον εαυτό μας και τα μέλη της Εκκλησίας, ή με το ήθος του σεβασμού της ανθρώπινης ελευθερίας που μας δίδαξε ο ίδιος ο Κύριος να επιδεικνύουμε απέναντι σε κείνους που Τον διώκουν;

Η θεολογία είναι σχοινοβασία. Για όλους μας. Στις ασκήσεις σχοινοβασίας άλλοι επιτυγχάνουν και άλλοι όχι. Ο μητροπολίτης Σιατίστης ασκήθηκε με γενναίο φρόνημα και σύνεση. Τον ευχαριστούμε που μάς κρατά νηφάλιους.


 http://www.pheme.gr/article.aspx?id=5639

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2012

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΣ:ΝΑ ΜΗΝ ΠΕΤΡΟΒΟΛΟΥΜΕ...ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΑ!


1 Είπα σε κάποιον μιά φορά: «Τί είσαι εσύ; Μαχητής του Χριστού ή μαχητής τού πειρασμού; Ξέρεις πώς υπάρχουν και μαχητές τού πειρασμού;».

Ό Χριστιανός δέν πρέπει νά είναι φανατικός, άλλα νά έχη αγάπη γιά όλους τους ανθρώπους.
Όποιος πετάει λόγια αδιάκριτα, και σωστά νά είναι, κάνει κακό. Γνώρισα έναν συγγραφέα πού είχε ευλάβεια πολλή, άλλα μιλούσε στους κοσμικούς. μέ μιά γλώσσα ωμή, πού προχωρούσε όμως σε βάθος, και τους τράνταζε.

Μιά φορά μου λέει: «Σε μιά συγκέντρωση είπα αυτό και αυτό σέ μιά κυρία». Άλλα μέ τον τρόπο πού της τό είπε, την είχε σακατέψει. Την πρόσβαλε μπροστά σέ όλους. «Κοίταξε, τού λέω, εσύ πετάς στους άλλους χρυσά στεφάνια μέ διαμαντόπετρες, έτσι όμως πού τά πετάς, σακατεύεις κεφάλια, Όχι μόνον ευαίσθητα άλλα καί γερά». Ας μην πετροβολάμε τους ανθρώπους... χριστιανικά.

Όποιος ελέγχει μπροστά σέ άλλους κάποιον πού αμάρτησε ή μιλάει μέ εμπάθεια γιά κάποιο πρόσωπο, αυτός δέν κινείται άπό τό Πνεύμα τού Θεού· κινείται άπό άλλο πνεύμα. Ό τρόπος της Εκκλησίας είναι ή αγάπη- διαφέρει άπό τόν τρόπο των νομικών.

Ή Εκκλησία βλέπει τά πάντα μέ μακροθυμία και κοιτάζει νά βοηθήση τόν καθέναν, ο,τι καί άν έχη κάνει, όσο αμαρτωλός καί άν είναι. Βλέπω σέ μερικούς ευλαβείς ένα είδος παράξενης λογικής.

Καλή είναι ή ευλάβεια πού έχουν, καλή καί ή διάθεση γιά τό καλό, άλλα χρειάζεται καί ή πνευματική διάκριση καί ευρύτητα, γιά νά μή συνοδεύη την ευλάβεια ή στενοκεφαλιά, ή γεροκεφαλιά (τό γερό δηλαδή αρβανίτικο κεφάλι). Όλη ή βάση είναι νά έχη κανείς πνευματική κατάσταση, γιά νά έχη τήν πνευματική διάκριση, γιατί αλλιώς μένει στο «γράμμα τον νόμου», καί τό «γράμμα του νόμου άποκτείνει».

Αυτός πού έχει ταπείνωση, δεν κάνει ποτέ τόν δάσκαλο· ακούει καί, όταν τού ζητηθη ή γνώμη του, μιλάει ταπεινά. Ποτέ δέν λέει «εγώ», άλλα «ό λογισμός μού λέει» ή «οί Πατέρες είπαν». Μιλάει δηλαδή σάν μαθητής. Όποιος νομίζει ότι είναι ικανός νά διορθώνη τους άλλους έχει πολύ εγωισμό.

- Όταν, Γέροντα, ξεκινάη κανείς άπό καλή διάθεση νά κάνη κάτι καί φθάνη στά άκρα, λείπει ή διάκριση;

- Είναι ό εγωισμός μέσα στην ενέργεια του αυτή καί δέν το καταλαβαίνει, γιατί δέν γνωρίζει τόν εαυτό του, γι' αυτό πιάνει τα άκρα. Πολλές φορές από ευλάβεια ξεκινούν μερικοί, αλλά που φθάνουν!

Οπως οι είκονολάτρες και οι εικονομάχοι. Άκρη το ένα, άκρη το άλλο!

Οι μέν έφθασαν στο σημείο νά ξύνουν την εικόνα του Χρίστου και νά ρίχνουν την σκόνη μέσα στό Άγιο Ποτήριο, γιά νά γίνη καλύτερη ή Θεία Κοινωνία· οι άλλοι πάλι έκαιγαν τις εικόνες, τίς πετούσαν...

Γι’ αυτό ή Εκκλησία αναγκάσθηκε νά βάλη ψηλά τις εικόνες καί, όταν πέρασε ή διαμάχη, τίς κατέβασε χαμηλά, γιά νά τίς προσκυνούμε καί νά απονέμουμε τιμή στά εικονιζόμενα πρόσωπα.


ΑΠΟ ΤΟ "ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ ΒΗΜΑ" ΤΡ 16-10-2012

Ορθόδοξος Χριστιανικός... Κομμουνισμός! Κοινοκτημοσύνη

Ορθόδοξη Ομάδα Δογματικής Έρευνας Πατερικά κείμενα

Ορθόδοξος Χριστιανικός... Κομμουνισμός! Κοινοκτημοσύνη

 
Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου,
11η ομιλία στις Πράξεις, κεφ. 4,32-37.
  Σε μετάφραση

"...Ήταν τόση η προθυμία, με την οποία έδιναν (όσοι είχαν περιουσίες), ώστε δεν υπήρχε ούτε ένας φτωχός [στην πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων] Δεν έδιναν δηλαδή ένα μέρος μόνο από την περιουσία τους, κρατώντας την υπόλοιπη για τον εαυτό τους, ούτε τα έδιναν μεν όλα, αλλά με το αίσθημα πως ήταν δικά τους και τα χάριζαν. Την ανωμαλία της άνισης κατανομής των αγαθών [που συμβαίνει στις κοινωνίες] την είχαν εξαφανίσει από ανάμεσά τους και ζούσαν με μεγάλη αφθονία αγαθών. (...) Ούτε τολμούσαν δηλαδή να δίνουν οι ίδιοι απευθείας στα χέρια των φτωχών, ούτε ένιωθαν υπερήφανοι που έδιναν, αλλά έφερναν [τα χρήματα που εισέπρατταν από την πώληση των περιουσιών τους] μπροστά στα πόδια [των Αποστόλων] και αυτούς τους άφηναν να τα διαχειρισθούν και τους καθιστούσαν απόλυτους κύριους, ώστε η κατανάλωση να γίνεται από αγαθά, που ανήκαν πια σ' ολόκληρη την κοινότητα κι όχι από δικά τους. Αυτός ο τρόπος εκτός των άλλων τους βοηθούσε και στο να μην υπερηφανεύονται.

Αν και σήμερα γινόταν το ίδιο, θα ζούσαμε πιο ευτυχισμένοι και οι πλούσιοι και οι φτωχοί. [...] είναι από μόνο του φανερό, προπαντός όμως από όσα συνέβησαν τότε, πως διαθέτοντας οι πλούσιοι τις περιουσίες τους, όχι μόνο δεν φτώχυναν, αλλά και τους φτωχούς τους έκαμαν πλούσιους.

Αλλά ας περιγράψουμε και τώρα με λόγια το καθεστώς εκείνο (...) Πόσο χρυσάφι νομίζετε πως θα συγκεντρωθεί; Εγώ υποθέτω ότι αν όλοι και όλες καταθέσουν εδώ ειλικρινά όλα τα μετρητά τους και προσφέρουν επιπλέον και τα χωράφια τους και όλα γενικά τα ιδιόκτητα αντικείμενα και σπίτια τους (για δούλους δεν κάνω λόγο, επειδή ούτε τότε συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά τους ελευθέρωναν και τους εξίσωναν με τους εαυτούς των), σε λίγο θα συγκεντρωνόταν χωρίς αμφιβολία μέχρι ένα εκατομμύριο λίτρες χρυσάφι, ή καλύτερα δύο και τρεις φορές αυτή η ποσότητα.

Πες μου, λοιπόν, η πόλη μας [Κωνσταντινούπολη] πόσους κατοίκους αριθμεί συνολικά; Πόσοι από αυτούς θα θέλατε να υποθέσουμε, ότι είναι χριστιανοί; Θα συμφωνούσατε εκατό χιλιάδες και οι υπόλοιποι ειδωλολάτρες και Ιουδαίοι; Πόσες δεκάδες χιλιάδες λίτρες χρυσάφι συγκεντρώθηκε, πόσος δε είναι ο αριθμός των φτωχών; Δε νομίζω περισσότεροι από πενήντα χιλιάδες. Για να τρέφονται, λοιπόν, αυτοί καθημερινά πόση αφθονία μέσων θα υπήρχε; Εάν μάλιστα η διατροφή ήταν κοινή και λειτουργούσαν συσσίτια, δεν θα χρειάζονταν και πολλά έξοδα. Θα μου πείτε, όμως, τι θα κάναμε, όταν θα ξοδεύονταν τα χρήματα; Νομίζετε, όμως, ότι θα ήταν δυνατόν ποτέ να ξοδευθούν; Δεν θα μας χορηγούσε ο Θεός τη χάρη Του, ικανή να αναπληρώσει ποσόν άπειρες φορές μεγαλύτερο από αυτό; Δεν θα ξεχυνόταν δηλαδή πλουσιοπάροχα πάνω σε μια τέτοια κοινωνία η χάρη του Θεού; Τι θα προέκυπτε από αυτό λοιπόν; Δεν θά' χαμε μετατρέψει την γη σε ουρανό; Αν εκεί [στα Ιεροσόλυμα], όπου οι πιστοί ανέρχονταν σε τρεις με πέντε χιλιάδες έγινε αυτό και πέτυχε, και έλαμψε τόσο πολύ, και κανένας απ' αυτούς δεν παραπονέθηκε για φτώχεια, πόσο περισσότερο θα πετύχαινε εφαρμοζόμενο από ένα μεγάλο πλήθος πιστών; Ποιος δε και από τους μη χριστιανούς [ειδωλολάτρες / Ιουδαίους] δεν θα έσπευδε πρόθυμα να προσθέσει και αυτός την προσφορά του;

Για να σας αποδείξω δε, ότι η διάσπαση αυτή είναι δαπανηρή και πρόξενη της φτώχειας, ας πάρουμε σαν παράδειγμα μια οικογένεια, που την αποτελούν δέκα παιδιά, η γυναίκα και ο άνδρας. Και η μεν γυναίκα ας υποθέσουμε πως γνέθει και υφαίνει, ο δε άνδρας πως έχει εισόδημα από εξωτερική εργασία. Πες μου λοιπόν, πότε θα ξοδεύουν περισσότερα, όταν θα τρέφονται όλοι μαζί και θα διατηρούν από ένα νοικοκυριό ή όταν θα μένουν ο καθένας ξεχωριστά; Είναι ολοφάνερο, όταν θα μένουν ξεχωριστά (...)

Αυτό γίνεται, γιατί η διαίρεση σ' όλες τις περιπτώσεις συνεπάγεται την ελάττωση, ενώ η ομόνοια και η συμφωνία την αύξηση. Με τον τρόπο που ζούσαν παλαιότερα οι πιστοί [στις ενορίες τους] ζουν σήμερα στα μοναστήρια. (...) Και όμως, σήμερα οι άνθρωποι φοβούνται αυτή την ζωή [της κοινοκτημοσύνης] περισσότερο από το να πέσουν σε πέλαγος άγνωστο και απέραντο. Αν όμως την είχαμε δοκιμάσει, σίγουρα θα τολμούσαμε να την εφαρμόσουμε. Πόση χάρη και από την πλευρά του Θεού θα μας συνόδευε;

Γιατί, αν τότε που δεν υπήρχαν παρά μονάχα τρεις ως πέντε χιλιάδες πιστοί, που όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι της γης ήσαν εχθροί τους, που δεν περίμεναν βοήθεια από πουθενά, τόλμησαν παρ' όλ' αυτά να πραγματοποιήσουν την κοινοκτημοσύνη, πόσο μάλλον θα μπορούσε να γίνει αυτό σήμερα, που με την χάρη του Θεού είναι γεμάτη από πιστούς η οικουμένη; Και ποιος θα παρέμενε τότε ειδωλολάτρης; Εγώ τουλάχιστον νομίζω κανένας. Και έτσι όλους θα τους αποσπούσαμε από την ειδωλολατρία και θα τους προσελκύαμε με το μέρος μας .... Όμως, αν προχωρούμε σε αυτήν την κατεύθυνση προοδευτικά, πιστεύω πως με τη χάρη του Θεού, αυτό που τώρα μας φαίνεται ακατόρθωτο, θα γίνει. Μόνο δώστε εμπιστοσύνη στα λόγια μου και θα πραγματοποιήσουμε σταδιακά το κατόρθωμα αυτό. Και αν ο Θεός μου δώσει ζωή, πιστεύω, ότι σύντομα θα σας οδηγήσω σ' ένα τέτοιο τρόπο κοινωνικής συμβιώσεως".

Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΤΟΠΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ 1872 ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΥΛΕΤΙΣΜΟ




Προσευχόμενος ο σταυρός να αντικαταστήσει τη σβάστικα στην καρδιά ενός νεαρού εγκληματία, ο πατέρας Αλέγκ βαπτίζει τροφίμους σε μια φυλακή στο Μπαγκαντισκόγε-στο πλαίσιο της νέας κοινωνικής δράσης της Εκκλησίας. «Πολλοί δεν είχαν ακούσει ούτε ακουστά την Αγία Γραφή» μας είπε ο πατέρας Αλέγκ.
Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΥ
ΚΑΙ Η ΤΟΠΙΚΗ ΣΥΝΟΔΟΣ ΤΟΥ 1872
ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΥΛΕΤΙΣΜΟ
 Μητροπ. Ναυπάκτου  κ. ΙΕΡΟΘΕΟΥ Σ. ΒΛΑΧΟΥ*

   Ο εθνικισμός  συνιστά μια διαίρεση, που καταστρατηγεί την ενότητα των ανθρώπων, ακριβώς γιατί προτάσσεται ο φυλετισμός σε βάρος της ενότητος του ανθρωπίνου γένους.
Όμως πρέπει να παρατηρηθή κάτι που δυστυχώς ξεφεύγει από την προ­σοχή εκείνων που αναφέρονται στον κίνδυνο του εθνικισμού. Και αυτό είναι ότι ο εθνικισμός, το να κλείνεται κανείς στον χώρο και τον χρόνο, να περικλείε­ται ατά φυλετικά όρια είναι στην πραγ­ματικότητα μια φυσική κατάσταση στην αφύσικη μεταπτωτική ζωή.
Ο Θεός δεν έπλασε τους ανθρώπους για να είναι άρχοντες και αρχόμενοι, κύριοι και δούλοι. Στην αρχή της δη­μιουργίας, ο άνθρωπος δεν ήταν χωρι­σμένος σε φυλές και εθνότητες, ούτε υπήρχε μεταξύ τους ανταγωνισμός. Όλα αυτά είναι καρποί και αποτελέσματα της πτώσεως του ανθρώπου, της εξόδου από τον Παράδεισο, της απωλείας της θεοκοινωνίας.
Στο βιβλίο της Γενέσως μετά τον κα­τακλυσμό του Νώε, αναφέρεται ότι οι άνθρωποι ομιλούσαν μια κοινή γλώσσα. «Και ην πάσα η γη χείλος εν, και φωνή μία πάσι» (Γεν. ια'1). Όταν όμως κατα­σκεύαζαν τον πύργο της Βαβέλ, που ή­ταν δείγμα αλαζονείας, τότε ο Θεός δη­μιούργησε σύγχυση στις γλώσσες και διεσκόρπισεν αυτούς σε όλο το πρόσω­πο της γης. Γράφεται στην Αγία Γ ραφή: «Και είπε Κύριος. Ιδού γένος εν και χεί­λος εν πάντων, και τούτο ήρξαντο ποιήσαι, και νυν ουκ εκλείψει άπ’ αυτών πάντα, όσα αν επιθώνται ποιείν, δεύτε και καταβάντες συγχέωμεν αυτών εκεί την γλώσσα, ίνα μη ακούσωσιν έκαστος την φωνήν του πλησίον και διέσπειρεν αυτούς Κύριος εκείθεν επί πρόσωπον πόσης της γης...» (Γεν. ια' 6-8).
Φαίνεται στο χωρίο αυτό ότι η διαίρε­ση των γλωσσών, η σύγχυση μεταξύ των ανθρώπων, η διαίρεσή τους, ήταν αποτέλεσμα της αμαρτίας του ανθρώπου. Ο Θεός τελικά συνεχώρησε και ευλόγησε αυτήν την απομάκρυνση, αποβλέποντας στο γενικότερο συμφέρον, αφού ήδη είχε προηγηθή μια άλλη κατα­στροφή δια του κατακλυσμού.
Η εκ νέου ενότητα μεταξύ των ανθρώπων επιτεύχθηκε με την ενανθρώπηση του Χριστού, τον Σταυρό, τον θά­νατο και την Ανάστασή Του, και την έ­λευση του Παρακλήτου. Η Εκκλησία είναι ο νέος Παράδεισος, μέσα στην οποία ο άνθρωπος αποκτά πραγματική κοινωνία με τον Θεό και τους ανθρώπους. Καίτοι παραμένει η ιδιαιτερότητα της γλώσσας και της πατρίδος, που δεν καταργούνται, εν τούτοις υπερβαίνονται με την απόκτηση μιας άλλης γλώσ­σας, της νοεράς καρδιακής προσευχής, που είναι αποτέλεσμα της λήψεως του Αγίου Πνεύματος.
Δεν είναι άσχετο το γεγονός ότι στην εκκλησιαστική λατρεία γίνεται ένας συ­σχετισμός μεταξύ της Βαβέλ και της Πεντηκοστής. Χαρακτηριστικό είναι το Κοντάκιο της εορτής: «Ότε καταβάς τας γλώσσας συνέχεε, διεμέριζεν έθνη ο Ύψιστος ότε του πυρός τας γλώσσας διένειμεν, εις ενότητα πάντας εκάλεσε και συμφώνως δοξάζομεν το Πανάγιον Πνεύμα». Στο τροπάριο αυτό φαίνεται ότι ο Θεός διεμέρισε τα έθνη και τις γλώσσες, αλλά τελικά δια του Αγίου Πνεύματος και δια της διανομής της κοινής γλώσσας του πυρός οι άνθρωποι απέκτησαν ενότητα μεταξύ τους. Έτσι, παρά τον χωρισμό και την διαφοροποίη­ση των γλωσσών, εν τούτοις υπάρχει μια κοινή γλώσσα. Και αν ερμηνεύσουμε την Πεντηκοστή μέσα από την πατερική διδασκαλία, μπορούμε να διαπι­στώσουμε ότι αυτό σημαίνει ότι όσοι φθάνουν στην βίωση της Πεντηκοστής, στην θεωρία του Θεού, αποκτούν και ενότητα μεταξύ τους.
Αυτό δείχνει ότι ο φυλετισμός, το κλείσιμο στα στενά όρια του εθνοφυλετισμού, που βεβαίως γίνεται σε βάρος της ενότητος του ανθρωπίνου γένους, είναι φυσική ζωή μέσα στην παραφύση κατάσταση του ανθρώπου. Η υπέρβαση του εθνοφυλετισμού γίνεται μόνον με την μέθεξη της ενοποιού δυνάμεως του Παναγίου Πνεύματος. Αυτό μπο­ρούμε να το δούμε αναλυτικότερα σε τρία σημεία που θα ήθελα να θίξω στα επόμενα.
Το πρώτο σημείο είναι ότι ο άνθρω­πος μετά την πτώση, όπως λέγει η Αγία Γραφή φόρεσε τους δερμάτινους χιτώ­νες. Οι άγιοι Πατέρες ερμηνεύοντας τι είναι αυτοί  οι δερμάτινοι χιτώνες, δί­νουν και αλληγορική σημασία, ότι δηλα­δή είναι η φθορά και η θνητότητα. Λόγω της φθοράς και της θνητότητος, αναπτύσσονται στον άνθρωπο διάφορα πάθη, το κυριότερο των οποίων  είναι η φιλαυτία. Ο άνθρωπος στην μεταπτωτική ζωή αισθάνεται ανασφάλεια, φόβο και αγωνία, λόγω του θανάτου. Η ιδιο­τέλεια, η ιδιοκτησία, η κατοχή και αύξη­ση πολλών υλικών αγαθών, η φιλοδοξία είναι συνάρτηση αυτής της καταστάσεως. Ο άνθρωπος κλείνεται ερμητικά μέσα στα κτιστά περιοριστικά όρια, μέ­σα στην φυλακή του εγώ. Είναι φυσικό, λοιπόν, στην παρά φύση ζωή, να αισθά­νεται ασφαλής μέσα στην γλώσσα και την φυλή του, την οποία βλέπει σαν προέκταση του εαυτού του και της οικογενείας του. Δεν μπορεί να αγαπήση τους άλλους περισσότερο από τον εαυτό του, δεν μπορεί να προσφερθή στην κοινωνία θυσιάζοντας την οικογένειά του, δεν μπορεί να υπερβή τον φυλετι­σμό.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι αυτή η υπέρβαση του φυλετισμού επιτυγχάνεται δια του Αγίου Πνεύματος, που ενεργεί μέσα στον χώρο της Εκκλησίας. Ο Θεός καλεί όλα τα έθνη να δεχθούν την Αποκάλυψη που δόθηκε δια του Χριστού στους ανθρώπους. Με τα μυ­στήρια της Εκκλησίας ο άνθρωπος εισάγεται και ζη σε μια οικογένεια που εί­ναι υπεράνω της ατομικής του οικογενείας και αυτής της Ιδίας του της πατρίδος. Χωρίς να καταργούνται οι οικο­γενειακές και εθνικές σχέσεις εν τούτοις αποκτά μια άλλη μεγάλη και ευρύτερη οικογένεια. Με το Βάπτισμα ο άνθρωπος υπερβαίνει τον ατομισμό του, και τις ατομικιστικές επιλογές. Ένας σύγχρονος μοναχός του Αγίου Όρους λέγει ότι ο άνθρωπος εισαγόμενος μέ­σα στην Εκκλησία, ακόμη δε και ο μονα­χός που αρνείται να κάνη δική του οικο­γένεια εισέρχεται μέσα στην μεγάλη οικογένεια του Αδάμ, δηλαδή κάνει οι­κογένεια και πατρίδα του όλον τον κό­σμο. Γι’ αυτό και το Άγιο Βάπτισμα λέ­γεται αναγέννηση, αφού η κολυμβήθρα είναι η πνευματική μήτρα της Εκκλη­σίας.
Με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού ο άνθρωπος ενώνεται με τον Χριστό, και όπως Εκείνος έτσι και αυτός αγαπά όλον τον κόσμο. Η θεία Ευχαριστία που τελείται «κατά πάντα και δια πάντα» ενώνει όλους τους Χριστιανούς, έστω και αν ανήκουν σε διαφορετικά φύλα και έθνη. Είναι πάρα πολύ συγκινητικό να βλέπη κανείς Ορθοδόξους Χριστιανούς διαφόρων φυλών και χρωμάτων να μετέχουν του ιδίου ποτηριού και να προσεύχονται από κοινού κατά την διάρκεια της θείας λατρείας, ιδιαιτέρως δε κατά την θεία Λειτουργία.
Η ασκητική ζωή, που συνδέεται στενώτατα με την μυστηριακή ζωή, βοηθά τον άνθρωπο να αποβάλη την φιλαυτία και να αποκτήση την αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής». Φυσικά η άσκηση δεν είναι ανθρωπίνης προελεύσεως, αλλά ενέργεια της θείας Χάριτος και συνέργεια του ανθρώπου. Όταν απο­κτήση κανείς αυτήν την αγάπη, ξεπερ­νά τις γλώσσες των αγγέλων και των ανθρώπων (βλ. Α' Κορ. ιγ', 1). Οι θεούμενοι επειδή μεταμορφώνονται ολοκληρωτικά, αποβάλλουν την φιλαυτία, γι’ αυτό και είναι φυσικοί άνθρωποι, έχουν με­γάλη καρδιακή χωρητικότητα και είναι παγκόσμιοι άνθρωποι. Αγαπούν όλον τον κόσμο και προσεύχονται γι' αυτόν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιας οικουμενικότητος που είναι καρπός της θιώσεως της προπτωτικής ζωής, είναι ο σύγχρονος άγιος Σιλουανός ο Αθωνί­της. Όποιος διαβάσει τα γραπτά του θα διαπιστώση ότι ήταν Ρώσος, έζησε στο Άγιον Όρος, αλλά προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Καίτοι είχε ρωσική κατα­γωγή, εν τούτοις εκκλησιαστικά δεν ή­ταν ούτε Ρώσος, ούτε Έλληνας, αλλά άγιος που αγκάλιαζε από αγάπη και με αγάπη όλον τον κόσμο. Χωρίς να κάνη ταξίδια στις διάφορες χώρες, γνώριζε την τραγωδία και το δράμα των ανθρώπων και προσευχόταν γι’ αυτούς. Γι' αυτό ένας άγιος δεν μπορεί να είναι κατά­σκοπος, φυλετιστής και εθνικιστής, για­τί όλες αυτές οι περιοριστικές αγάπες έχουν καταποθή από την μεγάλη αγάπη του Χριστού.
Ένα παράδειγμα οικουμενικότητος είναι το Άγιον Όρος. Οι μοναχοί προέρχονται από πολλές πατρίδες, αλλά όλοι το αισθάνονται μοναδική τους πατρίδα. Το Αγιώνυμον Όρος είναι ο μόνος χώρος πάνω στην γη στον οποίο δεν γεννιώνται άνθρωποι, αλλά μόνον ζουν και πεθαίνουν. Όμως όλοι το αι­σθάνονται σαν πραγματική τους πατρί­δα, γιατί εκεί αναγεννιώνται πνευματι­κά. Είναι μια κοινοπολιτεία αγάπης και ειρήνης. Και αν κάποτε στο παρελθόν παρατηρήθηκε μια εθνικιστική έξαρση, αυτό θεωρήθηκε ως αίρεση και γρήγο­ρα κατεστάλη από την ύπαρξη θεουμέ­νων που βίωναν και βιώνουν την αληθινή οικουμενικότητα. Έτσι το Άγιον Ό­ρος μας δείχνει περίπου πως μπορεί να λειτουργήση μια ορθόδοξη κοινοπολι­τεία. Η μελέτη του τρόπου διακυβερνήσεως και ζωής, πρέπει να γίνη αντικείμενο σοβαράς επιστημονικής μελέ­της, γιατί θα δείξη πως μπορούν να υπερβαίνωνται όλες οι φυλετικές δια­κρίσεις.
Το τρίτο σημείο είναι ότι οι Χριστια­νοί δεν περιορίζονται από τον χώρο και τον χρόνο, αλλά τα μεταμορφώνουν και τα αγιάζουν με την Χάρη του Θεού. Έχει παρατηρηθή από τον Καθηγητή Γεώργιο Μαντζαρίδη ότι δεν νοείται χρόνος χωρίς τον χώρο, ούτε χώρος χω­ρίς τον χρόνο. Όμως πολλές φορές φαίνεται να υπάρχη μια άαντιπαλότητα μεταξύ του χώρου και του χρόνου. Ο αρχαίας προχριστιανικός και ελληνικός κόσμος διακρινόταν για την εξουσία του χώρου. Αυτό σημαίνει ότι βρισκό­ταν στην κυριαρχία του θανάτου. Από την άλλη όμως μεριά το έργο της θείας οικονομίας «δημιουργεί μια καινούργια προοπτική, που παραμερίζει την κυ­ριαρχία του χώρου και αναβαθμίζει τον χρόνο». Ο Θεός καλεί τον Αβραάμ να εξέλθη από την γη του και την συγγένειά του και να παραδοθή ολοκληρωτικά σ’ Αυτόν, έως ότου του φανερώσει που πρέπει να μείνη. Έτσι ο Αβραάμ εγκαταλείπει τον χώρο και αφήνεται στην Πρόνοια τού Θεού, δηλαδή παραδίδεται στον Θεό για να τού δείξη την νέα γη κατά την διάρκεια τού χρόνου.
Μέσα στην Εκκλησία τόσο ο χρόνος όσο και ο χώρος έχουν διαφορετικό χα­ρακτήρα, εξαγιάζονται από την Χάρη τού Θεού. Μέσα στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο μπορούμε να ζήσουμε το αιώνιο, την βασιλεία τού Θεού.
Για να καταλάβουμε αυτήν την δια­φορετική ενέργεια τού χώρου και του χρόνου πρέπει να πούμε ότι ο χώρος χωρίζει τους ανθρώπους, ενώ ο χρόνος τους ενώνει. Δηλαδή δύο αγαπημένοι άνθρωποι μπορούν να ζουν σε διαφορε­τικούς χώρους, σε διαφορετικά σημεία της γης, σε διαφορετικές πατρίδες, αλλά να ζουν ενωμένοι στον ίδιο χρόνο, δηλαδή στην ίδια χρονική στιγμή είναι ενωμένοι με την ανάμνηση και την νο­σταλγία. Καίτοι τους χωρίζει ο χρόνος είναι δυνατόν να αισθάνωνται, έστω και μια περιορισμένη κοινωνία με το παρελ­θόν, το παρόν και το μέλλον. Βέβαια και αυτή η ενότητα είναι περιοριστική, γιατί ακόμη επικρατεί ο θάνατος. «Η ενοποιός ιδιότητα του χρόνου μπορεί να καταξιωθεί, μόνον όταν συνδυαστεί με την νίκη εναντίον του θανάτου». Μόνον μέσα στην Εκκλησία νικάται ο θάνατος, αφού η Εκκλησία είναι κοινωνία ζώντων και κεκοιμημένων, αγγέλων και ανθρώπων, ουρανίων και επιγείων.
Όταν ο άνθρωπος περιορίζεται μέσα στον ασφυκτικό κλοιό του χώρου, και δεν προχωρεί στον χρόνο και προ παν­τός, όταν δεν υπερνικά με την Χάρη του Θεού τον χώρο και τον χρόνο, τότε είναι εθνικιστής και φυσικά ειδωλολά­τρης. Παρατηρεί σχετικά ο Καθηγητής Γεώργιος Μαντζαρίδης: «Ο χώρος χω­ρίζει τους ανθρώπους. Και τα επιμέρους στοιχεία, με τα οποία συνδέονται οι άνθρωποι σε κάθε συγκεκριμένη πε­ριοχή, τους ξεχωρίζουν από τους ανθρώπους άλλων περιοχών. Τα εθνικά στοιχεία, όταν απολυτοποιούνται, με­ταμορφώνονται σε είδωλα. Έτσι ο εθνισμός (ως εθνικισμός) συμπίπτει με την ειδωλολατρία. Και επειδή ο εθνισμός περιορίζεται πάντοτε στο χώρο, είναι πολυθεϊστικός». Αυτό σημαίνει ότι ο χώρος χωρίζει τους ανθρώπους, ενώ ο χρόνος τους ενώνει. Επειδή όμως και πάλι υπάρχει ο θάνατος γι’ αυτό μόνο με την νίκη εναντίον του θανάτου υπάρχει πραγματική κοινωνία και ενότητα, υπέρβαση του χώρου και του χρό­νου.
Αυτή είναι μια εκκλησιαστική πρακτι­κή. Στην προς Διόγνητον επιστολή, ένα κείμενο του Β' αιώνος παρουσιάζεται εκφραστικότατα αυτή η εν Χριστώ ζωή που είναι υπέρβαση κάθε εθνικισμού και κάθε ιδιαιτερότητας. Λέγεται ότι οι Χριστιανοί «πατρίδας οικούσιν ιδίας, άλλ’ ως πάροικοι μετέχουσι πάντων ως πολίται, και πάνθ’ υπομένουσιν ως ξέ­νοι- πάσα ξένη πατρίς έστιν αυτών, και πάσαν πατρίς ξένη... Εν σαρκί τυγχάνουσιν, άλλ’ ου κατά σάρκα ζώσιν. Επί γης διατρίβουσιν, άλλ’ εν ουρανώ πολι­τεύονται». Χωρίς να καταργήται η πα­τρίδα, υπερβαίνεται με την κατά Χριστόν ξενιτεία. Η βίωση των εσχάτων αί­ρει κάθε περιοριστικότητα. Οι Χριστια­νοί έχουν μια συγκεκριμένη πατρίδα, αλλά δεν κολλάνε σ’ αυτήν, αφού αι­σθάνονται ως ξένοι. Ταυτόχρονα βιώνουν όλη την οικουμένη ως πατρίδα. Όλη η γη είναι δική τους.
Επομένως μόνο η Εκκλησία επαναφέρει τον άνθρωπο στην προ της πτώ­σεως ζωή, και στην προ της Βαβέλ κα­τάσταση, αφού δημιουργείται ένα και­νούργιο έθνος, με την έννοια που αναφέραμε προηγουμένως. Έξω από την Εκκλησία, όπου μετέχεται η καθαρτική, φωτιστική και θεοποιός ενέργεια του Θεού, είναι αδύνατον να απομακρυνθή κανείς από τον εθνικισμό. Νομίζω ότι συνιστά πραγματική ουτοπία να μιλά κανείς εναντίον του εθνικισμού, όντας δεσμευμένος μέσα στον χώρο και τον χρόνο. Όπως ουτοπία είναι να κάνη κα­νείς λόγο για κοινοκτημοσύνη και ακτημοσύνη, χωρίς το Άγιον Πνεύμα, το ίδιο ουτοπία είναι να κάνη κανείς λόγο για την απαλλαγή από τον εθνικισμό έξω από την εκκλησιαστική ζωή.
Ο εθνικισμός  είναι αίρεση της ορθοδόξου εκκλησιαστικής ζωής, που ση­μαίνει ότι κάθε εθνικισμός  είναι αποσπασματικός, αφού βιώνει την μερικότητα σε βάρος της καθολικότητος. Η Ορθοδοξία από την φύση της είναι υπερεθνική, χωρίς φυσικά να καταργή τις ι­διαίτερες πατρίδες κάθε ανθρώπου. Ό­πως για κάποιον αστροναύτη που εξέρχεται από την έλξη βαρύτητος που εξασκεί η γη ισχύουν άλλες συνθήκες και άλλοι νόμοι, το ίδιο συμβαίνει και με τον άνθρωπο που βιώνει την Χάρη του Θεού. Έχει μια ζωή που είναι υπέρβαση της βιολογικής ζωής. Είναι αυτό που λέγεται ότι αποκτά μια υπόσταση που είναι άρνηση κάθε φυσικής αναγκαιότητος, κάθε αναγκαιότητος της φύσης.
Κλείνοντας το άρθρο αυτό πρέπει να αναφερθώ για λίγο και σε κάτι που λέγε­ται πολύ σήμερα, ότι δηλαδή πρέπει να αντιπαρατάξουμε το ορθόδοξο τόξο στο ισλαμικό τόξο. Βέβαια, πρέπει να τονισθή ότι πρέπει να αγαπούμε και να ενδιαφερόμαστε για τους ομοδόξους λαούς με τους οποίους έχουμε την ίδια πίστη και λατρεία, που μας ενώνει η εκ- κλησιαστική ζωή, και οι οποίοι αντιμετωπίζουν το μίσος άλλων ξένων ομολογιών. Αλλά δεν μπορούμε να μιλάμε για ορθόδοξο τόξο που πρέπει να αντιπαρατεθή προς το ισλαμικό τόξο. Και αυτό για τρεις βασικούς λόγους.
Ο πρώτος γιατί δεν υπάρχει ενιαίο ισλαμικό τόξο. Υπάρχουν μεγάλα ρήγμα­τα στις σχέσεις μεταξύ των Μουσουλ­μάνων, αφού πολλοί Μουσουλμάνοι δεν συμπαθούν τους Τούρκους. Και στα Βαλκάνια υπάρχουν Μουσουλμάνοι που δεν είναι Τούρκοι, αλλά άλλοι μεν εξισλαμισθέντες Σλάβοι, άλλοι δε εξισλαμισθέντες Έλληνες. Όπως επίσης στην Τουρκία υπάρχουν οι Αλεβήδες για τους οποίους πολλά λέγονται τε­λευταία. Δεν μπορούμε όλους αυτούς να θεωρούμε ότι έχουν ενότητα μετα­ξύ τους.
Ο δεύτερος λόγος γιατί μεταξύ μερι­κών Ορθοδόξων δεν υπάρχει ενότητα και αγάπη, ακριβώς γιατί εισάγονται εθνοφυλετισμοί. Εμείς οι Έλληνες συ­νήθως θεωρούμε την πατρίδα ως έν­νοια κατωτέρα της Θρησκείας, αλλά δεν νομίζω ότι το ίδιο κάνουν και οι άλ­λοι. Είναι ενδεχόμενο να χρησιμοποιήται η Εκκλησία για την επικράτηση του ιδιαιτέρου εθνοφυλετισμού.
Ο τρίτος και κυριότερος λόγος είναι ότι η Ορθοδοξία δεν μπορεί να γίνη ι­δεολόγημα που να αντιπαρατίθεται σε άλλα ιδεολογήματα και να χρησιμοποιή όλες τις μεθόδους της ιδεολογίας. Το ορθόδοξο τόξο προϋποθέτει την Ορ­θοδοξία ως ιδεολόγημα. Έτσι στην άπο­ψη αυτή ελλοχεύουν σοβαροί κίνδυνοι και μεγάλες δυσκολίες, αφού συνδέε­ται με την ζωή του πεπτωκότος ανθρώπου, την ζωή χωρίς το Άγιον Πνεύμα.
Το Κράτος μπορεί να εξασκή την εξωτερική πολιτική που θέλει, που νομίζει ότι συμφέρει στους πολίτες του. Η Ορθοδοξία όμως έχει μια άλλη ζωή, που συνδέεται με την Χάρη του Θεού και βοηθά τον άνθρωπο να ξεπερνά κάθε παροδικότητα και σχετικότητα, μερικότητα και αποσπασματικότητα. Η Ορ­θοδοξία πρέπει να αποβλέπη στην ζωή της Ρωμηοσύνης που πραγματικά είναι υπέρβαση του εθνοφυλετισμού .
Με την ευκαιρία της Βουλγαρικής Ε­ξαρχίας, η οποία δημιουργήθηκε το 1870, το Οικουμενικό Πατριαρχείο συνεκάλεσε Σύνοδο στην οποία κατεδίκασε τον φυλετισμό που εισέρχεται στα ενδότερα της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θέλει τα πάντα να ρυθμίζωνται βάσει αυτού. Η απόφαση αυτή είναι πολύ ση­μαντική γι’ αυτό θα ήθελα να την αναλύσω λίγο.
Του όρου της Συνόδου αυτής προη­γείται ευρεία έκθεση που μας διαφωτί­ζει γύρω από την ετεροδιδασκαλία του φυλετισμού. Η Έκθεση της Επι­τροπής χωρίζεται σε τρία βασικά τμήμα­τα. Το πρώτο αναφέρεται στο γεγονός ότι οι αποσκιρτήσαντες Βούλγαροι από την εξάρτηση της Μεγάλης του Χρι­στού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπό­λεως «αρχικήν ιδέαν έχουσι την αρχήν του φυλετισμού». Στο δεύτερον τμήμα αναπτύσσεται η άποψη ότι η αρχή του φυλετισμού αντιβαίνει στην διδασκαλία του Ευαγγελίου, και είναι εντελώς ά­γνωστη στην Εκκλησία του Χριστού, ανατρέπει δε το ιερό της πολίτευμα. Και στο τρίτο τμήμα γίνεται λόγος για τις αντικανονικές ενέργειες που έγιναν από αυτούς που απεσκίρτησαν από την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως.
Μετά την έκθεση της αρμοδίας Επι­τροπής παρατίθεται ο όρος της Τοπικής αυτής Συνόδου. Σ’ αυτόν φαίνεται ποια είναι η άποψη της Ορθοδόξου Εκκλη­σίας πάνω στο σοβαρό αυτό ζήτημα, που απασχολεί και την εποχή μας, δε­δομένου μάλιστα ότι και σήμερα, με διαφορετική βεβαίως μορφή, επικρατεί ο εθνοφυλετισμός. Οι διενέξεις στα Βαλκάνια δεν είναι άσχετες από αυτό το γεγονός.
Διαίρεση τού Συνοδικού όρου 
Στην αρχή προτάσσεται ο απαραίτητος πρόλογος που δικαιολογεί τον λόγο για τον οποίο συνήλθαν οι Πατέρες στην Σύνοδο εκείνη. Αναφέρεται ο αποστολικός λόγος: «προσέχειν εαυτοίς και παντί τω ποιμνίω, εν ω υμάς το Πνεύμα το άγιον έθετο επισκόπους ποιμαίνειν την Εκκλησίαν του Θεού, ην περιεποιήσατο δια του ιδίου αίματος». Οι Ποιμένες εντέλλονται να γρηγορούν για την διαφύλαξη της ποίμνης από τους λύκους που λαλούν διεστραμμέ­να. Αυτό είναι ένα από τα βασικότερα καθήκοντά τους.
Στην συνέχεια λέγεται ότι στην κατη­γορία των αιρετικών ανήκουν και οι Βούλγαροι εκείνοι πού κηρύττουν «την καινήν δόξαν» του φυλετισμού και σύ­στησαν φυλετική παρασυναγωγή. Γι’ αυτό και συνήλθαν οι Πατέρες σε Σύνο­δο για να αντιμετωπίσουν την παράδο­ξη αυτήν διδαχή.
Διακηρύσσεται ότι ο φυλετισμός εί­ναι όχι μόνον ξένος προς την Εκκλησία, αλλά και πολέμιος. Δηλαδή ο εθνοφυλετισμός δεν μπορεί να συμβιβασθή με την Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν είναι δυνατόν να προτάσσεται η ιδιαίτερη φυλή και το ιδιαίτερο έθνος σε βάρος της Κα­θολικής Πίστεως, γιατί αυτό διασπά την ενότητα της Εκκλησίας την οποία στη­ρίζει η Χάρη του Θεού και οι αγώνες των αγίων Πατέρων.
Μετά από αυτά ακολουθεί η καταδίκη και η αποκήρυξη τόσο του φυλετισμού όσο και αυτών που τον αποδέχονται και δημιουργούν φυλετικές παρασυναγω­γές, καθώς επίσης και όλων εκείνων που συμφωνούν με τις αντικανονικές ενέργειες των εθνοφυλετιστών. Όλοι αυτοί  χαρακτηρίζονται ξένοι προς την Εκκλησία του Χριστού και επομένως σχισματικοί.
Ο επίλογος του όρου είναι μια προ­σευχή προς τον Κύριο ημών Ιησού Χρι­στό για να διατηρή την Εκκλησία «άμωμον και αλώβητον από πάσης νεωτερικής λύμης, ερηρεισμένην επί τω θεμελίω των αποστόλων και των προφητών», καθώς επίσης να δώση μετάνοια σε ό­σους αποσκίρτησαν από την Εκκλησία, ώστε να επιστρέψουν σ’ αυτήν και να δοξάζουν με όλα τα άλλα μέλη της «τον μέγαν της ειρήνης άγγελον και Θεόν».
Παρά το ευσύνοπτο του όρου, όπως ακριβώς συμβαίνει με όλους τους ό­ρους των Οικουμενικών και Τοπικών Συ­νόδων, είναι αξιοπρόσεκτος και περιέ­χει τα βασικά σημεία πάνω στο θέμα που απησχόλησε τότε την Εκκλησία του Χριστού.
Ανάλυση του Συνοδικού όρου 
Κατ’ αρχάς το Συνοδικό αυτό κείμενο δεν το υπέγραψε μόνον ο Οικουμενικός Πατριάρχης Άνθιμος, αλλά και οι πρώην Πατριάρχες Κωνσταντινουπό­λεως Άνθιμος, Γρηγόριος και Ιωακείμ. Πέρα από αυτούς υπογράφηκε από τον Πατριάρχη Αλεξανδρειάς Σωφρόνιο, τον Πατριάρχη Αντιόχειας Ιερόθεο, τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Σωφρόνιο και πολλούς άλλους Μητροπολίτες του Κλίματος του Οικουμενικού Πατριαρ­χείου. Επομένως το κείμενο αυτό έχει καθολική ισχύ. 
Επίσης εκείνο που παρατηρούμε εί­ναι ότι οι Πατέρες έχουν συνείδηση ότι ενεργούν ως φορείς της Παραδόσεως, εμπνεόμενοι από την Χάρη του Πανα­γίου Πνεύματος. Γράφουν και ενεργούν με τον ίδιο τρόπο που θα έγραφαν και θα ενεργούσαν για κάποια δογματι­κή αίρεση. Αυτό είναι σημαντικό, γιατί δείχνει ότι ο φυλετισμός τελικά είναι μια εκκλησιολογική αίρεση, αφού δια­σπά την ενότητα της Εκκλησίας, που είναι το Σώμα του Χριστού. Και ξέρουμε πολύ καλά ότι κάθε Χριστολογική αίρε­ση είναι ταυτόχρονα και εκκλησιολογική, όπως και κάθε εκκλησιολογική αίρε­ση είναι και Χριστολογική. Λέγεται στο κείμενο ότι όπως οι άγιοι Πατέρες στις Οικουμενικές Συνόδους «εξ ενός και του αυτού Πνεύματος αυγασθέντες ώρισαν τα συμφέροντα», έτσι και αυτοί  αποφαίνονται εν Αγίω Πνεύματι.
Στο κείμενο δίδεται ο ορισμός του φυλετισμού. Οι Πατέρες καταδικάζουν τον φυλετισμό, «τουτέστι τας φυλετι­κάς διακρίσεις και τας εθνικάς έρεις και ζήλους και διχοστασίας εν τη του Χριστού Εκκλησία». Φυσικά, όπως φαί­νεται στην φράση αυτή, δεν καταδικά­ζεται η φυλή και η πατρίδα κάθε Χρι­στιανού, αλλά οι φυλετικές διακρίσεις, και οι εθνικές έριδες, που γίνονται μέσα στην Εκκλησία. Όταν υποστηρίζεται ότι μια φυλή είναι ανώτερη από την άλ­λη, και όταν αυτό γίνεται σε βάρος της ενότητος της Εκκλησίας, αυτό δεν συνιστά εκκλησιαστικό φρόνημα και ορθόδοξο ήθος.
Αυτό είναι συνάρτηση του ότι στην Ρωμηοσύνη δεν υπήρχαν φυλετικές διακρίσεις, δηλαδή η Εκκλησία του Χρι­στού, όπως εκφραζόταν στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν στην πραγματικό­τητα υπερεθνική. Οι εθνικιστές Βούλ­γαροι προήλθαν «εκ μέσου του ευσεβούς βουλγαρικού λαού». Ο Βουλγαρι­κός λαός ανήκε στην Ρωμηοσύνη και είχε ενότητα με όλες τις άλλες λαότητες που υπήρχαν στην Ρωμαίϊκη Αυτο­κρατορία. Για τον φυλετισμό λέγεται ότι αποτελεί «καινήν τινα δόξαν», πρό­κειται «δια την του κακού διάδοσιν», εί­ναι πρωτοφανής «φυλετική παρασυνα­γωγή» που έγινε με αθέτηση των ιερών Κανόνων της Εκκλησίας, και φυσικά ό­σοι επεχείρησαν την δημιουργία αυτής της παρασυναγωγής είναι «απαυθαδιάσαντες». Ο φυλετισμός είναι «ξένος» προς την παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι «νεωτερική λύμη».
Δεν διστάζουν οι Πατέρες της Συνό­δου αυτής να χαρακτηρίσουν την Βουλ­γαρική Εξαρχία παρασυναγωγή και φυ­σικά τους εξαρχικούς ως «αλλοτρίους της μιας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας και αυτό δη τούτο Σχισματικούς». Αυτό σημαίνει ότι δεν ενεργεί η Χάρη του Θεού σε τέτοιες πα­ρασυναγωγές. Γι’ αυτό και οι ευχές και ευλογίες τους είναι ανίερες.
Ο Συνοδικός αυτός όρος είναι πολύ σημαντικός για το ορθόδοξο ήθος. Δεί­χνει ότι η Εκκλησία διέβλεψε τον με­γάλο κίνδυνο του φυλετισμού που στην πραγματικότητα συνιστά τον εθνικισμό. Δεν μπορεί να διασπάται η ενότητα της Εκκλησίας με κριτήρια κτιστά και πεπε­ρασμένα, δεν μπορεί η Εκκλησία να γίνη εθνική, δηλαδή από υπερεθνική να περιπέση στον φυλετισμό. Ουσιαστικά στο κείμενο αυτό βλέπουμε την παρά­δοση της Ρωμηοσύνης.

* Το κείμενο δημοσιεύθηκε όταν ήταν ακόμη Αρχιμανδρίτης.
  • Η φωτογραφία είναι από το Ελληνικό National Geographic τεύχος 4/2009
  • Το κείμενο είναι από το περιοδικό «ΠΑΡΑΔΟΣΗ» 9 (Γ’1) ΙΑΝ-ΜΑΡΤ. 1994

Βαρυσήμαντη επιστολή Καθηγητών ΑΠΘ για τους "αντιρρησίες" των διαλόγων

 
Μεγέθυνση γραμματοσειράς Σμίκρυνση γραμματοσειράς | print Εκτύπωση    send Αποστολή
 
του Νίκου Παπαχρήστου
Επιστολή προς την Ιερά Σύνοδο απέστειλε νωρίτερα σήμερα, όπως πρώτο είχε γράψει από χθες βράδυ το Amen.gr, ομάδα καθηγητών του Τμήματος Θεολογίας του Α.Π.Θ. με την οποία καταδικάζεται η στάση ορισμένων Ιεραρχών της Εκκλησίας της Ελλάδος έναντι της συνοδικώς ληφθείσης αποφάσεως συμμετοχής της στους διαχριστιανικούς διαλόγους. Ιδιαίτερη αναφορά μάλιστα γίνεται στη στάση και τα «αναθέματα» που εξαπέλυσε ο Μητροπολίτης Πειραιώς Σεραφείμ ενώ οι Καθηγητές δεν παραλείπουν να αναφερθούν και στον Μητροπολίτη Κυθήρων Σεραφείμ.«Ενώ, όμως, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει ενθέρμως ταχθεί υπέρ της συμμετοχής στον οικουμενικό και διαθρησκειακό διάλογο, παρατηρούμε ότι ορισμένα μέλη της προβαίνουν σε πράξεις που υποσκάπτουν όχι μόνον την πορεία αυτών των διαλόγων, αλλά, ακόμη, και αυτήν την διορθόδοξο ενότητα δημιουργώντας προϋποθέσεις σχίσματος εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η ανησυχία μας εδράζεται στο γεγονός ότι η Ι. Σύνοδος έως στιγμής δεν ήλεγξε τα μέλη της, Ιεράρχες, για την άτοπη και αντισυνοδική συμπεριφορά τους. Η στάση αυτή της Ι. Συνόδου μας αναγκάζει να αποστείλουμε την παρούσα επιστολή δια της οποίας θέτουμε προς το σεπτό σώμα της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας τις ακόλουθες παρατηρήσεις και ερωτήσεις» σημειώνουν οι καθηγητές που υπογράφουν την επιστολή.
Ακολουθεί το κείμενο της επιστολής και τα ονόματα των καθηγητών που την υπογράφουν:

Προς την Ι. Σύνοδο
της Εκκλησίας της Ελλάδος
Ι. Γενναδίου 14,
115 21 Αθήνα
Θεσσαλονίκη, 29 Μαρτίου 2012
"προσέχετε ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ
ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ θεοῦ,
ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ αἵματος τοῦ ἰδίου".
Πρ 20,28
Μακαριώτατε άγιε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατοι,
Από μακρού χρόνου η ακαδημαϊκή κοινότητα παρακολουθεί την εξέλιξη μιας ιδιοτύπου διαμάχης, η οποία αφορά στην θέση της διοικήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος στους διαχριστιανικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους και τους οργανισμούς όπου αυτοί διεξάγονται. Οι περισσότεροι εξ ημών έχουμε συμμετάσχει στο παρελθόν και εξακολουθούμε να συμμετέχουμε στους επιστημονικούς αυτούς διαλόγους, εκπροσωπούντες είτε την Εκκλησία της Ελλάδος είτε το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τις άλλες παλαίφατες εκκλησιαστικές διοικήσεις. Για τα αποτελέσματά τους υποβάλλεται λεπτομερής απολογισμός στις αρμόδιες συνοδικές επιτροπές, όπου οι Σεβ. Ιεράρχες έχουν την δυνατότητα να ενημερωθούν διεξοδικώς για την πρόοδο αυτών των κινήσεων.
Η Εκκλησία της Ελλάδος, ακολουθώντας τον τύπο της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, αποφάσισε συνοδικώς, ήδη από το πρώτο μισό του παρελθόντος αιώνος, να αποστείλει αντιπροσώπους της στους οργανισμούς διαχριστιανικού και διαθρησκειακού διαλόγου. Η αποστολική τεκμηρίωση της δια του διαλόγου μαρτυρίας της αληθείας παρείχε πλήρη εχέγγυα για την ορθότητα της συμμετοχής της ενώ, συνάμα, η σύγχρονη απαρχή της διαχριστιανικής προσεγγίσεως με τις εγκύκλιες αποφάσεις της Ι. Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου των ετών 1902 και 1904 επιβεβαίωνε την θέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας ως υπευθύνου για την ενότητα του χριστιανικού κόσμου. Για εκείνους δε που θα επιζητούσαν την περαιτέρω αγιολογική τεκμηρίωση της συγχρόνου διαχριστιανικής κινήσεως, αυτή ευρίσκεται εις το έργο του Αγίου Φιλαρέτου, Μητροπολίτου Μόσχας, ο οποίος έγραψε περί τα μέσα του 19ου αιώνος δια την ανάγκη θεραπείας των τραυμάτων του εκκλησιαστικού σώματος, την δυνατότητα επανενώσεως της διηρημένης χριστιανοσύνης και την κοινή χριστολογική πεποίθηση που διατηρούν μετά της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας οι αποσχισθέντες κλάδοι της. Ως αποφθεγματικώς διετύπωσε τούτο ο Άγιος Νεκτάριος, Μητροπολίτης Πενταπόλεως: «τὸ δόγμα δεν καταπολεμεῖ τὴν ἀγάπην• ἡ δὲ ἀγάπη χαρίζεται τῷ δόγματι».
Ενώ, όμως, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει ενθέρμως ταχθεί υπέρ της συμμετοχής στον οικουμενικό και διαθρησκειακό διάλογο, παρατηρούμε ότι ορισμένα μέλη της προβαίνουν σε πράξεις που υποσκάπτουν όχι μόνον την πορεία αυτών των διαλόγων, αλλά, ακόμη, και αυτήν την διορθόδοξο ενότητα δημιουργώντας προϋποθέσεις σχίσματος εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η ανησυχία μας εδράζεται στο γεγονός ότι η Ι. Σύνοδος έως στιγμής δεν ήλεγξε τα μέλη της, Ιεράρχες, για την άτοπη και αντισυνοδική συμπεριφορά τους. Η στάση αυτή της Ι. Συνόδου μας αναγκάζει να αποστείλουμε την παρούσα επιστολή δια της οποίας θέτουμε προς το σεπτό σώμα της Ι. Συνόδου της Ιεραρχίας τις ακόλουθες παρατηρήσεις και ερωτήσεις.
Από μέλος της Ιεραρχίας, τον Σεβ. Μητροπολίτη Πειραιώς κ. Σεραφείμ, την Κυριακή της Ορθοδοξίας του τρέχοντος έτους ανεγνώσθησαν «νέα αναθέματα» εναντίον του πάπα Ρώμης Βενεδίκτου ΙΣΤ΄ «καὶ τοῖς αὐτῷ κοινωνοῦσι». Αναρωτιόμαστε, εάν η Εκκλησία της Ελλάδος τηρεί διαφορετική στάση από αυτήν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο δια συνοδικής αποφάσεως εν έτει 1965 ήρε το ανάθεμα του 1054 που είχε εξαπολύσει ο πατριάρχης Μιχαήλ Α΄ εναντίον των απεσταλμένων του πάπα Λέοντος Θ΄. Διότι, αποτελεί λογική ανακολουθία να αναθεματίζονται ο σημερινός πάπας Ρώμης «καὶ οἱ αὐτῷ κοινωνοῦντες» από έναν Επίσκοπο, και μάλιστα την ίδια στιγμή που επισήμως η Σύνοδος, στην οποία ανήκει, βρίσκεται σε θεολογικό διάλογο μαζί τους. Το αυτό ισχύει και για τους μύδρους του Σεβ. Πειραιώς κατά των Διαμαρτυρομένων, τους οποίους «συνανεθεμάτισε», παραβλέποντας πως για τέσσερεις και πλέον αιώνες ουδεμία Σύνοδος Ορθοδόξων θεώρησε σκόπιμο να προβεί σε ανάλογη ενέργεια. Οι πανορθόδοξες αποφάσεις επί του διαχριστιανικού διαλόγου οφείλουν να αποτελούν τον κανονικό οδηγό και την βακτηρία των ποιμένων της Εκκλησίας και όχι να διαβάλλονται και να καταστρατηγούνται από αυτούς.
Ο ίδιος Ιεράρχης, επίσης, έχει λάβει ως συνήθεια να καθυβρίζει σκαιώς την μουσουλμανική και την ιουδαϊκή θρησκεία μαζί με τους λειτουργούς και τους πιστούς τους. Αδυνατούμε να διακρίνουμε ή, έστω, να εικάσουμε ποιο είναι το πνευματικό ή ποιμαντικό όφελος από αυτή την απρόκλητη, βίαιη καταφορά ενός Επισκόπου εναντίον ανθρώπων διαφορετικού θρησκεύματος. Ταυτοχρόνως, μας προβληματίζει σοβαρά η εικόνα της Εκκλησίας της Ελλάδος και των ποιμένων της που εκπέμπεται στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας εξαιτίας αυτών των ενεργειών, και πολλοί από εμάς γινόμαστε κοινωνοί της απορίας και της αγανακτήσεως που αυτές εγείρουν. Είναι, άραγε, δύσκολο να αντιληφθεί κάποιος την ζημία και την δυσχέρεια που προκαλεί η προαναφερθείσα νοοτροπία και συμπεριφορά στα παλαίφατα Πατριαρχεία, των οποίων άπασες οι καθέδρες ευρίσκονται σε κράτη με μουσουλμανική ή ιουδαϊκή πλειονότητα; Δεν πείθουμε διά των ύβρεων για την ευαγγελική αλήθεια, ειδικώς όταν η αλήθειά μας εκπορεύεται από τον Θεό της ειρήνης, ο οποίος όρισε ως τύπο και τόπο Του τους Επισκόπους και «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδόρει, πάσχων οὐκ ἠπείλει». Σε αυτό το σημείο κρίνουμε αναγκαίο η Ι. Σύνοδος να απαντήσει εάν δέχεται εκβιασμούς ή παρεμβάσεις από οποιοδήποτε ξένο θρησκευτικό κέντρο, όπως σαφώς κατήγγειλε ο ως άνω αναφερόμενος Ιεράρχης.
Συνωδά προς τον Μητροπολίτη Πειραιώς, και ο συνώνυμός του, Σεβ. Μητροπολίτης Κυθήρων, καταφέρεται, όπως και ο πρώτος, εναντίον του Πατριαρχείου Σερβίας κατηγορώντας το για κακοδικία (χάριν συμφερόντων ή απωλείας της Ορθοδόξου συνειδήσεως) στην περίπτωση του καθηρημένου πρώην Ράσκας, μοναχού Αρτεμίου, τον οποίο, μάλιστα, αμφότεροι οι προαναφερθέντες επίσκοποι της Εκκλησίας της Ελλάδος χαρακτηρίζουν «κανονικό Επίσκοπο», «ομολογητή» και «άγιο». Τα ερωτήματα που αναφύονται, εν προκειμένω, είναι προφανή: Υφίσταται, Μακαριώτατε, κοινωνία των ως άνω Μητροπολιτών της ελλαδικής διοικήσεως με έναν εγνωσμένα σχισματικό πρώην Επίσκοπο; Αρνείται η Ι. Σύνοδος της Ε.τ.Ε. την δικαιοδοσία και την κρίση των συνοδικών οργάνων της αδελφής Αυτοκεφάλου Εκκλησίας; Θεωρούμε κανονικώς και εκκλησιολογικώς απαράδεκτο Επίσκοποι αλλοτρίας Αυτοκεφάλου διοικήσεως να συνάπτουν κανονική κοινωνία με σχισματικούς, οι οποίοι δρουν εις βάρος της τοπικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Το ίδιο απαράδεκτο θα θεωρούσαμε το να υποστηρίξουν και να κοινωνήσουν Επίσκοποι άλλης Ορθοδόξου Εκκλησίας με τους εν Ελλάδι σχισματικούς. Εκτός και εάν για τους Σεβασμιωτάτους υφίστανται δύο μέτρα και δύο σταθμά: «ανάθεμα» για τους σχισματικούς της Δύσεως και «κοινωνία» με τους σχισματικούς των Βαλκανίων.
Γνωρίζουμε ότι ικανός αριθμός Ιεραρχών έχει εκφράσει τις ανησυχίες του και αιτηθεί την σύγκληση της Ι. Συνόδου προκειμένου να επιβεβαιωθεί εκ νέου ή να επανακαθορισθεί η στάση της Ε.τ.Ε. έναντι του διαχριστιανικού και διαθρησκειακού διαλόγου και της Οικουμενικής κινήσεως. Ως μέλη της Εκκλησίας και θεράποντες της ιεράς επιστήμης της Θεολογίας θέτουμε υπ’ όψιν του σεπτού Σώματος της Ιεραρχίας και τις δικές μας παρατηρήσεις και ερωτήσεις. Μια σαφής συνοδική απαντητική διαγνώμη επί του θέματος είμαστε βέβαιοι ότι θα αποκαταστήσει την αξιοπιστία της ορθοδόξου μαρτυρίας στον κόσμο.
Μετά βαθυτάτου σεβασμού
Ευαγγελία Αμοιρίδου, Επίκουρη Καθηγήτρια
Χρήστος Αραμπατζής, Επίκουρος Καθηγητής
Χαράλαμπος Ατματζίδης, Επίκουρος Καθηγητής
Διονύσιος Βαλαής, Επίκουρος Καθηγητής
Πέτρος Βασιλειάδης, Καθηγητής
Μόσχος Γκουτζιούδης, Λέκτορας
Ηλίας Ευαγγέλου, Επίκουρος Καθηγητής
Αγγελική Ζιάκα, Επίκουρη Καθηγήτρια
Φώτιος Ιωαννίδης, Αναπληρωτής Καθηγητής
Δημήτριος Καϊμάκης, Καθηγητής
Ιωάννης Καραβιδόπουλος, Ομότιμος Καθηγητής
Άννα Κόλτσιου – Νικήτα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια
Δήμητρα Κούκουρα, Καθηγήτρια
Αντωνία Κυριατζή, Λέκτορας
Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, Καθηγητής
Νικόλαος Μαγγιώρος, Επίκουρος Καθηγητής
Γεώργιος Μαρτζέλος, Καθηγητής
Βασιλική Μητροπούλου, Επίκουρη Καθηγήτρια
Ιωάννης Μούρτζιος, Αναπληρωτής Καθηγητής
Παναγιώτης Παχής, Καθηγητής
Ιωάννης Πέτρου, Καθηγητής
Παναγιώτης Σκαλτσής, Αναπληρωτής Καθηγητής
π. Ιωάννης Σκιαδαρέσης, Επίκουρος Καθηγητής
Χρυσόστομος Σταμούλης, Καθηγητής
Χρήστος Τσιρώνης, Επίκουρος Καθηγητής
Στυλιανός Τσομπανίδης, Επίκουρος Καθηγητής
Παναγιώτης Υφαντής, Επίκουρος Καθηγητής
Γλυκερία Χατζούλη, Επίκουρη Καθηγήτρια

Η «ελευθερία της βούλησης - θέλησης του προσώπου» κατά την φιλοσοφία και την πατερική θεολογία

ierotheos
Του Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου για την Romfea.gr


Το θέμα της ελευθερίας της βούλησης ή της ελευθερίας του προσώπου, όπως παρουσιάζεται στις ημέρες μας, δεν στηρίζεται στην πατερική-ορθόδοξη θεολογία, αλλά είναι κυρίως υπόθεση της σύγχρονης φιλοσοφίας και μετα­φέρεται από μερικούς στην θεολογία.
Θα εντοπισθούν μερικά σημεία γύρω από το σοβαρό αυτό θέμα, για να φανή το πρόβλημα που παρουσιάζεται από της πλευράς της πατερικής θεολογίας και οι συνέπειες που έχει αυτή η θεωρία στην εκκλησιαστική ζωή.
1. Η θέληση-βούληση στην δυτική θεολογία και φιλοσοφία
Ο καθηγηγής Γεώργιος Παναγόπουλος, αναλύοντας τα σχετικά με την δυτική θεολογία, επισημαίνει ότι ο σχολαστικός θεολόγος Ιωάννης Δούνς Σκώτος, εκφραστής της Φραγκισκανικής θεολογίας, εισήγαγε τον βολονταρισμό (βουλησιοκρατία) σε αντίθεση με την οντολογία του Θωμά Ακινάτη.
Ο Δούνς Σκώτος έκανε λόγο για την «θεία παντοδυναμία», την «απόλυτη ελευθερία του Θεού και την απουσία κάθε εξαναγκασμού από το θείο είναι». Μέ αυτήν την άποψη άνοιξε «μιά καινούργια ατραπό σκέψης στην δυτική θεολογία», αφού «τό βουλητικό στοιχείο ανατιμάται σε σχέση με το οντολογικό» και προοιώνισε «ένα από τα κεντρικά αιτήματα της Μεταρρύθμισης, την απόλυτη ελευθερία και προτεραιότητα του Θεού στο ζήτημα της σωτηρίας του ανθρώπου».
Έτσι, ο βολονταρισμός-βουλησιοκρατία από την σχολαστική θεολογία πέρασε στην Μεταρρύθμιση και τον Προτεσταντικό κόσμο και από εκεί έφθασε και στην δυτική φιλοσοφία, στην οποία άλλοτε γίνεται λόγος για την προτεραιότητα της οντολογίας και άλλοτε για την προτεραιότητα της βουλησιοκρατίας.
Ο καθηγητής Θεοδόσης Πελεγρίνης κάνοντας λόγο για την βουλησιοκρατία (voluntarism) γράφει ότι πρόκειται για το φιλοσοφικό εκείνο σύστημα «στό οποίο πρωτεύοντα λόγο διαδραματίζει η βούληση, κατ' αντιδιαστολή προς το λόγο».
Επίσης, γράφει ότι ενώ οι αρχαίοι φιλόσοφοι αντιμετώπιζαν τα διάφορα ζητήματα που τους απασχολούσαν έχοντας ως γνώμονα τον λόγο, ο Αριστοτέλης έδωσε ιδιαίτερη σημασία στον ρόλο της βουλήσεως «στό πλαίσιο του πρακτικού συλλογισμού». Όμως, ιδιαίτερα στην νεώτερη εποχή διάφοροι φιλόσοφοι, όπως ο Ντεκάρτ, ο Κάντ, ο Σοπενχάουερ, ο Νίτσε και ο Γουίλιαμ Τζέϊμς, δίνουν μεγάλη σημασία στην βούληση και μάλιστα στην ελευθερία της βουλήσεως.
Κατά τον Σωκράτη Γκίκα η βουλησιοκρατία υποστηρίζει ότι «η βούληση αποτελεί την ουσία της ανθρώπινης προσωπικότητας, το πιο δυναμικό της στοιχείο, γιατί κατευθύνει την δράση του ατόμου.
Η νόηση και το συναίσθημα έρχονται σε δεύτερη μοίρα». Η ψυχολογική βουλησιοκρατία αναπτύχθηκε από τον Βούντ, σύμφωνα με την οποία η βούληση επιδιώκει να πραγματοποιήση τους σκοπούς που επιλέγει η νόηση, και το συναίσθημα ή παρωθεί την βούληση ή στέκεται εμπόδιο στην βουλητική προσπάθεια.
Επίσης, από τον Σοπενχάουερ υποστηρίχθηκε «ο μεταφυσικός βουλητισμός», σύμφωνα με τον οποίο υπάρχει «η παγκόσμια τυφλή βούληση», αφού «όλα στον κόσμο κατευθύνονται από την θεϊκή βούληση» και η οποία «βρίσκεται πίσω από τους φυσικούς και βιολογικούς νόμους».
Επίσης, η ελευθερία, κατά την σύγχρονη φιλοσοφία, είναι «η δυνατότητα του ανθρώπου ή μιας ομάδας να αυτοορίζεται, να μήν πιέζεται ή καταδυναστεύεται, να κινείται όπως θέλει, να αναπτύσσει δράση, να πραγματώνει τους σκοπούς που θέλει». Ο Κάντ έκανε λόγο για «τήν ηθική ελευθερία» ως δυνατότητα επιλογής.
Ο Φίχτε ομίλησε «γιά την απεριόριστη ελευθερία του ανθρώπου, τελικά όμως θεώρησε μια τέτοια ελευθερία ιδιότητα του Θεού».
Ο Σάρτρ υποστήριζε ότι «η ελευθερία αποτελεί την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης», είναι ασταμάτητη και «ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος σε ελευθερία», αφού «μέ την ελευθερία του δημιουργεί τον εαυτό του από το μηδέν».
Ακόμη, η ελευθερία από την ψυχολογική άποψη «είναι η απουσία εσωτερικών συγκρούσεων, συμπλεγμάτων, έμμονων ιδεών και συνηθειών, καταναγκαστικών πράξεων και ψυχαναγκα­στικών τάσεων».
Είναι φανερό ότι για την ελευθερία και την βούληση του ατόμου ή του προσώπου έγινε ιδιαίτερος λόγος τα τελευταία χρόνια από πλευράς φιλοσοφίας, υπαρξισμού και ψυχολογίας, γιατί παραβιάζονταν τα ατομικά δικαιώματα από ποικιλώνυμες εξουσίες.
Κανείς δεν αρνείται την αξία της κοινωνικής ελευθερίας και των ατομικών δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με τα καθήκοντα, και μάλιστα σε περιόδους που καταπιέζονται οι πολίτες.
Το πρόβλημα όμως είναι όταν σύγχρονοι θεολόγοι επηρεάζονται από τα ρεύματα αυτά και προσπαθούν να δουν το πρόσωπο του ανθρώπου μέσα από την προοπτική της ελεύθερης βούλησης και κατ' αυτόν τον τρόπο αλλοιώνεται ή υπονομεύεται η ορθόδοξη διδασκαλία περί του Τριαδικού Θεού, του Χριστού και του ανθρώπου.
2. Η θέληση στην ορθόδοξη θεολογία
Το θέμα της βούλησης-θέλησης ετέθη επανειλημμένως στις θεολογικές συζητήσεις από τον 4ο αιώνα και μετά, όταν το ρεύμα της ελληνικής φιλοσοφίας εισήλθε μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, οπότε οι Πατέρες προσπάθησαν να αντικρούσουν τους αιρετικούς που χρησιμοποιούσαν την ελληνική φιλοσοφία για να κατανοήσουν το δόγμα της Αγίας Τριάδος και το δόγμα της ενώσεως των δύο φύσεων στον Χριστό.
Κυρίως όμως δυό φορές έγινε σοβαρή συζήτηση και ελήφθησαν αποφάσεις.
Την πρώτη φορά ήταν κατά τον 4ο αιώνα καί, βεβαίως, απεφάνθη η Α' Οικουμενική Σύνοδος. Τότε συζητήθηκε το θέμα εάν ο Πατήρ εγέννησε τον Λόγο από την ουσία Του, οπότε είναι ομοούσιος και άκτιστος, ή εάν ο Λόγος δημιουργήθηκε από την βούληση του Πατρός, όπως όλη η κτίση, οπότε ήταν κτίσμα.
Ο όρος της Α' Οικουμενικής Συνόδου είναι σαφής: «Και εις έναν Κύριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού, γεννηθέντα εκ του Πατρός μονογενή, τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός». Αυτό στρεφόταν εναντίον των Αρειανών, που υποστήριζαν ότι ο Χριστός «ούκ εστιν ίδιος της ουσίας του Πατρός», αλλά είναι κτίσμα και δημιουργήθηκε εν χρόνω «αλλότριος δε της ουσίας του Πατρός και τρεπτός και αλλοιωτός την φύσιν».
Στις αποφάσεις της Β' Οικουμενικής Συνόδου, εκτός από τις προσθήκες στο Σύμβολο της Πίστεως, έγινε αλλαγή ορολογίας (επειδή διακρίθηκε η υπόσταση από την ουσία), δεν έγινε όμως αλλαγή θεολογίας.
Στο τελικό κείμενο δεν υπάρχει το «τουτέστιν εκ της ουσίας του Πατρός», αλλά σαφέστατα υπονοείται, άλλωστε υπάρχει η λέξη «ομοούσιος», και οπωσδήποτε οι Πατέρες διδάσκουν ότι ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα εκ της ουσίας Του και δεν είναι δημιούργημα της βουλήσεώς Του.
Ο Πατήρ είναι αίτιος της γεννήσεως του Υιού και της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος, αλλά κατά την εύστοχη φράση του π. Ιωάννου Ρωμανίδη: «ο Πατήρ κοινωνεί την ουσία Του στον Υιό δια της γεννήσεως και στο Άγιον Πνεύμα δια της εκπορεύσεως».
Την δεύτερη φορά που έγινε συζήτηση για την θέληση ήταν τον 7ο αιώνα και μάλιστα στην Χριστολογία.
Οι Μονοθελήτες έλεγαν ότι στον Χριστό υπάρχει μία θέληση. Ο άγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ιεροσολύμων και ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής δίδασκαν ότι η θέληση και η ενέργεια είναι γνωρίσματα της φύσεως, και εφ' όσον ο Χριστός έχει δύο φύσεις, έχει και δύο θελήσεις, την θεία και την ανθρωπίνη.
Έτσι, κάθε φύση στον Χριστό ήθελε και ενεργούσε τα δικά της, αλλά σε κοινωνία με την άλλη, ενωμένες στο ένα πρόσωπο του Θεού και Λόγου.
Ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής αναπτύσσοντας το θέμα των δύο θελήσεων στον Χριστό θα πή ότι το θέλημα θα είναι ή φυσικό ή υποστατικό ή παρά φύσιν. Άν το θέλημα χαρακτηριστή υποστατικό, τότε ο Χριστός θα παρουσιασθή «ετερό­βουλος» από τον Πατέρα, αφού το υποστατικό θέλημα θα είναι γνώρισμα μόνον της υπόστασης.
Άν το θέλημα το χαρακτηρίσουν παρά φύσιν, τότε δογματίζουν την έκπτωση των ουσιών, αφού τα παρά φύση είναι φθαρτικά των κατά φύση. Επομένως, το θέλημα είναι φυσικό, δηλαδή είναι χαρακτηριστικό της φύσεως, και όχι υποστατικό, δηλαδή δεν είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της υπόστασης.
Πάνω στο θέμα αυτό αποφάνθηκε η ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδος, η οποία μεταξύ των άλλων, δογμάτισε:
«Και δύο φυσικάς θελήσεις, ήτοι θελήματα εν αυτώ, και δύο φυσικάς ενεργείας αδιαιρέτως, ατρέπτως, αμερίστως, ασυγχύτως κατά την των αγίων Πατέρων διδασκαλίαν ωσαύτως κηρύττομεν.
Και δύο μεν φυσικά θελήματα ουχ υπεναντία, μη γένοιτο, καθώς οι ασεβείς έφησαν αιρετικοί, αλλ' επόμενον το ανθρώπινον αυτού θέλημα, και μη αντιπίπτον, ή αντιπαλαίον, μάλλον μεν ούν και υποτασσόμενον τώ θείω αυτού και πανσθενεί θελήματι...».
Ο Χριστός έχει δύο φυσικά θελήματα στο ένα πρόσωπό Του, τα οποία φυσικά θελήματα δεν αντιπαλαίουν μεταξύ τους. Αυτό σημαίνει ότι το θέλημα δεν είναι γνώρισμα του προσώπου, γιατί τότε ο Χριστός θα είχε ένα θέλημα, αλλά είναι ιδιότητα της φύσεως.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας αποδέχονται πλήρως τις αποφάσεις των Οικου­μενικών Συνόδων και γι' αυτό κάνουν την διάκριση μεταξύ θελήσεως-βουλήσεως που συνδέεται με την φύση, και της προαιρέσεως, που κάνει την επιλογή στους ανθρώπους. Δηλαδή, στους Πατέρες η θέληση-βούληση δεν είναι η ελευθερία, όπως την ορίζουν οι σύγχρονοι φιλόσοφοι και φιλοσοφούντες θεολόγοι.
Για να μη γίνη καμμία σύγχυση και παρεξήγηση στα όσα θα λεχθούν στην συνέχεια, πρέπει να σημειωθή ότι, σύμφωνα με την θεολογία της Εκκλησίας μας, δεν υπάρχει υπόσταση χωρίς ουσία, ούτε ουσία χωρίς υπόσταση, αλλά η υπόσταση-πρόσωπο ορίζεται ως ουσία με τα ιδιώματα.
Έτσι, η ενέργεια είναι ουσιώδης κίνηση της φύσης, αλλά ο ενεργών είναι το πρόσωπο.
Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός αποφαίνεται: «άλλο εστίν ενέργεια και άλλο ενεργητικόν και άλλο ενέργημα και άλλο ενεργών». Ενέργεια είναι «η δραστική και ουσιώδης της φύσεως κίνησις». Ενεργητικό είναι «η φύσις εξ ής η ενέργεια πρόεισιν». Ενέργημα είναι «τό της ενεργείας αποτέλεσμα». Και ενεργών είναι «ο κεχρημένος τη ενεργεία ήτοι η υπόστασις».
Επίσης, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός δίνει τους ορισμούς για την θέληση, την βούληση, το θελητό, το θελητικό και τον θέλοντα. Θέληση είναι «η απλή δύναμις του θέλειν».
Βούληση είναι «η περί τι θέλησις», δηλαδή η θέληση για κάτι. Θελητό είναι «τό υποκείμενον τη θελήσει πράγμα». Χρησιμοποιεί ένα παράδειγμα για να δείξη την διαφορά.
Η απλή όρεξη για βρώση είναι η θέληση, η όρεξη προς βρώση είναι η βούληση, η τροφή είναι το θελητό. Ακόμη, θελητικό είναι αυτό που έχει την θελητική δύναμη, όπως ο άνθρωπος. Και θέλων είναι «ο κεχρημένος τη θελήσει».
Έχοντας υπ' όψιν τις βασικές θεολογικές αυτές αρχές, γνωρίζουμε ότι η θέληση είναι όρεξη της μιας ενιαίας φύσεως και κοινή στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αλλά θέλων είναι και τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος.
Έτσι, ο θέλων είναι ο Τριαδικός Θεός, η θέληση ανάγεται στην φύση, όμως η θεία φύση είναι αδιανόητη χωρίς τις υποστάσεις και το αντίστροφο.
Αυτό σημαίνει ότι η αιτιότητα του Πατρός, ότι αυτός είναι αίτιος της υπάρξεως του Υιού και του Αγίου Πνεύ­ματος, δεν ταυτίζεται με την θέληση, η οποία είναι κοινή στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, αφού κοινή είναι η φύση και η ενέργεια.
Επίσης, στον άνθρωπο υπάρχει η βούληση της φύσης και η προαίρεση «ήγουν επιλογή» ανάμεσα σε δύο διαφορετικά πράγματα.
Έτσι, υφίσταται διαφορά μεταξύ βούλησης και προαίρεσης στον άνθρωπο. Όμως, στον Θεό «βούλησιν μεν λέγομεν, προαίρεσιν δε κυρίως ου λέγομεν ου γάρ βουλεύεται ο Θεός».
Ούτε ακόμη μπορούμε να πούμε ότι η ψυχή του Χριστού είχε βουλή ή προαίρεση, γιατί δεν είχε άγνοια και γνωμικό θέλημα, λόγω της ενώσεως της ανθρώπινης με την θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου.
Έτσι, η αγία ψυχή του Χριστού δεν ήταν εναντίον του θείου θελήματος ούτε παρά το θείον θέλημα.
3. Η διδασκαλία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού για την ελευθερία, την θέληση και την προαίρεση
Αναλύοντας το θέμα της ελευθερίας της θέλησης και της προαίρεσης, θα περιορισθώ στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, ο οποίος ιδιαιτέρως κωδικοποίησε την θεολογία του σοβαρού αυτού θέματος.
Κατ' αρχάς ο άγιος Μάξιμος δεν κάνει ιδιαίτερο λόγο για την ελευ­θερία με την έννοια που την εκλαμβάνουν οι φιλοσο­φούντες θεολόγοι. Στά σχόλιά του στο έργο του αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου «περί θείων ονομάτων» κάνει λόγο για τον σκοπό της ενανθρωπήσεως του Χριστού και γράφει: «αμαρ­τίαν γάρ πάντη αγνοήσας, κατηξίωσεν υπέρ ημών, μη εκ­στάς των οικείων, αναμαρτήτως αμαρτία δια της δι' εαυτού ημών υιοθεσίας εις την αρχαίαν επαναγάγη ελευθερίαν».
Είναι προφανές ότι οι Πατέρες δεν αναφέρονται στην «ελευθερία του Θεού από την θεότητά Του», με την «δυνατότητά Του να ενανθρω­πίζει», αφού ο Χριστός, γενόμενος άνθρωπος, δεν εξί­σταται της θείας φύσεώς Του, «τών οικείων». Δηλαδή οι άγιοι Πατέρες δεν προσδιο­ρίζουν την ελευθερία ως δυνατότητα εκστάσεως από την θεία φύση, αλλά κάνουν λόγο για την επάνοδο του ανθρώπου στην αρχαία ελευθερία, που είναι η κοι­νωνία του ανθρώπου με τον Θεό.
Και σε άλλα σημεία της διδασκαλίας του ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής κάνει λόγο για την ελευθερία όχι ως δικαίωμα ή δυνατότητα επιλογής, αλλά ως αναμαρτησία, ως ελευθερία από τα πάθη.
Αναφερόμενος στην γέννηση του Χριστού γράφει: «τή μεν γενέσει φυσικώς εις ταυτόν τώ ανθρώπω κατά την ζωτικήν αγόμενος έμπνευσιν, εξ ής το κατ' εικόνα λαβών ως άνθρωπος άπρακτον διέμεινεν έχων της ελευθερίας της αναμαρτησίας και άχραντον». Η γέννηση του Χριστού ως ανθρώπου ήταν ελεύθερη, απαθής, αυτοπροαίρετη και αγνή. Ακόμη, συνδέει την ελευθερία του ανθρώπου με το «ανείδεον κάλλος».
Όμως, σε άλλο σημείο ομιλεί για το ότι δούλος είναι αυτός που επιλέγει τα πάθη, ενώ αντίθετα ο αγώνας για την αρετή είναι «ψυχής ελευθερία».
Έπειτα, ο άγιος Μάξιμος ο Ομο­λογητής, ενώ δεν κάνει λόγο για ελευθερία, αλλά ομιλεί για προαίρεση, όμως θεωρεί ότι η προαίρεση δεν είναι θέληση-βούληση, η οποία είναι όρεξη της φύσεως, αλλά είναι όρεξη διασκεπτική για όσα εξαρτώνται από μάς, δηλαδή η προαίρεση είναι ένα κράμα, από όρεξη, βουλή και κρίση.
Γράφει: «τήν προαίρεσιν όρεξιν βου­λευτικήν των εφ' ημίν. Ουκ έστι ούν προαίρεσις η θέλησις», «η προαίρεσις ορέ­ξεως και βουλής και κρίσεως σύνοδος» «ουκ έστιν ούν θέλησις η προαίρεσις». Επίσης, κάνει λόγο για το ότι ο Χριστός με την θέωση της ανθρωπίνης φύσεως, αμέσως με την πρόσληψή της, οδήγησε την προαίρεση σε ατρεψία, πράγμα το οποίο το ζουν εν Χριστώ και οι άγιοι.
Επομένως, στην πατερική διδασκαλία, απ' ό,τι γνωρίζω, δεν ανευρίσκεται η έκφραση «ελευθερία της βούλησης» ή «ελεύθερη βούληση του προσώπου», αφού η βούληση είναι όρεξη της φύσεως, ενώ η προαίρεση συνδέεται με το πρόσωπο-υπόσταση, και αυτό εξηγείται με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στην σύγχρονη φιλοσοφία. Και οπωσδήποτε η πατερική διδασκαλία περί ελευθερίας και προαιρέσεως δεν μπορεί να συνδυασθή με την ελευθερία, όπως την χαρακτηρίζει η σύγχρονη φιλοσοφία και η σύγχρονη φιλοσοφούσα θεολογία.
Θα πρέπει να δούμε με συντομία όλα αυτά στην Τριαδολογία, την Χριστολογία και την ανθρωπολογία, κατά τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, που έκανε μεγάλο αγώνα για τα θέματα αυτά.
Εισαγωγικά πρέπει να σημειωθή ότι υπάρχουν πολλά χωρία του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, τα οποία αναφέρονται στις σχέσεις μεταξύ υποστάσεως, φύσεως και ενεργείας, όμως εδώ θα γίνη απλώς μια νύξη.
Ο Θεοδόσιος, Επίσκοπος Καισαρείας της Βιθυνίας, μεταξύ άλλων, υποστήριζε ότι πρέπει να λέμε «μίαν ενέργειαν του Χριστού υποστατικήν», δηλαδή συνέδεε την ενέργεια με την υπόσταση. Όμως, ο άγιος Μάξιμος απάντησε ότι μια τέτοια άποψη «μόνων γάρ αιρετικών πολυθεούντων εστιν». Η ενέργεια είναι φυσική και όχι υποστατική.
Όταν κανείς απονέμη υποστατικές ενέργειες στα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, τότε η μακαρία θεότητα θα έχη τέσσερεις ενέργειες, δηλαδή τρεις ενέργειες που χωρίζουν τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος και μία φυσική ενέργεια που δηλώνει την κατά φύση κοινότητα των τριών υποστάσεων. Όποιος υποστηρίζει μια τέτοια άποψη νοσεί την νόσο της τετραθεΐας.
Όμως, κατά τον άγιο Μάξιμο οι Πατέρες διδάσκουν: «φυσικήν γάρ, αλλ' ουχ υποστατικήν πάσαν είναι ενέργειαν». Εννοείται ότι κατά τον ίδιο τρόπο αναφερόμαστε στην φυσική και όχι υποστατική θέληση.
Ύστερα από αυτήν την εισαγωγική παρατήρηση θα δούμε το θέμα της θελήσεως στην Τριαδολογία.
Τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν έχουν προσωπική ελευθερία ή υποστατική ελευθερία, γιατί αν συνέβαινε αυτό, τότε κάθε Πρόσωπο θα είχε το δικό του θέλημα, την δική του ελευθερία, πράγμα που θα διασπούσε την ενότητα των Προσώπων της Αγίας Τριάδος.
Η απόδοση της θέλησης στο πρόσωπο προκειμένου να εξασφαλισθή η «ελευθερία του προσώπου» δημιουργεί πρόβλημα τριθεΐας στην Αγία Τριάδα. Ο άγιος Μάξιμος, αναφερόμενος στην Αγία Τριάδα, αποδίδει με σαφήνεια την θέληση στην φύση και όχι στο πρόσωπο.
Γράφει ότι θα ρωτούσε ευχαρίστως τους μονοθελήτες αν ο Θεός και Πατήρ όλων θέλη επειδή είναι Πατήρ ή επειδή είναι Θεός, δηλαδή αν το θέλημά Του συνδέεται με το πρόσωπο του Πατρός ή με την θεότητά Του.
Εάν θέλη επειδή είναι Πατήρ, τότε θα είναι άλλο το θέλημα του Πατρός και άλλο το θέλημα του Υιού, γιατί είναι διαφορετικά πρόσωπα. Άν όμως θέλη επειδή είναι Θεός, τότε επειδή και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα είναι Θεοί, αυτό σημαίνει ότι το θέλημα είναι της φύσεως, δηλαδή είναι θέλημα φυσικό.
Ο Θεός είναι Τριαδικός, είναι τρία Πρόσωπα, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα, τα οποία έχουν μία φύση, μία ενέργεια, μία θέληση, μία δόξα, μία βασιλεία.
Η περσοναλιστική φιλοσοφία και θεολογία εγκλωβίζεται στην ταύτιση φύσεως και αναγκαιότητας και γι' αυτό είναι αναπόφευκτη η απόδοση της θέλησης στο πρόσωπο και η εξ αυτής υποτιθέμενη «εν ελευθερία» βουλητική γέννηση του Υιού και βουλητική εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος από τον Θεό Πατέρα, η οποία συνεπάγεται Αρειανισμό.
Ο άγιος Μάξιμος, όμως, και πάλι αποβαίνει σαφέστατος. Γράφει ότι η γέννηση του Υιού από τον Πατέρα είναι «υπέρ την θέλησιν», δηλαδή δεν μεσολαβεί η θέληση μεταξύ του Πατρός και του Υιού, ούτε η θέληση του Πατρός προεπινοείται του Υιού, επειδή ούτε προϋπήρχε ο Πατήρ του Υιού.
Επειδή ο Πατήρ και ο Υιός είχαν «άμα το είναι», γι' αυτό έχουν και μία θέληση, «απλήν τε και αδιαίρετον», όπως έχουν και μία ουσία και μία φύση.
Το ότι ο Πατήρ γεννά τον Υιό εκ της ουσίας Του δεν συνεπάγεται αναγκαιό­­τητα ή ανελευθερία, διότι είναι αδιανόητη η απόδοση οποιασδήποτε αναγκαιότητας στην άκτιστη φύση.
Ο άγιος Μάξιμος παρατηρεί ότι εάν το φυσικό είναι και αναγκασμένο, και ο Θεός είναι κατά φύση Θεός, κατά φύση αγαθός και κατά φύση δημιουργός, τότε ο Θεός θα είναι και κατ' ανάγκη Θεός και αγαθός και δημιουργός, πράγμα που είναι βλάσφημο και να το σκεφθή κανείς.
Γιατί «τίς γάρ ο την ανάγκην επάγων;», δηλαδή, ποιός είναι εκείνος που επιβάλλει την ανάγκη; Παραπέμπει δε στο χωρίο του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας: «Μηδέν φυσικόν είναι εν τη νοερά φύσει ακούσιον».
Την ταύτιση φύσεως και αναγκαιότητας, εκτός από τους Αρειανούς, οι οποίοι την χρησιμοποιούσαν προκειμένου να αποδείξουν την κτιστότητα του Θεού Λόγου δια της εκ της βουλήσεως του Θεού Πατρός γέννησή Του, την χρησιμοποιούσαν και οι φιλονεστοριανοί Αντιοχειανοί, όπως για παράδειγμα ο Θεοδώρητος Κύρου, προκει­μένου να αποδείξουν το αδύνατον της καθ' υπόστασιν ενώσεως θείας και ανθρωπίνης φύσεως στο πρόσωπο του Θεού Λόγου.
Η νεστοριανική αντιπρόταση για την ένωση θεότητας και ανθρωπότητας στον Χριστό ήταν η «συνάφεια», ένωση σχέσης δυό ξεχωριστών υποστάσεων, ανθρώπου και Θεού, η οποία έσωζε κατ' αυτούς την ελευθερία του Θεού Λόγου από μια αναγκαστική ένωση, με αποτέλεσμα ωστόσο την μη πραγματική ενανθρώπηση του Θεού Λόγου.
Όμως, η ορθόδοξη θεολογία δεν πέφτει σε τέτοιες πλάνες, γιατί διδάσκει ότι η βούληση είναι όρεξη της φύσεως και όχι του προσώπου.
Ας δούμε με συντομία το θέμα της βουλήσεως-θελήσεως στην ανθρωπο­λογία.
Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ' εικόνα και καθ' ομοίωση του Θεού. Πολλοί Πατέρες τον όρο κατ' εικόνα τον προσδιορίζουν ως το νοερό και το αυτεξούσιο, «η δε αυτεξουσιότης εστίν αυτοκρατής του θελήματος κίνησις». Πάντως, ο Αδάμ και η Εύα είχαν την δυνατότητα της επιλογής.
Όμως, το πρώτο ανδρόγυνο δεν είχε την τελειότητα, αλλά έπρεπε να φθάση σε αυτήν, ήταν νήπιοι και έπρεπε να ολοκληρωθούν, η φύση τους ήταν ατελής.
Η κακή χρήση της προαίρεσης τους οδήγησε στην πτώση. Έτσι, η δυνατότητα της επιλογής, της προαίρεσης ήταν έκφραση της ατέλειάς τους.
Επομένως, και στον άνθρωπο η θέληση είναι όρεξη της φύσεως, είναι φυσική θέληση και όχι υποστατική, η θέληση δεν κάνει επιλογή, την οποία επιλογή κάνει η προαίρεση. Το προοδευτικό σχήμα που διδάσκει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όπως το είδαμε και προηγουμένως, είναι: θέληση-βουλή-γνώμη-προαίρεση.
Το «θέλημα είναι φυσικόν ήγουν θέλησιν, δύναμιν του κατά φύσιν όντος ορεκτικήν». «Η προαίρεσις περί ταύτά εστι μετά την κρίσιν, περί ά η βουλή προ της κρίσεως».
Λέγοντας, όμως, ότι το θέλημα είναι της φύσεως, δεν αγνοούμε ότι ορίζουμε την υπόσταση ως ουσία μετά ιδιωμάτων, οπότε δεν μπορεί να κάνουμε λόγο για προτεραιότητα της φύσεως έναντι του προσώπου ούτε για προτεραιότητα του προσώπου έναντι της φύσεως.
Οι Πατέρες διακρίνουν το «θέλειν» από το «πώς θέλειν», γι' αυτό και δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση μεταξύ της θελήσεως, που είναι της φύσεως, και του πώς εκφράζεται η θέληση, που είναι του προσώπου.
Ο άγιος Μάξιμος γράφει ότι «ου ταυτόν το θέλειν και το πώς θέλειν», όπως δεν είναι το ίδιο «τό οράν και το πώς οράν».
Το να θέλη και να βλέπη κανείς είναι της φύσεως και υπάρχει σε όλα τα ομοφυή και ομογενή, αλλά «τό πώς θέλειν», όπως και «τό πώς οράν», δηλαδή το να θέλη να περπατήση ή να μη θέλη, το να βλέπη σε κάθε κατεύθυνση «τρόπος εστιν της του θέλειν και οράν χρήσεως». Αυτό δηλαδή το «πώς θέλειν» είναι «τώ κεχρημένω προσόν» που τον χωρίζει από τους άλλους, κατά την λεγομένη κοινώς διαφορά.
Επομένως, δεν μπορεί να γίνεται σύγχυση μεταξύ του «θέλειν», που είναι της φύσεως, και του «πώς θέλειν» που είναι προσόν αυτού που χρησιμοποιεί την θέληση. Αυτή είναι η χρυσή τομή μεταξύ της ουσιοκρατίας και του περσοναλισμού και δείχνει ότι η Πατερική διδασκαλία αποφεύγει τόσο την σχολαστική ουσιοκρατία όσο και τον φιλοσοφικό περσοναλισμό.
Ας δούμε το θέμα της θελήσεως στην Χριστολογία.
Ο Χριστός με την ενανθρώπησή Του προσέλαβε ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, την ένωσε με την θεία φύση στην υπόστασή Του, την θέωσε. Άν και έγινε προς Χάρη μας άνθρωπος, Αυτός που είναι «ο ποιητής των ανθρώπων», όμως, «ημίν δηλονότι και την ατρεψίαν κατώρθωσε της προαιρέσεως, ως ατρεψίας δημιουργός».
Έτσι, «τό ανθρώπινον του Θεού» (τού Χριστού) «κατά προαίρεσιν ως ημείς ου κεκίνηται», κάνοντας με την εξέταση και την κρίση τον διαχωρισμό των αντιθέτων, «ίνα μη φύσει κατά προαίρεσιν νομισθείη τρεπτόν».
Αλλά, αφού έλαβε το είναι, αμέσως μετά την ένωσή του με τον Θεόν Λόγον «αδίστακτον, μάλλον δε στάσιμον την κατ' όρεξιν φυσικήν, ήτοι θέλησιν, κίνησιν έσχεν».
Οπότε, η προαίρεση στον Χριστό δεν κινήθηκε.
Οι άνθρωποι ως ατελείς, με την γέννησή τους, έχουν την προαίρεση, αφού έχουν την δυνατότητα να κινηθούν προς τα δύο, «τά καλά τε λέγω και τα κακά». Αυτή, όμως, η δυνατότητα της επιλογής –τής προαίρεσης– παύει να υφίσταται στους αγίους, που ενώνονται με τον Χριστό και γίνονται μέλη του Σώματός Του, αφού και αυτοί αποκτούν την ατρεψία της προαίρεσης, κατά τον λόγο του Αποστόλου Παύλου «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει» (Α' Κορ. ιγ', 8). Στην Βασιλεία του Θεού δεν θα υπάρχη δυνα­τότητα επιλογής, οι άγιοι θα έχουν εν Χριστώ ατρεψία της προαίρεσης, αφού δεν θα υπάρχουν αντίθετες καταστάσεις.
Επομένως, τα Πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δεν έχουν ελευθερία, όπως την εννοούν οι φιλοσοφούντες θεολόγοι.
Ο Θεάνθρωπος Χριστός δεν έχει δυνατότητα επιλογής, ήτοι γνωμικό θέλημα, αφού έχει ατρεψία προαίρεσης. Και ο άνθρωπος στην πτωτική κατάσταση έχει μεν δυνατότητα προαίρεσης, αλλά όταν φθάνη στην θέωση αποκτά εν Χριστώ την ατρεψία της προαίρεσης και οδηγείται με την εν Χριστώ άσκηση και την μυστηριακή ζωή από το γνωμικό θέλημα στο φυσικό θέλημα.
Έτσι, η ελευθερία της βουλήσεως και η ελευθερία του προσώπου, την οποία οι θεολόγοι σήμερα επαινούν υπερβαλλόντως, ως στοιχείο του Θεού και του ανθρώπου, ως έκφραση και καθοριστικό γνώρισμα του ανθρώπου που συνιστά την τελειότητά του, είναι απαράδεκτη από θεολογικής πλευράς.
Η ελευθερία δεν είναι υποστατική, αλλά φυσική. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, διότι έτσι διατρανώνεται η καλή λίαν δημιουργία του Θεού.
Αντιθέτως, το πρόσωπο είναι εκείνο που κάνοντας παράχρηση της θεόσδοτης ελευθερίας της φύσεως καταλήγει στην αμαρτία. Επομένως, δεν «υπερβαίνει το πρόσωπο δια της ελευθερίας την αναγκαιότητα της φύσεως», αλλά αντίστροφα, κάθε άνθρωπος με την ενέργεια της θείας Χάριτος και την δική του συνέργεια δια της φυσικής θελήσεως, μπορεί να αχθή πέραν των ορίων της φύσεώς του και να φθάση στην θέωση. Αντίθετα, το πρόσωπο είναι εκείνο που αν δεν κάνη καλή χρήση του αυτεξουσίου, καταλήγει δέσμιο της αμαρτίας και υποδουλώνει την φύση στα πάθη. Συνεπώς, η απόδοση αναγκαιότητας στην φύση δείχνει είτε άγνοια των πατερικών κειμένων είτε ερμηνευτικό εκβιασμό τους με σκοπό την εξαγωγή των ποθουμένων περσοναλιστικών συμπερασμάτων.
4. Οι συνέπειες του περσοναλισμού στην εκκλησιαστική ζωή
Πρέπει να επισημανθή κάτι πολύ σημαντικό και αξιοπρό­σεκτο, που έχει σχέση με την λεγομένη μεταπατερική θεολογία της ελευθερίας του προσώπου.
Η μεταφορά της συγκεκριμένης περσοναλιστικής τριαδολογικής απόψεως στην σημερινή χριστιανική ανθρωπολογία με την θρυλούμενη «ελευθερία του προσώπου», η οποία μάλιστα προβάλλεται και ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της ορθόδοξης Ανατολής σε σχέση με την ουσιοκρατία της χριστιανικής Δύσης. έχει συγκεκριμένες προεκτάσεις, όπως την συχνή κριτική που ασκείται στην ορθόδοξη ασκητική ως αντιστρατευόμενη την «ελευθερία του προσώπου».
Όπως πάντοτε, έτσι και στην περίπτωση αυτή, η εσφαλμένη δογματική άποψη οδηγεί σε ποικίλες ερμηνευτικές παρεκτροπές που έχουν συνέπεια στην εκκλησιαστική ζωή και τον τρόπο με τον οποίο ζή ο Χριστιανός ως μέλος της Εκκλησίας.
Θα τονισθούν μερικές συγκεκριμένες παραχαράξεις της εκκλησιαστικής ζωής από αυτούς που ομιλούν για την λεγόμενη ελευθερία της βούλησης ή της θέλησης και της ελευθερίας του προσώπου.
Πρώτον, η εκκλησιαστική τάξη των πραγμάτων, ερμηνεύεται και εκλαμβάνεται μέσα από την θεωρία της ελευθερίας του προσώπου και της αγάπης, όπως ερμηνεύθηκαν από τον Αλέξη Χομιακώφ και τον Αφανάσιεφ. Σύμφωνα με τις θεωρίες αυτές στην εκκλησιαστική ζωή έχει μεγάλη σημασία η βίωση της ελευθερίας και της αγάπης, ανεξάρτητα από τις κανονικές προϋποθέσεις που έχουν θεσπίσει οι Πατέρες των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων.
Έτσι, η εκκλησιαστική ζωή κρίνεται στην πράξη με όρους «αστικής δημοκρατίας», προκειμένου να στοχοποιηθούν ιεραρχικές δομές της Εκκλη­σίας και να κριθούν ως καταπιεστικές και απάδουσες της πρώτης «δημοκρατικώς φερομένης» αρχαίας Εκκλησίας.
Στην συνέχεια χρησιμοποιείται η εσφαλμένη αυτή δογματική θέση στο επίπεδο της θεολογίας, ώστε να εισαχθούν διάφορες ουμανιστικές και προτεσταντικές απόψεις για την μετοχή στα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος, ανεξάρτητα από τις θεολογικές και κανονικές προϋποθέσεις, ωσάν η πνευματική ζωή να είναι μια «δημοκρατία αστικού τύπου», στην οποία όλοι απολαμβάνουν τα δώρα του Αγίου Πνεύματος απροϋποθέτως.
Είναι βέβαιο ότι με τέτοιες προϋποθέσεις στοχοποιούνται και υπονομεύονται Πατερικά έργα, όπως τα Αρεοπαγητικά συγγράμματα, τα οποία ερμηνεύτηκαν από τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ότι δήθεν κατοπτρίζουν άκαμπτες εκκλησιαστικές δομές που έγιναν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως από τον Κλήρο.
Δεύτερον, η ασκητική του ησυχασμού κρίνεται ότι κατοπτρίζει την λογική της ατομιστικής σωτηρίας, η οποία δεν έχει άμεση αναφορά στην «οντολογία του προσώπου», δηλαδή στο «υπάρχειν ελευθέρως εν σχέσει», αλλά στην προοπτική μιας ατομιστικής καθάρσεως των παθών χωρίς αναφορά στον Άλλο άνθρωπο, ο οποίος αποτελεί την προϋποθετική συνθήκη του «υπάρχειν προσωπικώς».
Έτσι, διασπάται η ενότητα μεταξύ Μυστηρίων και ασκητικής ζωής, η οποία στην πράξη είναι η ευαγγελική ζωή, δηλαδή η τήρηση των εντολών του Χριστού, αμφισβητείται άμεσα ή έμμεσα η ασκητική θεολογία των Καππαδοκών Πατέρων ως ωριγενική και νεοπλατωνική, αλλά υπονομεύεται ύπουλα και η διδασκαλία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως «πνευματοκρατική».
Τρίτον, η εκκλησιαστική και ασκητική ευλάβεια, που επαινείται από τους ασκητικούς Πατέρες, επικρίνεται από τους εκφραστές της θεωρίας «τής ελευθερίας του προσώπου», ως ανελεύθερος δυτικός ευσεβισμός και ηθικισμός, αλλά και ως «θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού βιώματος».
Έτσι, παρατηρείται το φαινόμενο να κρίνεται και να υπονομεύεται το περιεχόμενο της «Φιλοκαλίας των ιερών Νηπτικών Πατέρων», ότι δήθεν συνιστά μια «θεραπευτική εκκλησιολογία», η οποία ανέτρεψε την «ευχαριστιακή εκκλησιολογία» της πρώτης Εκκλησίας!
Τέταρτον, η υπακοή σε Πνευματικό Πατέρα κρίνεται ως κολόβωση της «ελευθερίας του προσώπου» και απέκδυση της ευθύνης της ύπαρξης, «τού υπάρχειν ελευθέρως», από τον ίδιο τον εξομολογούμενο και μετάθεση αυτής της «προσωπικής ευθύνης» στον Γέροντα.
Βεβαίως, δεν παραβλέπουμε διάφορα λάθη τα οποία γίνονται στον τομέα αυτό, είτε από Πνευματικούς Πατέρες είτε από πνευματικά παιδιά, αλλά δεν είναι δυνατόν από τέτοια λάθη να υπονομεύεται η πορεία του ανθρώπου από την δουλεία στην ελευθερία των τέκνων του Θεού, όπως περιγράφεται στην πορεία του Ισραηλιτικού λαού από την Αίγυπτο στην Γή της Επαγγελίας με την θεοπτική καθοδήγηση του Μωϋσέως.
Επομένως, η λανθασμένη θεωρία περί της «ελευθερίας της βούλησης-θέλησης» και της «ελευθερίας του προσώπου» και περί συνδέσεως της θέλησης με το πρόσωπο, έχει σημαντικές προεκτάσεις στον εκκλησιαστικό χώρο.
Μέ τέτοιες θεωρίες υπονομεύεται η ζωή της Εκκλησίας και οι προϋποθέσεις του αγιασμού, και ουσιαστικά παρερμηνεύεται ο ίδιος ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, που κάνει λόγο για πρακτική φιλοσοφία, φυσική θεωρία και μυστική θεολογία, αλλά και όλοι οι άγιοι Πατέρες που ομιλούν για κάθαρση, φωτισμό και θέωση.
Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ελεύθερη βούληση του προσώπου από θεολογικής πλευράς, διότι η θέληση-βούληση είναι χαρακτηριστικό της φύσης και όχι του προσώπου, ενώ η επιλογή από τον άνθρωπο γίνεται με την προαίρεση, η οποία συνιστά μεν ατέλεια της φύσης, αλλά οι άγιοι αποκτούν εν Χριστώ και την ατρεψία της προαίρεσης.
Τα περί οντολογίας και ελευθερίας του προσώπου για να αποφευχθή δήθεν η αναγκαιότητα της φύσης είναι δυτικός περσοναλισμός, μια «ψευδομόρφωση» στην σύγχρονη θεολογία, είναι η πεμπτου­σία της λεγόμενης «μεταπατερικής θεολογίας».
(Σημείωση: Οι παραπομπές του κειμένου αυτού θα δημοσιευθούν στο βιβλίο που θα κυκλοφορήση προσεχώς)

Δημιουργήθηκε  Δευτέρα, 15 Οκτώβριος 2012
Συντάχθηκε από τον/την Romfea.gr - 22.55