Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ ΤΟΥ ΕΥΚΛΕΙΔΕΙΟΥ – ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ.



Παραθέτουμε μία πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του Νευρολόγου-Ψυχιάτρου Δρ. Δημητρίου Κ. Γερούκαλη, στην οποία κατορθώνει να “παντρέψει” τη σύγχρονη φυσική και την πατερική θεολογία σε μία δυναμική ανάλυση.
Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΨΥΧΙΚΗΣ  ΣΥΓΚΡΟΥΣΕΩΣ ΩΣ ΑΔΑΜΙΚΟ ΠΛΕΓΜΑ

Δρ. Δημήτριος Κ. Γερούκαλης
Ιατρός
ΚΩΣ, ΔΩΔΕΚΑΝΗΣΑ
 “ΣΥ ΕΚ ΤΟΥ ΜΗ ΟΝΤΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΗΜΑΣ ΠΑΡΗΓΑΓΕΣ, ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΕΣΟΝΤΑΣ ΑΝΕΣΤΗΣΑΣ ΠΑΛΙΝ, ΚΑΙ ΟΥΚ ΑΠΕΣΤΗΣ ΠΑΝΤΑ ΠΟΙΩΝ, ΕΩΣ ΗΜΑΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟΝ ΑΝΗΓΑΓΕΣ “.
             Εισαγωγή
            Ο σύγχρονος άνθρωπος είναι, δυστυχώς ακόμα, εγκλωβισμένος στην Αριστοτέλεια λογική, στην Ευκλείδεια Γεωμετρία και Νευτώνεια φυσική. Είναι δηλαδή εγκλωβισμένος στον χώρο και στον κόσμο του αισθητού. «Βλέπουμε» το περιβάλλον μας όχι όπως είναι στην πραγματικότητα, αλλά όπως οι αισθήσεις μας επιτρέπουν να το αντιληφθούμε ( η ύλη στα πλαίσια του χωροχρόνου της θεωρίας σχετικότητας, δεν αποτελεί μία ξεχωριστή οντότητα, αλλά μία ιδιομορφία πεδίου).
            Οι αισθήσεις μας μπορούν να καταγράψουν και να συγκεκριμενοποιήσουν σχήματα που μορφοποιούνται μόνον σε χώρους μέχρι τριών (3) διαστάσεων, όπως αυτοί περιγράφονται από την Ευκλείδεια γεωμετρία.
Τα σχήματα τα οποία μορφοποιούνται μέσα σε χώρους που περιγράφονται από μη ευκλείδειες γεωμετρίες, όπως αυτές του Lobatschewski και του Riemann, δεν είναι δυνατόν να γίνουν αντιληπτά από τις ανθρώπινες αισθήσεις.
            Η αδυναμία αυτή των αισθήσεων μας αναγκάζει να περιορίζουμε τον κόσμο των αισθητών εντυπώσεων μας σε ένα πολύ μικρό υποσύνολο του συμπαντικού χώρου. Να σχηματίζουμε δηλαδή αυθαίρετα, μέσω των αισθήσεων μας, μία ελαχιστότατη ευκλείδεια υποκειμενική τομή στο συνεχές μη ευκλείδειο χωροχρονικό γίγνεσθαι.
Η πραγματική φύση του τετραδιάστατου μη Ευκλείδειου Σύμπαντος είναι μη αισθητή και περιγράφεται μόνον μέσω μαθηματικών σχέσεων.
           Η δημιουργία της κτίσεως “εκ του μη όντος“ και όχι απλώς εκ του μηδενός συνιστά τη βασική θέση της πατερικής θεολογίας , επί της οποίας οικοδομήθηκε η όλη θεώρηση της ζωής, της πίστεως, της σωτηρίας. Μοναδική, αιώνια και ανεξάρτητη, ως αυτοτελής ύπαρξη, μη υποκείμενη σε ανάγκες και χαρακτηριστικά της φύσεως / ουσίας, ο Θεός δημιουργεί τα κτιστά όντα, τα οποία υφίστανται ως πραγματικότητα, και μάλιστα “καλά λίαν“.
          Η δημιουργία των κτιστών απορρέει από τη θέληση και όχι από τη φύση του Θεού, η κτίση συνδέεται με τη δημιουργική δύναμη του Θεού, της οποίας συνιστά αποτέλεσμα εκ του μη όντος.
       Η αντίληψη αυτή για τη σχέση του Θεού με την κτίση διακρίνει διαλεκτικά την άκτιστη δηλαδή άχρονο, αυθύπαρκτη και ελεύθερη από κάθε αναγκαιότητα παρουσία και δράση του Θεού, από το κτιστό, σύγχρονο και πεπερασμένο γεγονός της αναδύσεως των όντων στην ύπαρξη. Ο τρόπος της αναδύσεως του κτιστού εκ του μη όντος στην ύπαρξη τέμνει την ιδιαίτερή του σχέση με τον δημιουργό του. Το ότι ο κόσμος είναι κτιστός φανερώνει ότι θα μπορούσε και να μην είχε υπάρξει ή να πάψει να υφίσταται. Το είναι του δεν είναι αυθύπαρκτο. Το κτιστό δεν μπορεί να ζήσει έξω από την ενέργεια του Θεού, “η μεν φύσις αυτού των ενδεχομένων είναι παρίστησιν”. 
            Ουδεμία οντολογική συγγένεια εντοπίζεται μεταξύ Θεού και κόσμου. Η κτίση, νοητή και αισθητή, ενώ δεν απορρέει κατ΄ ανάγκην από άκτιστες αυθύπαρκτες ιδέες και αρχέτυπα ή κτιστά ενδιάμεσα, είναι εξ΄ ολοκλήρου έργο εκ του μη όντος, δηλαδή αποτέλεσμα της ελεύθερης και αγαπητικής θελήσεως του Θεού.
               Ο Θεός δεν είναι μόνο η αρχή όλων των όντων αλλά και το τέρμα τους. Πριν να έχει αρχίσει ακόμη ο,τιδήποτε, βλέπει το τέρμα του, και σ΄ αυτό αποβλέποντας δημιουργεί την ορατή και αόρατη κτίση. Εφόσον τίποτα άλλο δεν υπήρχε πρωτύτερα, παρεκτός η άχρονη ύπαρξη του Θεού, κατά συνέπεια η αλήθεια και το τέλος των όντων βρίσκονται στη ύπαρξη του Θεού ως αιτία συστατικής και συνεκτικής της ζωής τους.
           Η ψυχοσωματική οντότητα του ανθρώπου δεν είναι “τυχαίο ατύχημα”, ούτε άλλωστε και ο,τιδήποτε άλλο στην δημιουργία του Θεού. 
            Ο Θεός ως Τριάς Προσώπων δημιουργεί κατεξοχήν τον άνθρωπο. Σχετίζεται τριαδικά με την ύπαρξή του, αφού την ενεργεί με την κοινή θέληση και των τριών προσώπων. Ο άνθρωπος καλείται να ζήσει τριαδικά και αυτός ως πρόσωπο. Το πρόσωπο προσδιορίζει μία υπαρκτική πραγματικότητα. Το πρόσωπο υποστασιάζει (συγκροτεί σε υπόσταση, σε συγκεκριμένο υπαρκτικό γεγονός) έναν τρόπο υπάρξεως. Η τριαδοείδεια της ζωής του είναι η πλάση του κατ’ εικόνα και ομοίωση της Τριαδικής Θεότητας.
Σύγχρονη Φυσική και Μαθηματικά
            Από την Κβαντική φυσική και τη Μη Γραμμική Δυναμική (θεωρία του χάους) μαθαίνουμε ότι «βλέπουμε το περιβάλλον μας όχι όπως είναι στην πραγματικότητα, αλλά όπως και οι αισθήσεις μας επιτρέπουν να το αντιληφθούμε». Η ύλη δεν είναι πλέον το αναλλοίωτο σύμπλεγμα μορίων του Νεύτωνα, αλλά το πύκνωμα ενός ενεργειακού ρεύματος. Στο πλαίσιο του χωροχρόνου του Αϊνστάιν, η ύλη δεν αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα, αλλά μια ιδιομορφία πεδίου.
            Μέσω του συνόλου των αισθήσεων μας δεν είναι δυνατόν να αντιληφθούμε παρά μόνο ένα απειροελάχιστο κομμάτι του συμπαντικού χώρου που μας περιβάλλει. Η αδυναμία αυτή των ανθρώπινων αισθήσεων μας αναγκάζει να περιορίζουμε τον κόσμο των αισθητών εντυπώσεων μας σε ένα πολύ μικρό υποσύνολο του συμπαντικού χώρου. Να σχηματίζουμε δηλαδή αυθαίρετα, μέσω των αισθήσεων μας, μια ελαχιστότατη ευκλείδεια υποκειμενική τομή στο συνεχές μη ευκλείδειο χωροχρονικό γίγνεσθαι, εντός της οποίας δημιουργούμε ό, τι ονομάζουμε «Κόσμο των αισθήσεων μας».
            Οι ανθρώπινες λοιπόν αισθήσεις δεν αποτελούν το αδιάψευστο κριτήριο της αλήθειας των συμπαντικών μορφών και φαινομένων. Ό,τι αυτάρεσκα ονομάζουμε εξατομικευμένο υλικό αντικείμενο αποτελεί μια σκιά αυτού που πραγματικά είναι στο πλαίσιο της μη αισθητής πραγματικότητας. Με βάση τα προηγούμενα μπορούμε πλέον να πούμε ότι: μέσω των διαφόρων οργάνων μας που τις ενισχύουν, δεν αντιλαμβανόμαστε το Σύμπαν όπως αυτό είναι στην πραγματικότητα, αλλά όπως έχει τη δυνατότητα να το αντιληφθεί ο εγκέφαλος μας μέσω των αφελέστατων ανθρώπινων αισθήσεων. Η πραγματική φύση του τετραδιάστατου μη Ευκλείδειου Σύμπαντος είναι μη αισθητή και περιγράφεται μόνο μέσω μαθηματικών σχέσεων.
            Δεδομένου δε ότι ο ευκλείδειος αισθητός χώρος είναι ουσιαστικά μια ειδική περίπτωση ενός χώρου Rieman, αλλάζει και η γεωμετρία. Έχουμε λοιπόν τη Ρειμάνεια γεωμετρία, η οποία αποτελεί μια γενίκευση της γεωμετρίας του Lobatschewski, ενώ η ευκλείδεια γεωμετρία είναι ένας περιορισμός της γεωμετρίας του Lobatschewski για απεροστά κομμάτια του χώρου.
            Μη γραμμικότης υποδηλώνει την ιδιότητα εκείνη του φυσικού γίγνεσθαι όπου οι ιδιότητες του όλου είναι καινοφανείς, μη αναγόμενες προσθετικά στις ιδιότητες των επί μέρους συστατικών. Ολιστικές, μη αναγώγιμες λειτουργίες.
            Το πέρασμα και η διάβαση από το μη όν (κβαντικό κενό) προς το όν είναι μια κατ’εξοχήν ασύμμετρη λειτουργία που προσδίδει οντολογικό περιεχόμενο στη διάκριση του παρελθόντος και μέλλοντος, στη φυσική θεωρία έχει ονομασθεί βέλος του χρόνου και αποτελεί τη μεγαλύτερη ίσως πρόκληση της ορθολογικής περιγραφής του φυσικού κόσμου, διότι ενώ όλοι οι γνωστοί μέχρι τώρα θεμελιώδεις φυσικοί νόμοι επιτρέπουν και την αντίστροφη εξέλιξη των φυσικών φαινομένων, από το μέλλον δηλαδή προς το παρελθόν, όμως η φύση πεισματικά επιλέγει μια μονόδρομη εξέλιξη και πορεία από το παρελθόν προς το μέλλον. Έτσι, ενώ π..χ. είναι επιτρεπτό από τους φυσικούς νόμους η θερμότητα να ρέει από ψυχρά προς θερμά σώματα, στην πράξη συμβαίνει μόνο το αντίστροφο, ή ενώ είναι επιτρεπτό να έχουμε και προηγμένη ακτινοβολία (προηγμένα δυναμικά) που συγκλίνει από το άπειρο προς τις πηγές ακτινοβολίας, όμως η φύση επιλέγει πεισματικά μόνο καθυστερούμενα δυναμικά ακτινοβολίας που κινούνται από τις πηγές προς το άπειρο. Επίσης ενώ σε ένα κλειστό σύστημα επιτρέπεται και ελάττωση εντροπίας, όμως η φύση επιλέγει μόνο αύξηση της εντροπίας με τον χρόνο. Αυτή η ασύμμετρη ως προς τη ροή του χρόνου εξέλιξη του φυσικού κόσμου στην κβαντική θεωρία εκδηλώνεται ως πιθανοκρατία. Λέμε ότι η κβαντική θεωρία εξοβελίζει τον ντετερμινισμό ή τον στεγανό προκαθορισμό του μέλλοντος από το παρελθόν, αφού στην κβαντομηχανική η φυσική θεωρία μπορεί να προσδιορίζει μόνο την πιθανότητα να συμβεί κάτι και στο μέλλον. Το ότι δε σύμφωνα με την κβαντοθεωρία τα μικροσωματίδια, ως οι ελάχιστες μορφές κοσμικής κινήσεως, μεταβαίνουν από την κατάσταση του δυνάμει ή του απόλυτου τίποτε (κβαντικό κενό) στο είναι, αυτό προσδίδει τελείως οντολογικό περιεχόμενο στην πιθανοκρατία που εισάγει η κβαντοθεωρία, κάτι που αποτελεί σκάνδαλο ακόμη και για επιστήμονες του μεγέθους ενός Αϊνστάιν, ο οποίος χαρακτηριστικά έγραφε στον M.Born, εισηγητή της πιθανοκρατικής ερμηνείας των κβαντικών φαινομένων, ότι δεν μπορεί να δεχθεί ένα Θεό που παίζει ζάρια.
            Ο όρος οντολογική πιθανοκρατία δηλώνει την οντολογική καινοφάνεια που διαρκώς εισάγει μέσα στο φυσικό σύμπαν το μέλλον και η ροή του χρόνου, ή αλλιώς το κοσμικό γίγνεσθαι. Το «σήμερα» ή το «αύριο» διαφέρει οντολογικά και όχι απλώς υποκειμενικά από το «χθές». Ο κόσμος διαρκώς με τρόπο απρόβλεπτο και φυσικά αναίτιο εμπλουτίζεται υπαρκτικά και οντολογικά, ώστε σε κάθε στιγμή ποτέ να μην είναι ίδιος με το παρελθόν του. Το εκπληκτικό δε είναι ότι στον υποπυρηνικό κόσμο η κβαντοθεωρία αποκαλύπτει μια διαρκή δημιουργία και καταστροφή στοιχειωδών μορφών υπάρξεως. Μάλιστα η διαδικασία αυτή δεν αποτελεί μετασχηματισμό μιας άφθαρτης ουσίας που διατηρεί την ταυτότητά της ενόσω περνά από μια μορφή σε μια άλλη. Αντίθετα, έχουμε εμφάνιση στο ον μιας μορφής ύπαρξης (στοιχειώδες σωμάτιο) από το απόλυτο κβαντικό κενό, ή καταστροφή της.
          Έτσι κυριολεκτικά στον μικρόκοσμο η ύπαρξη ταυτίζεται με τη μορφή και την υπόσταση ως το συγκεκριμένο ον. Δηλαδή η ύπαρξη δεν αντιστοιχεί σε ένα άμορφο, άφθαρτο θεμελιώδες είναι ή μια θεμελιώδη ουσία, αλλά σε ενυπόστατες και συγκεκριμένες μορφές υπάρξεως που μπορούν να δημιουργούνται από το μηδέν (κβαντικό κενό) ή να πίπτουν στο μηδέν. Από την άποψη αυτή η κβαντοθεωρία με το δικό της τρόπο επανακαλύπτει δυο βασικές αρχές της ελληνικής φιλοσοφίας: α) ότι ουσία, φύσις και μορφή ταυτόν εστί και β) ανυπόστατος μεν φύσις τουτέστιν ουσία ουκ αν είη ποτέ, δηλαδή δεν υπάρχει ανυπόστατος ουσία. Μάλιστα η υπόσταση ταυτίζεται με το άτομο. Η μετεξέλιξη δε της αρχαιοελληνικής (προχριστιανικής) φιλοσοφίας στη φιλοσοφία της βυζαντινής περιόδου εισάγει την επαναστατική ταύτιση του ατόμου και της υποστάσεως με το πρόσωπο. Αυτό σημαίνει ότι το είναι ενός όντος είναι πάντα αναφορικό προς τα άλλα όντα. Η κβαντοθεωρία επαληθεύει την άποψη αυτή, αφού η γνώση ενός τμήματος του φυσικού κόσμου είναι πάντα σε αναφορά με τον υπόλοιπο κόσμο. Δηλαδή το αντικείμενο ποτέ δεν γνωρίζεται καθ’εαυτό αλλά πάντα ως προς.
            Το νέο αυτό φαινόμενο κατανοείται κυρίως ως μια πληροφοριακή διαδικασία που συντονίζει μακρινά τμήματα ενός φυσικού συστήματος σε μια εναρμονισμένη και συνεπή κίνηση που δεν μπορεί να κατανοηθεί ως διαδικασία δράσεως φυσικών δυνάμεων. Κατά άλλον τρόπο η δύναμη υποκαθίσταται από τις συσχετίσεις που μπορούν να αναπτύσσουν τα δισεκατομμύρια μικροσυστήματα και μάλιστα όταν αυτά βρίσκονται απομακρυσμένα χωρικά μεταξύ τους ώστε να μην μπορούν να αλληλεπιδράσουν μέσω τοπικών δυναμικών διεργασιών.
            Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η κβαντική θεωρία δεν ισχυρίζεται ότι είναι κάτι περισσότερο από μια μέθοδος για να ερμηνευθούν τα πειραματικά αποτελέσματα των μετρήσεων. Από αυτή την άποψη, η κβαντική μηχανική είναι μόνο μια αναπαράσταση, δηλαδή συνιστά μια περιγραφή του μικροσκοπικού κόσμου η οποία δεν διεκδικεί σε καμία περίπτωση τα σκήπτρα μιας τελικής οντολογικής ερμηνείας. Οι εξισώσεις της αναφέρονται πάντοτε σε ένα πλήθος πιθανών αποτελεσμάτων και όχι σε ατομικά γεγονότα. Θα έλεγε κανείς ότι είναι το ατομικό γεγονός εκείνο το οποίο καθεαυτό είναι ανυπολόγιστο ή ασυμπίεστο στον μικροσκοπικό κόσμο ενώ στο σύνολό τους τα ατομικά γεγονότα τείνουν να ομαλοποιηθούν έτσι ώστε η συλλογική τους συμπεριφορά να αντανακλά την κανονικότητα που παρατηρούμε μακροσκοπικά.
            Η πιο ξεκάθαρη και ρηξικέλυθη διατύπωση αυτής της ιδέας ήλθε πρόσφατα όταν δημοσιοποιήθηκε ένα εκπληκτικό θεώρημα από τους μαθηματικούς Kochen και Conway του Πανεπιστημίου Princeton. Το θεώρημα αυτό φαίνεται ότι κυκλοφορούσε στους σχετικούς κύκλους από το 2000 αλλά το περιεχόμενο του ήταν φιλοσοφικά αρκετά δύσπεπτο ώστε και οι ίδιοι οι επινοητές του δίσταζαν να το δημοσιοποιήσουν. Πρόκειται για το θεώρημα της ελευθέρας βουλήσεως όπως συνηθίζεται πλέον να αναφέρεται στις σχετικές συζητήσεις. Σύμφωνα με τους Kochen και Conway, μπορεί κανείς να βεβαιώσει, ξεκινώντας από ένα σύνολο τριών μόνο αξιωμάτων, ότι εάν ο πειραματιστής έχει ελεύθερη βούληση κατά υη διάρκεια ενός πειράματος τότε το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με το σωμάτιο! Με άλλα λόγια ένα σωμάτιο μπορεί με κάποιο μυστηριώδη τρόπο να επιλέγει τις τιμές κάποιων μεταβλητών του οι οποίες δεν είναι ποτέ υπό τον πλήρη έλεγχο του πειραματιστή. Η πρωταρχική τυχαιότητα που διέπει τον τρόπο επιλογής αυτών των τιμών εμφανίζεται ως η πηγή της μακροσκοπικής ελευθερίας βούλησης του πειραματιστή η οποία αποτελεί σωρευτικό αποτέλεσμα της μικροσκοπικής τυχαιότητας των σωματίων που τον απαρτίζουν. Η πρωταρχική σημασία των τυχαίων διαδικασιών σε μικροσκοπικό επίπεδο που αναδεικνύεται διαρκώς από το πείραμα ανάγεται σε βασικό αξίωμα από το οποίο παράγεται η μικροσκοπική ελευθερία επιλογής.
            Εκείνο που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι ότι το θεώρημα αυτό δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ή όχι της ελευθέρας βουλήσεως. Εισάγει όμως ένα πολύ σημαντικό νέο στοιχείο διότι αντιπαραθέτει στη βούληση του πειραματιστή κάποια στοιχειώδη βούληση του ίδιου του σωματίου με το οποίο αυτός πειραματίζεται. Εάν βέβαια δεν υπάρχει κάτι τέτοιο όπως η ελέυθερη βούληση για τον πειραματιστή, τότε δεν υπάρχει καμία βούληση και από πλευράς του σωματίου. Εάν όμως, όπως θέλουμε να πιστεύουμε και όπως φαίνεται να πιστεύουν και οι Kochen και Conway, είμαστε ελέυθεροι, τότε πρέπει να δεχθούμε κάποια στοιχειώδη ελευθερία και για τα ίδια τα σωμάτια.
            Με το σενάριο της Μεγάλης Σύνθλιψης η κοσμική εξέλιξη ακολουθεί μια συμμετρική πορεία. Ακριβώς όπως η Μεγάλη Έκρηξη προκάλεσε την κοσμική διαστολή, αυτό το κοσμικό σενάριο θεωρεί ότι η μέση πυκνότητα της ύλης στο σύμπαν είναι αρκετά μεγάλη ώστε να σταματήσει, κάποια στιγμή τη διαστολή του και να αρχίσει μια αντίστροφη φάση κοσμικής εξέλιξης στην οποία το σύμπαν θα συστέλλεται και τελικά θα καταρρεύσει σε ένα σημείο (singularity). Σ’αυτές τις μικροσκοπικές κλίμακες ωστόσο η επίδραση των κβαντικών φαινομένων είναι σημαντική. Έτσι θεωρητικά υπάρχει η δυνατότητα μετά την Μεγάλη Σύνθλιψη να ακολουθήσει μια νέα Μεγάλη Έκρηξη και να αρχίσει ξανά ένας νέος κύκλος κοσμικής διαστολής και στη συνέχεια συστολής και καταρρεύσεως. Ένα τέτοιο σύμπαν ονομάζεται κυκλικό. Η Μεγάλη Σύνθλιψη και η Μεγάλη Έκρηξη είναι ουσιαστικά συμμετρικές καταστάσεις του σύμπαντος και είναι δυνατή η μετάβαση από την μια κατάσταση στην άλλη. Ο μηχανισμός της μεταβάσεως από την Μεγάλη Σύνθλιψη στην Μεγάλη Έκρηξη στηρίζεται στη θεωρία των Υπερχορδών που προϋποθέτει την ύπαρξη περισσοτέρων των τεσσάρων διαστάσεων. Συνήθως η θεωρία διατυπώνεται σε 10 διαστάσεις αλλά οι Horava και Witten, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, έδειξαν ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες μπορεί να υπάρξει μια 11η διάσταση. Οι έξι από τις (10+1) διαστάσεις είναι τυλιγμένες και μπορούν να αγνοηθούν κατά την μελέτη του κυκλικού σύμπαντος. Έτσι απομένουν τρεις χωρικές διαστάσεις, μια χρονική διάσταση και μια ακόμα διάσταση που υπάρχει για πεπερασμένο χρόνο. Σύμφωνα με την θεωρία των Υπερχορδών, ο τρισδιάστατος χώρος μας βρίσκεται πάνω σε μια υπερεπιφάνεια ή λεπτή μεμβράνη. Σε μικροσκοπική απόσταση 10-30 m, από τη λεπτή μεμβράνη που αποτελεί τον τρισδιάστατο χώρο μας, βρίσκεται μια άλλη παράλληλη με την «δική μας», λεπτή μεμβράνη ενώ ανάμεσα τους υπάρχει η επιπρόσθετη 11η διάσταση. Οι μεμβράνες αυτές έχουν φυσικές ιδιότητες, ενέργεια, και ορμή. Όταν διεγερθούν, μπορούν να παράγουν σωματίδια όπως κουάρκ και λεπτόνια. Σε χρονικά διαστήματα τρισεκατομμυρίων ετών, οι δύο μεμβράνες που αναφέρονται και ως «βράνες» (branes) συγκρούονται μεταξύ τους, δημιουργούνται σωματίδια και ακτινοβολία, οι βράνες θερμαίνονται και αποχωρίζονται. Η σύγκρουση αυτή οδηγεί στη μετάβαση από τη Μεγάλη Σύνθλιψη στη Μεγάλη Έκρηξη και στην αναγέννηση του σύμπαντος.
            Ορισμένοι διάσημοι φυσικοί έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει ότι ένας προηγμένος πολιτισμός θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα πεπερασμένο ποσό ενέργειας για να επιζήσει για άπειρο ουσιαστικά χρόνο. Το μοντέλο που προτείνουν αποτελείται από σύντομες περιόδους δραστηριότητας οι οποίες θα συνοδεύονται από όλο και μεγαλύτερες περιόδους αδράνειας (περιόδους «χειμέριας νάρκης»). Το αντίστροφο ισχύει για ένα πολιτισμό που θέλει να επιζήσει από μια Μεγάλη Σύνθλιψη. Εκεί, ο πεπερασμένος χρόνος μπορεί να καταστεί πρακτικά άπειρος εάν αξιοποιηθεί η απεριόριστη ενέργεια της Μεγάλης Σύνθλιψης.
            Όλα αυτά βέβαια, ακόμα και εάν είναι θεωρητικά πραγματοποιήσιμα, είναι αμφίβολο εάν θα μπορέσουν να γίνουν πράξη από κάποιον πολιτισμό, ανεξάρτητα από την τεχνολογική του εξέλιξη.
            Ο Frank J. Tipler, που είναι καθηγητής μαθηματικής φυσικής στο Πανεπιστήμιο Tulane της Νέας Ορλεάνης, έχει διατυπώσει μια θεωρία, τη θεωρία του Σημείου Ωμέγα, που είναι ένα υποθετικό κοσμολογικό σενάριο το οποίο συνδέει την ύπαρξη και τη διατήρηση της ζωής με την κοσμική εξέλιξη. Η θεωρία του Σημείου Ωμέγα υιοθετεί πέντε βασικές αρχές σχετικά με το σύμπαν: ότι είναι χωρικά πεπερασμένο (έχει πεπερασμένο χωρικό μέγεθος και τοπολογία τρισδιάστατης σφαίρας), ότι δεν υπάρχουν ορίζοντες γεγονότων, ότι τελικά, η ζωή θα επικρατήσει και θα ελέγξει το σύμπαν, ότι η ποσότητα της διαθέσιμης πληροφορίας που θα υποβληθεί σε επεξεργασία από σήμερα έως τον χρόνο που το σύμπαν θα φτάσει στην τελική του κατάσταση, είναι άπειρη και ότι η ποσότητα της πληροφορίας που αποθηκεύεται στο σύμπαν καθώς αυτό προσεγγίζει την τελική του κατάσταση, τείνει στο άπειρο. Ο Tipler Ισχυρίζεται ότι μπορεί να αποδείξει ότι οι πέντε βασικές αυτές αρχές απορρέουν απευθείας από θεμελιώδεις νόμους της φυσικής όπως είναι οι νόμοι της Γενικής Θεωρίας της Σχετικότητας και η Αρχή της Αβεβαιότητας του Heisenberg. Σύμφωνα με τη θεωρία του Σημείου Ωμέγα, καθώς πλησιάζει η Μεγάλη Σύνθλιψη και το Τέλος (που αναφέρεται ως Σημείο Ωμέγα), η υπολογιστική ικανότητα του σύμπαντος μπορεί να αυξηθεί με εκθετικά γρήγορο ρυθμό καθώς «τελειώνει» ο χρόνος. Η θεωρία του Tipler υποθέτει ότι ορισμένες κοσμολογικές μεταβλητές δείχνουν ότι το σύμπαν τελικά θα συσταλεί καθώς και ότι θα υπάρξουν ευφυείς πολιτισμοί που θα εκμεταλλευτούν την απεριόριστη υπολογιστική ικανότητα του σύμπαντος στα τελευταία στάδιά του. Η θεωρία του Tipler έχει και θεολογικό χαρακτήρα αφού δέχεται ότι αυτή η ασυμπτωματική κατάσταση απεριόριστης υπολογιστικής ικανότητας είναι ο Θεός. Ο απόλυτος κοσμικός υπολογιστής θα είναι σε θέση να «ανασυνθέσει», δηλαδή να αναγεννήσει όλους τους ανθρώπους που έζησαν, που ζουν ή που θα ζήσουν στη Γη ή αλλού. Το σημείο Ωμέγα παριστάνει ένα είδος μεταθανάτιας ζωής που δεν θα τελειώσει ποτέ και που μπορεί να έχει οποιαδήποτε μορφή λόγω της εικονικής της φύσεως.
            Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όρος Σημείο Ωμέγα χρησιμοποιήθηκε και από τον Γάλλο ιερέα, παλαιοντολόγο και φιλόσοφο Pierre Teihard de Chardin (1881-1955) ο οποίος θεωρούσε ότι η χριστιανική σκέψη μπορεί να συνυπάρξει με τη σύγχρονη επιστήμη. Ο Teilhard αναθεώρησε την έννοια της εξελίξεως, ανατρέποντας τη θεωρία του Δαρβίνου και υποστήριξε ότι η ζωή στον πλανήτη Γη οδεύει προς μια κατάσταση πληρότητας την οποία ονόμασε Σημείο Ωμέγα. Ο Teilhard πίστευε ότι τα βασικά φαινόμενα που σχετίζονται με την ύλη, όπως η βαρύτητα, ο ηλεκτρομαγνητισμός κ.α., λαμβάνουν χώρα με σκοπό τη δημιουργία άλλων ανώτερων και πιο πολύπλοκων οντοτήτων. Σϋμφωνα με τον Teilhard, ο άνθρωπος προσέθεσε μια νέα διάσταση στον κόσμο αφού το μόνο ον που έχει τη συναίσθηση ότι κατέχει τη γνώση.
            Ορισμένοι, υπέρμαχοι της Τελικής Ανθρωπικής Αρχής, πιστεύουν ότι η ανάπτυξη της ζωής δεν είναι τυχαία αλλά αναπόφευκτη και ότι εφόσον δημιουργήθηκε, δεν θα εκλείψει ποτέ από το σύμπαν.
            Εν τω μεταξύ, φυσικοί, όπως ο Andrei Linde, ο Alian Guth, ο Edward Harrison και ο Ernest Sternglass, έχουν δείξει ότι η πληθωρισμική κοσμολογία υποδεικνύει έντονα την παρουσία ενός πολλαπλού σύμπαντος και θεωρούν ότι θα ήταν χρήσιμο ακόμα και με τη σημερινή γνώση και τεχνολογία, τα ευφυή όντα να δημιουργήσουν και να μεταδώσουν πληροφορίες προς κάποιο απομακρυσμένο σύμπαν.
            Ο Hugh Everett, μαθητής του Wheeler στο Πανεπιστήμιο του Princeton, κατά τη δεκαετία του ’50, ήταν από τους πρώτους φυσικούς που εφάρμοσε τους νόμους της Κβαντομηχανικής στην Κοσμολογία. Θεωρώντας μια παγκόσμια κυματοσυνάρτηση προσπάθησε να μελετήσει την αλληλεπίδραση διαφορετικών περιοχών του σύμπαντος. Έκπληκτος ανακάλυψε τότε ότι η ίδια ακριβώς αλληλεπίδραση φαινόταν να οδηγεί το σύμπαν, σε μια διαδικασία παραγωγής αντιγράφων του, που προέκυπταν από ένα μεγάλο σύνολο πιθανών αποτελεσμάτων αυτής της αλληλεπιδράσεως. Η θεωρία του αυτή είναι γνωστή ως ερμηνεία των πολλών κόσμων, ως θεωρία των πολλαπλών κόσμων ή ως θεωρία του Διακλαδιζόμενου Σύμπαντος. Σύμφωνα με αυτή ο παρατηρητής δεν έχει ειδικό ρόλο στη διαδικασία της κβαντικής μετρήσεως όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην πιθανοκρατική ερμηνεία της κυματοσυναρτήσεως Ψ της Κοπεγχάγης. Παρόλα αυτά η παρατήρηση δίνει ως αποτέλεσμα τη διακλάδωση του σύμπαντος –εξ ου και θεωρία του Διακλαδιζόμενου Σύμπαντος –σε τόσα ανεξάρτητα αντίγραφα, όσα και τα δυνατά αποτελέσματα. Τις απόψεις του Everett μελέτησαν πολλοί θεωρητικοί φυσικοί και ξεχωρίζουν οι θέσεις των M.GellMann και J.B. Hartle, οι οποίοι διατύπωσαν μια παραλλαγή της θεωρίας του Everett την οποία ονόμασαν οι ασύμφωνες εξελίξεις (Decoherent histories). Σύμφωνα με αυτή την ερμηνεία, το Σύμπαν μπορεί να εξελιχθεί με ποικίλους τρόπους, σε καθέναν από τους οποίους αντιστοιχεί μία διαφορετική πιθανότητα. Η θεωρία υποστηρίζει ότι το Σύμπαν μας έχει ήδη επιλέξει έναν από αυτούς. Παράλληλα, όμως, αναπτύσσονται και απόψεις που υποστηρίζουν ότι είναι πολύ πιθανόν το Σύμπαν να εξελίσσεται ταυτόχρονα με όλους τους δυνατούς τρόπους, αλλά εμείς να αντιλαμβανόμαστε μόνο τον έναν.
            Το Σύμπαν δεν είναι μια μηχανή. Είναι σκέψη και νόηση. Είναι μια ατέρμονη μετουσίωση του ορατού σε αόρατο, το κενού σε πλήρες, του αδύνατου σε δυνατό και τανάπαλι. Είναι ένα νοητικό παιχνίδισμα συνεχών μεταμορφώσεων του χώρου και του χρόνου σε ύλη και κίνηση.
            Το συναρπαστικό που συμβαίνει τα τελευταία εκατό περίπου χρόνια είναι μια σύγκλιση όχι «απόψεων» ή «θέσεων» αλλά γλωσσών: Της γλώσσας που διαμορφώνεται προκειμένου να εκφραστούν οι όποιες θεωρήσεις της πραγματικότητας προκύπτουν από την κβαντομηχανική ή και από τις μη ευκλείδειες γεωμετρίες, τη θεωρία της σχετικότητας, το θεώρημα της μη πληρότητας (του Gοdel) κ.λ.π.. Και από την άλλη μεριά, της γλώσσας οντολογικών προτάσεων όπως η προσωποκεντρική του «βυζαντινού» Χριστιανισμού ή η μηδενιστική του Heidegger.

Ιδέα, εντελέχεια, λόγοι των όντων
            Προχωρώντας σ’ αυτή την κατεύθυνση, θα βρούμε μπροστά μας τον Πλάτωνα και την περί ιδεών αμφιλεγόμενη θεωρία του. Κατά τον Πλάτωνα η χαώδης ύλη οργανώνεται σε κόσμο δια της μετοχής της στη ζωή των ιδεών, δηλαδή των πρότυπων –υποδειγμάτων. Ο μαραγκός για να φτιάξει κλίνη θεάται την ιδέα της κλίνης, την πρότυπη κλίνη. Το άμορφο υλικό έρχεται στο φως του νοήματος, ως κλίνη, χάρη στη μετοχή του στην ιδέα –πρότυπο. Η σημασιακή ενότητα του κόσμου οφείλεται στον κόσμο των ιδεών –προτύπων. Τον δε κόσμο των ιδεών τον συνέχει η ιδέα του Αγαθού, το εν γένει βέλτιστον (Ο Θεός, ο αεί ωσαύτως έχων, ο οποίος –εξωκόσμιος, αμέθεκτος –δεν ανήκει στον κόσμο των ιδεών).
            Για να κατοχυρώσει την οντολογική αυτονομία του πεδίου της σημασίας, το απροϋπόθετο των κεντρικών σημασιών, και να αποκλείσει την «απορροή» του από το υλικό πεδίο (όπως ισχυρίζονται οι σοφιστές), ο Πλάτων παρενέβαλε χάσμα μέγα μεταξύ των δύο, καθώς υποστήριξε το σκανδαλώδες δόγμα ότι οι ιδέες είναι υπερβατικές οντότητες. Κατέστησε έτσι προβληματική την έννοια της μετοχής –κοινωνίας, ως γέφυρας μεταξύ των «δυο κόσμων».
            Το μεγαλοφυές λάθος του Πλάτωνα θέλησε να διορθώσει ο Αριστοτέλης με την έννοια της εντελέχειας, σύμφωνα με την οποία όλα τα όντα και τα πράγματα έχουν μέσα τους το τέλος –πρότυπο τους, στο οποίο και τείνουν. Με την εντελέχεια ο Αριστοτέλης πίστεψε ότι γεφύρωσε το πλατωνικό χάσμα ανάμεσα στο υλικό και στο οντοτικό του πρότυπο. Εναρμόνισε το αισθητό και το υπεραισθητό, καταργώντας την οντοτικότητα των προτύπων. Έχασε όμως, με αυτό τον τρόπο, κάτι πολύ σημαντικό: την υπερβατικότητα των προτύπων, που είναι κατηγορία συνδεδεμένη με το υποκείμενο και την ελευθερία του και όχι με τη βιολογία και τη φυσική. Η αριστοτελική λύση προχώρησε την οντολογική προβληματική ένα βήμα μπροστά, αλλά έλυσε το πρόβλημα που έθετε η πλατωνική οντολογία.
            Το ζήτημα τέθηκε ξανά από τους Έλληνες Πατέρες και βρήκε μια πληρέστερη λύση. Η πρόταση τους ξεκινά από την ανατροπή της αρχαίας οντολογίας στο θεμελιώδες ζήτημα της σχέσεως ουσίας και προσώπου. Σε αντίθεση με τους αρχαίους, βάζουν πρώτα το πρόσωπο και μετά την ουσία. Διατηρούν την υπερβατικότητα των προτύπων, αλλά απορρίπτουν την οντοτικότητα τους. Υπερβαίνουν έτσι τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη: Τα πρότυπα είναι οι «Λόγοι των Όντων». Μη οντοτικές (ψιλές) ιδέες, όχι μέσα στα πράγματα, αλλά στον «νου του Θεού», ως ποιητική τελική αιτία τους.
Οντοτική (δηλαδή Πρόσωπο) είναι μόνο η Ιδέα που έχει ο Θεϊκός Νους για τον Εαυτό του και μέσω της οποίας τα οντοποιεί: Ο Υιός –Λόγος.
            Η ανάλυση αυτή αναδεικνύει το ρήγμα, αλλά συγχρόνως και τον δεσμό, μεταξύ της αρχαίας και της βυζαντινής οντολογίας. Το ρήγμα μάλιστα στην οντολογική συνέχεια δεν ξεκινάει, αλλά ολοκληρώνεται με τη συνάντηση Ελληνισμού – Χριστιανισμού. Εμφανίζεται ήδη από την επόμενη των μηδικών πολέμων και αναδεικνύεται με το πέρασμα από την προσωκρατική στη μετασωκρατική φιλοσοφία. Αυτή με επί κεφαλής τον Σωκράτη, διαχειρίστηκε την ιστορική στροφή του ελληνικού πνεύματος από τα «έξω» –από τον κόσμο– προς τα «έσω» –στο πρόσωπο. Και διαμόρφωσε τη φιλοσοφική αφετηρία, πάνω στην οποία κατέστη δυνατή η μεταγενέστερη οντολογική ανατροπή.
Τα κτίσματα τείνουν προς τα πρότυπά τους, αλλά η τέλεια σύμπτωση μ’ αυτά είναι ανέφικτη. Η φορά προς τα υπερβατικά (αλλά μη οντοτικά) πρότυπα είναι ερωτική, καθώς η έλξη απορρέει από το μυστικό κάλλος των προτύπων. Είναι ελεύθερη φορά του υποκειμένου, το οποίο μπορεί να κινηθεί, αν θέλει, και αντίστροφα, απομακρυνόμενο, προς πρότυπα «χειροπιαστά» (δήθεν οντοτικά), αρνητικά ευτελή. Ως δημιούργημα Προσώπου ο κόσμος είναι, στην οντολογία των Πατέρων, σχέσεις προσώπων και όχι σχέσεις πραγμάτων.
            Κεντρικές είναι εδώ οι προτυπώσεις του ίδιου του υποκειμένου και των σχέσεών του. Το ανθρώπινο ον, το μέγιστον εν ελαχίστω (κατά τον Ισοκράτη), είναι ο μικρόκοσμος, που συγκεφαλαιώνει ολόκληρη την κτίση, με προορισμό του τη θέωση. Σκοπό του έχει να προσεγγίσει το προσωπικό του πρότυπο (που ως «ψιλή», αλλά «τέλεια» ιδέα, υπάρχει στο «νου του Θεού») με τη μέθοδο της «εξομοίωσης»προς το Θεό, κατά τον τρόπο της υπάρξεως, τον τριαδικό. Η κοινωνία καλείται εδώ σαφώς να θεμελιωθεί στο τριαδικό πρότυπο και να ομοιωθεί έτσι με τη θεία κοινότητα.
 Ανθρωπολογία
          Το άτομο είναι έννοια παρμένη από το νευτώνειο παράδειγμα. Στα πλαίσια μιας κοινωνιολογίας, όπου διαπλέκεται η παραδοσιακή ουσιολογική αντίληψη με το νευτώνειο παράδειγμα, υπάρχουν δυο τρόποι να προσεγγίσει κανείς την κοινωνική πραγματικότητα του νεωτερικού Ατόμου: από τη σκοπιά του όλου και από τη σκοπιά του μέρους.
Α) Από την σκοπιά του όλου φτάνουμε στο «άτομο» με διαίρεση του όλου, ως το σημείο εκείνο πέραν του οποίου παύουν να υφίστανται οι ιδιότητες του όλου. Υπ’ αυτή την έννοια το «άτομο» του νερού είναι το Η2Ο. Το Η και το Ο ξεχωριστά δεν είναι «άτομα» νερού. Γίνεται αν συντεθούν σύμφωνα με μια ορισμένη σχέση (2 προς 1). Το «άτομο» της νεωτερικής κοινωνίας, το συνθετικό «αστικό άτομο» του Κονδύλη, που έχει μια καθορισμένη δομή, η οποία «αντανακλά» αυτήν της αστικής κοινωνίας, μοιάζει ακριβώς με το μόριο του νερού.
Β) Από τη σκοπιά του ίδιου του «ατόμου», η έννοια της ατομικότητας που προσλαμβάνει εντελώς διαφορετικό νόημα: όταν λέμε «άτομο» εννοούμε απλώς το μη περαιτέρω διαιρετό, ανεξάρτητο από το αν ανήκει ή όχι σε κάποιο σύνολο. Το διαιρούμενο δεν είναι «άτομο», γιατί «άτομο» σημαίνει άτμητο. Η πρώτη προσέγγιση καλύπτει κάπως την αστική περίοδο της νεωτερικότητας, Και είναι αυτή που υπόκειται στην ανάλυση του Κονδύλη. Ούτε όμως αυτή ούτε η δεύτερη καλύπτουν το «άτομο» της μεταμοντέρνας μαζικής δημοκρατίας κι εδώ βρίσκεται η προβληματικότητα της εννοιολογίας του Κονδύλη. Αν το αστικό Άτομο αντιστοιχούσε σ’ αυτό που στη χημεία λέμε «μόριο», τούτο εδώ δεν αντιστοιχεί ούτε καν στα «άτομα» που συνέθεταν το αστικό «μόριο». Είναι το «μόριο» εκείνο, αλλά σε διαδικασία διασπάσεως. Τη διάσπαση του «μορίου» σε «άτομα» την έχει ακολουθήσει η διάσπαση των «ατόμων» σε «στοιχειώδη σωματίδια» και όλη η διεργασία μοιάζει με πυρηνική αλυσιδωτή αντίδραση, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη παρά «κάτι» που έχει ήδη κατασταλάξει σε «κάτι»: σε μια «ατομικότητα», ας πούμε, «σημειακή». Η έννοια «άτομο» είναι εντελώς ακατάλληλη για τη ρευστή αυτή ανθρωπολογική πραγματικότητα. Μάλλον με «νέφος στοιχειωδών σωματιδίων», εικόνα παρμένη από την υποατομική φυσική, θα μπορούσε να παρομοιαστεί και όχι με «άτομο σημείο». Η έκφραση «κατάτμηση του όλου σε άτομα» που χρησιμοποιεί ο Κονδύλης, για μα υποδηλώσει την εξάλειψη στη μαζική δημοκρατία των «ουσιακών δεσμών» (κοινοτικών, οικογενειακών, κ.τ.λ.) είναι παραπλανητική, γιατί κάνει παραχωρήσεις στην επιφανειακή, ιδεολογική –πολεμική αντίληψη ότι «εξαλείφθηκαν» οι κοινωνικοί δεσμοί, ενώ απλώς αντικαταστάθηκαν από τους απρόσωπους συστημικούς κοινωνικούς δεσμούς.
            Πολλοί ταυτίζουν συνήθως το αδιαμεσολάβητο κοινωνείν με το Πρόσωπο. Αυτό είναι λάθος, διότι η μετάβαση από το Άτομο στο Πρόσωπο συνδέεται με τη γέννηση μέσα του μιας νέας προσωπικότητας θεμελιωμένης στην Αγάπη. Το αδιαμεσολάβητο κοινωνείν ορίζει απλώς την ελληνική ατομικότητα. Η σύγχυση αυτή οδηγεί παρ’ ημίν στην ταύτιση Προσώπου και ελληνικού Ατόμου. Μια άλλη παρανόηση είναι η προτεσταντική ταύτιση του Προσώπου με το αυτοαναφορικό Άτομο, το οποίο κατορθώνει, δήθεν, να τεθεί εκτός διαλεκτικής ατόμου – συνόλου. Να γίνει «αυτόνομο έναντι της ομάδας». Βασιζόμενο στην ιδιωτική σχέση του με το Θεό. Από εδώ ξεκινά και η κριτική στο ελληνικό άτομο ότι δεν κατόρθωσε να ξεφύγει από τη μικρή ομάδα και να γίνει «πραγματικό» Άτομο. Στην ελληνική αντίληψη για την ατομική αυτονομία, αντιπαρατίθεται μια αφηρημένη εξωκοινωνική ατομική αυτονομία. Αλλά ο Θεός και ο κάθε Θεός είναι η υπόσταση του Συλλογικού, οπότε η «εκτός κοινότητας» ιδιωτική (εγκλωβισμένη στη σφαίρα της ατομικής φαντασίας) σχέση με τον «Θεό» δεν είναι παρά σχέση με το Μηδέν. Κατά την προσωποκεντρική παράδοση, δεν αρκεί η όποια «αυτονομία» για να έχουμε Πρόσωπο. Πρέπει η αυτονομία να έχει αγαπητικό περιεχόμενο. Ο Χριστός, το κατεξοχήν πρόσωπο, υποτάσσει το ίδιον θέλημα στην Αγάπη του Θεού – Πατέρα Του για τον άνθρωπο. Ένα τέτοιο Άτομο μπορεί να «αποσπάται» από κάθε δεδομένη κοινότητα, αλλά ουδέποτε υφίσταται «εκτός κοινότητας». Απλώς ανήκει και γίνεται φορέας αναπαραγωγής μιας άλλης κοινότητας: της τριαδικής. Είναι, λοιπόν, τουλάχιστον ανακρίβεια ότι οι Έλληνες δεν μπορούσαν να αυτοπροσδιοριστούν εκτός κοινοτικής γενέτειρας, όταν επί αιώνες και σε μαζική κλίμακα βίωναν την ιδιότητα του πολίτη μιας οικουμενικής υπερσυμπαντικής κοινότητας. Δεν ήταν αυτού του είδους ικανότητα που τους έλειπε. Τέλος πρέπει να σημειώσουμε ότι είναι λάθος η αναζήτηση ενός κοινοτισμού θεμελιωμένου στη «φιλία» και στην «αγάπη». Γιατί ενώ η ατομική προσωπικότητα μπορεί να αναθεμελιωθεί στην Αγάπη, αυτό δεν ισχύει για τη συλλογική προσωπικότητα. Για την ιστορική κοινότητα το όριο είναι η θεμελίωση στη δικαιοσύνη, ακόμα και όταν το παραδειγματικό τους πρότυπο είναι τριαδικό. Πράγμα υπεραρκετό.
         Πρόσωπο: προσδιορίζει μία υπαρκτική πραγματικότητα. Το πρόσωπο υποστασιάζει (συγκροτεί σε υπόσταση, σε συγκεκριμένο υπαρκτικό γεγονός) έναν τρόπο υπάρξεως. Την έκφραση «τρόπου υπάρξεως» την χρησιμοποιούμε για να επισημάνουμε όχι μόνον την υπαρκτική πραγματικότητα του προσώπου, αλλά και την υπαρκτική πραγματικότητα της φύσεως. Ονομάζουμε «φύση» την υπαρκτική ομοείδεια, τον κοινό τρόπο υπάρξεως ομοειδών υποστάσεων.
           Στην περίπτωση των προσωπικών υπάρξεων επισημαίνουμε την ομοείδεια κοινών φυσικών ενεργειών, αλλά ταυτόχρονα και τη δυναμική ετερότητα του τρόπου εκφοράς ή πραγμάτωσης αυτών των κοινών ενεργειών. Κατανοούμε την υπαρκτική ετερότητα του προσώπου ως ελευθερία από τον κοινό και αδιαφοροποίητο τρόπο ύπαρξης στη φύση. Η υπαρκτική ετερότητα του προσώπου είναι προκαθορισμένη από τη φύση αλλά και έχει τη δυνατότητα αποδέσμευσης από τις αναγκαιότητες που επιβάλλει ως υπαρκτικό γεγονός η ομοείδεια της φύσης.
            Η υπαρκτική ετερότητα του ανθρώπινου προσώπου βιώνεται μέσω των ψυχικών ενεργειών της κοινής φύσεως ως μοναδικά, ανόμοια και ανεπανάληπτη «ταυτότητα» του κάθε προσώπου. Βιώνεται τόσο ως αυτοσυνειδησία ετερότητας, ως υποκειμενική αυτοεπίγνωση, όσο και ως εμπειρία λογικής και δημιουργικής ετερότητας, μοναδικότητας λόγου. Η ελευθερία του προσώπου ως ολότητα σημαίνει ότι ενώ η ανθρώπινη φύση είναι ένα φράκταλ   της φυσικής υπάρξεως, διαθέτει τη δυνατότητα αποδέσμευσης από το πεδίο της ανάγκης που επιβάλλει η ταυτότητα αυτή (υπαρκτική ετερότητα).

Εικόνα και Ομοίωση : Τριαδική ανθρωπολογία :

α) Η Τριαδοείδεια του ανθρώπου.
             Ο άνθρωπος είναι η μοναδική και αποκλειστική εικόνα της άκτιστης τρισυπόστατης θεότητας στο χώρο των κτιστών όντων. Τριαδική είναι η φύση της ανθρώπινης ψυχής “κατ’ εικόνα” της ανωτάτης Τριάδος, αφού η νοερή, λογική και πνευματική της διάσταση παραπέμπει εικονικά στο αρχέτυπό της, στην παντουργό Αγία Τριάδα.
       Ο Θεός έδωσε το αυτεξούσιο, “το της ελευθερίας αρχαίον αξίωμα“ στον άνθρωπο, αφού τον έπλασε “κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν του“, ώστε , “ει βούλεται” να μην εκπέσει από το αγαθό Αρχέτυπο, αλλά Αυτόν να μιμείται, αφού προικίσθηκε με ανάλογη αγαθότητα.

β) Αδαμικό πλέγμα.
             Με τη δημιουργία του ανθρώπου από τον Θεό και τη δοκιμασία του, όπως η πτώση του στην αμαρτία, έχουμε το διάγραμμα της αρχέγονης δομής της ψυχικής συγκρούσεως, η οποία έκτοτε αποτελεί βασικό χαρακτήρα της ανθρώπινης προσωπικότητας. Μετά την πτώση συνειδητοποιεί ο άνθρωπος τον αρνητικό χαρακτήρα της ψυχικής συγκρούσεως και τις φθοροποιές συνέπειές της για την ψυχοσωματική του οντότητα.
           Η εντολή του Θεού εισάγει επομένως τον άνθρωπο στη διαδικασία της “ψυχικής συγκρούσεως” η οποία κατ’ ουσίαν είναι διαδικασία επιλογής. Ή θα υπερνικήσει ο άνθρωπος τα εγωιστικά του ψυχοδυναμικά κίνητρα για να υποταχθεί στο θέλημα του Θεού ή θα υποδουλωθεί στις εγωιστικές ψυχοδυναμικές του αναγκαιότητες, λόγω “ατομικού” συμφέροντος. Στην πρώτη περίπτωση, η δουλεία ή η υποταγή του ανθρώπου στο θέλημα του Θεού θα ολοκλήρωνε την ελευθερία του και θα την παγίωνε αμετάκλητα.
         Στη δεύτερη περίπτωση η ψυχική σύγκρουση θα παρέμενε ως η βασική ψυχοπνευματική λειτουργία της ανθρώπινης προσωπικότητας, αφού η ανάδειξη του ανθρώπου σε “άτομο”, δια της πτώσεως, θα διαιώνιζε την εσωτερική του διάσταση σε δύο αντίρροπες “επιθυμίες” και “διαθέσεις”.
            H κατάχρηση της ελευθερίας εκ μέρους του ανθρώπου συνεπάγεται την κατάχρηση του αυτοσυναισθήματος της θείας αξιοπρέπειάς του. Βιάσθηκε να γίνει “Θεός” και δέχθηκε τις υπηρεσίες του όφεως, για να επιτύχει τον σκοπό αυτόν. Έτσι το ιερό και άγιο αυτό ψυχοδυναμικό κίνητρο της αξιοπρέπειας μεταποιήθηκε σε “δαιμονικό” εγωιστικό ψυχοδυναμικό στοιχείο. Προκύπτει δε τοσαύτη ψυχική μειονεξία ώστε η, με οποιοδήποτε τρόπο, υπόμνησή της προκαλεί πλέον την φυγή του “πεπτωκότος” ανθρώπου μακριά από την ανάμνηση των συνθηκών που τη γέννησαν.
            Ο αδαμικός παραβάτης φοβάται, σε πρώτη φάση, τον εαυτόν του, καθώς τον βλέπει πλέον “γυμνό”, δηλαδή αδύναμο, κυριευμένο από την φθορά και το θάνατο. Πως μπορεί αλήθεια ένας τόσο “συντετριμμένος” και “ταπεινωμένος” και “νεκρός” κατά Θεόν άνθρωπος να σταθεί ενώπιον του δημιουργού του; Το τραυματισμένο αυτοσυναίσθημα της (θείας) αξιοπρέπειάς του επαναστατεί κατά του εαυτού του, τον απορρίπτει, τον απεχθάνεται, τον απωθεί. Σε πρώτη θεώρηση ο φόβος σχετίζεται οργανικά με την εικόνα του εαυτού του, που έχει ενώπιόν του ο παραβάτης αδαμικός άνθρωπος, αλλά σε δεύτερη θεώρηση οδηγούμεθα στην πρωτογενή αφετηρία του φόβου (άρνηση ενοχής, απώθηση). Έτσι, ο μεταπτωτικός άνθρωπος οδηγείται στην δημιουργία του “προσωπείου” , για να επικαλύψει ως “μάσκα” τις εσωτερικές διασπάσεις του ανθρώπου. Έτσι δημιουργείται μια ψευδαίσθηση στον άνθρωπο ως προς το ποια πρέπει να είναι η εικόνα του ανθρώπου. Αλλά αυτή η εικόνα, ως προϊόν ψευδαισθήσεως, είναι ιδεατή εικόνα η οποία υπάρχει μόνον στο μυαλό των ανθρώπων.

γ) Ο Λόγος – Χριστός αρχέτυπο του ανθρώπου.
             Η ακρίβεια της εικόνας του Θεού στον άνθρωπο βρίσκεται πλήρως στην δυνατότητά του να ενωθεί με τον Θεό “κατά μίαν υπόστασιν“.
        Η εικονική τριαδοείδεια της πλάσεως του ανθρώπου αποκαλύπτεται ενεργητικά πλέον στην ανέλιξη του κατ’ εικόνα στο αρχέτυπο.
            Αν ο σκοπός της δημιουργίας του κόσμου ήταν ο άνθρωπος, ο απώτερος σκοπός της δημιουργίας του ανθρώπου “κατ’ εικόνα και ομοίωσιν Θεού” ήταν ο ίδιος ο Χριστός.

δ) Αδαμική οικονομία. Ελευθερία και τρεπτότητα.
             Ο άνθρωπος ως πλάσμα εκ του μη όντος ”ψυχή τε και σώματι κτιστόν”, προέρχεται χαρισματικά από τον Θεό.
Η κτιστή του φύση, σε αντίθεση με εκείνη του Θεού, έχει συνυφασμένη στην ύπαρξή της την τρεπτότητα ως συνιστώσα. Καμιά φυσική “εντελέχεια” δεν αίρει στην κτιστότητά της. Καμιά “κτιστή” χάρη εγγενής στην φύση του δεν μπορεί να αποτρέψει την τρεπτότητα και άρα το ενδεχόμενο επιστροφής στο μη ον.
            Για να αποδεσμευθεί η κτιστή ύπαρξη του ανθρώπου από τις ολέθριες συνέπειες της αυτονομήσεως χρειάζεται να ριζώσει ελεύθερα σε μια οντολογική πραγματικότητα πέρα και έξω από αυτήν, μια ύπαρξη που δεν πάσχει από την κτιστότητα και την προς το μη ον ροπή.
           Μοναδική ύπαρξη πέρα από την κτιστότητα είναι η δημιουργός “αρχή” κάθε κτιστής υπάρξεως, η άκτιστη ζωή του Θεού.
         Επομένως, η μοναδική δυνατότητα για τη ζωή του κτιστού ανθρώπου είναι η οντολογική του αναφορά και μέθεξη στην ζωή του ακτίστου.
         Το αυτεξούσιο όμως αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την τελείωση του κτιστού προσώπου. Πρόσωπο είναι η “προς τα έσω ενότητα η των πάντων”.

ε) Εσχατολογία.
             Η εσχατολογική προοπτική του ανθρώπου προϋποθέτει την 1) πολιτική διακονία, 2) μυστηριακή πολιτική (μύηση σε άλλο τρόπο κατανοήσεως και προσλήψεως του κόσμου), 3) προσωπική πολιτική (ο άνθρωπος υπάρχει ως Τριαδική κοινωνία προσώπων), 4) συμβολική πολιτική (αισθητοποίηση σε ποιοτική διάσταση πέραν εκείνης της καθημερινότητας), 5) προφητική πολιτική (υπέρβαση του ατελούς και αποτυχημένου παρόντος), 6) μεταμόρφωση.
                Η σχέση Θεού με τα νοήμονα όντα και τα πνεύματα, δεδομένου ότι η νόηση αντιτίθεται στην εντροπία, οδηγεί τον άνθρωπο και τη φύση στην “αφθαρτοποίηση”.
Επίλογος    
Πληροφορία, εντροπία, ανθρώπινη αρχή, ΠΡΟΣΩΠΟ.
             Το ανθρώπινο ον έχει τη δυνατότητα αντιλήψεως στοιχείων του γενικότερου συμπαντικού μη Ευκλειδείου χώρου, ο οποίος έχει ως χαρακτηριστικό του γνώρισμα τη μη λειτουργικότητα.
            Το δράμα του σύγχρονου νεωτερικού ανθρώπου, του εγκλωβισμένου στην οντολογία του Αριστοτέλη και στη γεωμετρία του Ευκλείδη, είναι ότι δεν θέλει ή δεν μπορεί να δεχθεί τη νέα πραγματικότητα.
Γιατί τότε θα υποχρεωθεἰ να αναλάβει τις ευθύνες της επιλογής της πορείας του, προς το μη ον, την ανυπαρξία, ή προς τον Θεό, για την ομοίωση με Αυτόν.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1)      Αδραχτάς Βασίλειος, Η πολιτική διάσταση της εσχατολογίας στο Εκλησία και Εσχατολογία, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα, 2001,
2)      Barrow J., Tipler F., The anthropic cosmological principle, Oxford Univ, Press, G.B., 1986,
3)      Βλέτσης Αθανάσιος, Το Προπατορικόν Αμάρτημα στη Θεολογία του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, εκδόσεις Τέρπος, Θεσσαλονίκη, 1998,
4)      Γιαγκάζογλου Σταύρος, Κοινωνία Θεώσεως, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα, 2001,
5)      Clayton Philip, Mind and Emergence, Oxford Univ. Press, G.B., 2004,
6)      Δανέζης Μάνος, Θεοδοσίου Στράτος, Η κοσμολογία της νόησης, εκδόσεις Δίαυλος, Αθήνα, 2003,
7)      αρχιμ. Ζαχαρίας, Αναφορά στη Θεολογία του γέροντος Σωφρονίου, Ι.Σ. Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, 2000,
8)      π. Ιωάννης Ρωμανίδης, το Προπατορικόν Αμάρτημα, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα, 1992,
9)      Κορναράκης Ιωάννης, Εγχειρίδιον Ποιμαντικής Ψυχολογίας, εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1993
10)  Κορναράκης Ιωάννης, Θέματα Ποιμαντικής Ψυχολογίας ΙΙΙ, εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη, 1998,
11)  Ματσούκας Νίκος, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία, εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 1990,
12)  Ματσούκας Νίκος, Μυστήριον επί των ιερών κεκοιμημένων, εκδόσεις Πουρνάρα, Θεσσαλονίκη, 1992,
13)  Παύλου Γεώργιος, Νόστος Ασύμμετρος Προσώπου, τ. Α΄ εκδόσεις Δόμος, Αθήνα, 1994,
14)  Tipler Frank, The physics of immortality, Anchor Books, N.Y., 1995,
15)  Tipler Frank, The physics of Christianity, Double day, N.Y., 2007.

    ΚΩΣ, 2012

Και η αθεΐα έχει τα όριά της



Το 2007 μεταφράσθηκε και τέθηκε σε κυκλοφορία στην ελληνική αγορά το βιβλίο του, αυτοπροσδιοριζόμενου ως άθεου, καθηγητή της Οξφόρδης Richard Dawkins με τον πομπώδη τίτλο «Η περί Θεού Αυταπάτη» (Εκδ. Κάτοπτρο).
Η εντύπωση που μου προκάλεσε, το πολυδιαφημισμένο βιβλίο, ήταν ότι ο συγγραφέας έχει πλήρη άγνοια της έννοιας της Εκκλησίας, όπως αυτή διασώζεται στην Ορθοδοξία, και ότι η εικόνα που έχει για το χριστιανισμό προέρχεται πλήρως από τη δυτική, αλλοιωμένη εκδοχή του.
Στις 450 σελίδες του ελληνικού κειμένου όχι μόνο δεν υπάρχει καμία αναφορά στην Ορθόδοξη Εκκλησία και παράδοση, αλλά ο αναγνώστης αποκομίζει την εντύπωση ότι ούτε κάν την γνωρίζει. Το ύφος του συγγραφέα είναι έντονα ειρωνικό και συχνά η γραφίδα του οδηγείται σε δογματικές υπεραπλουστεύσεις, παρέχοντας την εντύπωση ότι τα στοιχεία απλώς επιβεβαιώνουν τις, εκ των προτέρων διαμορφωμένες, απόψεις του.
Τις τελευταίες ημέρες, μετά από προτροπή του φίλου Γ. Μπάρλα, είχα τη χαρά να διαβάσω το, εντελώς διαφορετικό, κείμενο του Terry Eagleton με τίτλο «Λογική, Πίστη και Επανάσταση. Στοχασμοί γύρω από την περί Θεού διαμάχη. Μία ριζοσπαστική και νηφάλια απάντηση στην «Περί Θεού αυταπάτη»» (Εκδ. Πατάκη), το οποίο αποτελεί την καταγραφή μίας σειράς διαλέξεων του συγγραφέα στο πανεπιστήμιο Γέηλ τον Απρίλιο του 2008.
Τα θετικά στοιχεία του είναι πραγματικά πολλά. Η κριτική του απέναντι στη θρησκεία είναι καλύτερα ισσοροπημένη, πιο δίκαιη, δείχνει βαθύτερη γνώση της χριστιανικής διδασκαλίας και θεμελιώνεται με πολλά επιχειρήματα.
Ο Τ. Eagleton ασκεί έντονη κριτική στα λογικά, αλλά κυρίως στα ηθελημένα κενά που εντοπίζονται στο έργο του R. Dawkins, όπως για παράδειγμα στο ότι ο τελευταίος συστηματικά αποφεύγει να κρίνει το καπιταλιστικό σύστημα και τις αδυναμίες του, τις οποίες δεν παραλείπει, σε κάποιες τουλάχιστον περιπτώσεις, να αποδώσει στις διάφορες θρησκείες.

Ούτε ο Τ. Eagleton μπορεί να ισχυριστεί ότι γνωρίζει επαρκώς την ορθόδοξη παράδοση, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο, θα λέγαμε διαισθητικά, συχνά προσεγγίζει ορθόδοξες θέσεις στις αναλύσεις του. Η θεολογική του παιδεία φαίνεται να προέρχεται από τον, μάλλον αντιπαθή σε αυτόν, χώρο του Ρωμαιοκαθολικισμού, ενώ οι αναφορές του στον ευρύτερο προτεσταντικό κόσμο δείχνουν ότι γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο αυτός έχει «ζυμωθεί» με το δυτικό πολιτικό και οικονομικό σύστημα.
Αν και δεν κάνει με σαφήνεια τη διάκριση ανάμεσα στη θρησκεία, ως ανθρώπινο δημιούργημα, και στην Εκκλησία, ως θεανθρώπινο οργανισμό, σημειώνει ότι ο άνθρωπος, αφού απομακρύνθηκε από την χριστιανική διδασκαλία, αναζητά ποικίλα υποκατάστατα του υπερβατικού. Ανάμεσα σε αυτά πρέπει να περιλάβουμε εκτός από την τέχνη, την ψυχανάλυση, την οικολογία, και τη δυτική μηχανιστική αντίληψη περί Θεού. Η αντίληψη αυτή εκφράζεται ξεκάθαρα και στην αμερικανική λογική ότι ο Θεός είναι ευχαριστημένος με τους πολέμους των ΗΠΑ ενάντια σε όσους λαούς διαφωνούν ή έχουν άλλη στάση απέναντι στη ζωή.
Σχολιάζει αρνητικά την κατά γράμμα ερμηνεία και κατανόηση της Αγίας Γραφής, η οποία έχει επικρατήσει στη δύση και, πρέπει να τονίσουμε ότι, είναι υπεύθυνη για πολλά από τα προβλήματα που εντοπίζονται στις σχέσεις των σύγχρονων κοινωνιών με την Αγία Γραφή.
Εντυπωσιακή είναι η παρατήρησή του ότι σκοπός μίας θρησκείας δεν πρέπει να είναι η φυγή των μελών της από τον κόσμο, με στροφή του ενδιαφέροντός τους αλλού, αλλά η μεταμόρφωση του ίδιου του κόσμου, κάτι που μόνο η ορθόδοξη Εκκλησία επαγγέλεται και προσφέρει μέσα από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, όπως αυτό γνωρίζεται στα μυστήριά της.
Δε διστάζει να ασκήσει έντονη και συνεχή κριτική στον φιλελευθερισμό και στην εσφαλμένη αντίληψη ότι είναι ικανός να προσφέρει λύση στα προβλήματα της ανθρωπότητας.
Μία παρατήρηση που κατά κυριολεξία βγαίνει έξω από τα όρια κάθε τύπου πολιτικής ορθότητας, είναι ότι «το ευαγγελικό κήρυγμα που δεν αποτελεί σκάνδαλο για κάθε πολιτικό καθεστώς είναι άχρηστο». Η φράση αυτή δεν μπορεί παρά να μας θυμίσει το «πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις» των αποστόλων προς τις ιουδαϊκές αρχές, όπως καταγράφεται στο βιβλίο των Πράξεων (5:29).
Είναι πραγματικά παρήγορο ότι υπάρχουν κείμενα που πλησιάζουν με σοβαρότητα και κριτικό πνεύμα τη χριστιανική πίστη και αποτελούν αφορμή για διάλογο και παρουσίαση των ζωογόνων αληθειών του ευαγγελίου στην εποχή μας. Βέβαια, η αλήθεια της Εκκλησίας δεν προσφέρεται μέσα από το διάλογο, αλλά μέσα από τα μυστήρια. Για να προσεγγίσει όμως κάποιος τα μυστήρια πρέπει να μάθει για την πίστη μας, να γνωρίσει τη διδασκαλία της και να την ασπαστεί. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντική η συμβολή τέτοιων κειμένων, κυρίως σε έναν κόσμο ξένο, και στην πραγματικότητα εχθρικό, προς την Αλήθεια του Ευαγγελίου.
Τελικά, η αίσθηση που αποκομίζει ο αναγνώστης του βιβλίου του Τ. Eagleton είναι ότι ακόμη και η δηλωμένη αθεΐα έχει τα όριά της!

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Μπέγζος Μάριος Η κοινωνική παρενέργεια της θρησκείας σήμερα





 
 
Η πρωτόγνωρη λέξη «φονταμενταλισμός» είναι ελληνική μεταγραφή του αγγλικού όρου fundamentalism (από το λατινικό fundamentum: θεμέλιο). Αποδίδεται ως «θεμελιωτισμός» ή «θεμελιοκρατία» και σημαίνει την επιστροφή στα «θεμέλια» μιας παράδοσης του παρελθόντος, την εμμονή στα «θεμελιώδη» άρθρα πίστης και τη μαχητική προάσπιση των «θεμελιακών» στοιχείων κάποιας θρησκευτικής κληρονομιάς.
Φονταμενταλισμός είναι ο μαχητικός θρησκευτικός συντηρητισμός. Τρία χαρακτηριστικά στοιχεία του είναι η συντηρητικότητα, η θρησκευτικότητα και η μαχητικότητα.
Πρώτιστο ιδίωμα παραμένει ο συντηρητισμός, που διαφοροποιεί τον φονταμενταλισμό από τον εκσυγχρονισμό, τον αντιπαραθέτει με τον φιλελευθερισμό ή τον σοσιαλισμό και τον αντιδιαστέλλει με τον διαφωτισμό, με τον ορθολογισμό και τον ατομικισμό της νεωτερικότητας. Η συντήρηση της παράδοσης των «θεμελίων» χωρίς ανανέωση και δίχως προσαρμογή, η πιστή κατά γράμμα ερμηνεία και η τυφλή τυποποιημένη εφαρμογή των επιταγών της κληρονομιάς του παρελθόντος μαζί με την αντιπαράθεση σε καθετί νεωτερικό, σύγχρονο, μοντέρνο, δυτικό (ευρωπαϊκό ή αμερικανικό) συνιστούν τον πυρήνα του φονταμενταλιστικού κινήματος.
Η θρησκευτικότητα χρωματίζει τον φονταμενταλισμό αποφασιστικά και καθορίζει τον συντηρητισμό του. Χάρη στη βασική εμπειρία της ενότητας που διακρίνει κάθε θρησκεία τόσο στον χώρο όσο και μέσα στον χρόνο ιδρύοντας την κοινωνία (οριζόντια ενότητα των ομοδόξων μέσα στον χώρο) και γεννώντας την ιστορία (κατακόρυφη ενότητα των ομοφρόνων μέσα στον χρόνο), η συντήρηση των «θεμελίων» επικυρώνεται μεταφυσικά και επεκτείνεται από τον θολό πυθμένα κάποιου παρελθόντος «χρυσού αιώνα» στον απλησίαστο ορίζοντα ενός μελλοντικού «παραδείσου». Η θρησκεία λειτουργεί σαν το «τσιμέντο» της συντήρησης, ως το ανθεκτικότερο συνεκτικό υλικό των «θεμελίων» της παράδοσης που υποτάσσει το κοσμικό (κράτος, κοινωνία, οικονομία) στο θρησκευτικό και υποτάσσει το ιδιωτικό (προσωπική ζωή του ατόμου) στο δημόσιο (θρησκευτικός κώδικας ηθικών αξιών, «ιερός νόμος»).
Η μαχητικότητα είναι το τρίτο στη σειρά, αλλά πρώτο σε εντυπωσιασμό στοιχείο του φονταμενταλισμού. Η βία στη διακονία του ιερού εν ονόματι της συντήρησης είναι που συνοψίζει το φονταμενταλιστικό κίνημα άριστα. Προσφυγή στα όπλα, αιματοχυσίες και εκατόμβες, ακρωτηριασμοί τιμωρίας και παραδειγματικές εκτελέσεις, πογκρόμ και γκέτο, φυλετικές διακρίσεις και σεξιστικοί διαχωρισμοί, εθνοκάθαρση και τρομοκρατία βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη των φονταμενταλιστών όλου του κόσμου, κάθε εποχής.
Κάθε θρησκευτική κληρονομιά έχει να παρουσιάσει κρούσματα φονταμενταλισμού. Δυστυχώς δεν υπήρξε αναίμακτη θρησκεία ως σήμερα, όπως επίσης δεν εμφανίσθηκε ποτέ αναίμακτη επανάσταση, ειρηνική εξέγερση ή «βελούδινη» ανταρσία.
Η πολιτική σκοπιμότητα και η ειδησεογραφική προχειρότητα σε μερικές περιπτώσεις δημιούργησαν την εσφαλμένη εντύπωση πως δήθεν μόνον το Ισλάμ ταυτίζεται με τον φονταμενταλισμό, ενώ η αδιάψευστη ιστορική πραγματικότητα είναι ότι κάθε θρησκεία διαβρώνεται από τον φονταμενταλιστικό ιό, ακόμη και τα ινδικά θρησκεύματα που δεν υστερούν σε βίαιες αναμετρήσεις δολοφονώντας μέλη της οικογενείας Γκάντι «δι' ασήμαντον αφορμήν».
Η σχέση της θρησκείας με τον φονταμενταλισμό είναι σαν τη σχέση της ενέργειας με την παρενέργεια ή του προϊόντος και του υποπροϊόντος. Οπως κάθε φάρμακο έχει ενδείξεις και αντενδείξεις, έτσι και η θρησκεία ως φαινόμενο της Ιστορίας, της κοινωνίας και του πολιτισμού αντανακλά το περιβάλλον της και αναπαράγει τον περίγυρό της άλλοτε προς το καλύτερο και άλλοτε προς το χειρότερο.
Ο φονταμενταλισμός είναι η θρησκευτική αναπαραγωγή της κοινωνίας προς το χειρότερο, κατιτί σαν καρκίνωμα της Ιστορίας και παράσιτο του πολιτισμού.
Η ίδια η θρησκεία μπορεί να παράγει το αντίδοτο κατά του φονταμενταλισμού, εάν και όταν η φωτισμένη θεολογία και η υπεύθυνη ιεραρχία ερμηνεύσουν τις επιταγές της παράδοσης κατά το πνεύμα που ζωοποιεί και όχι κατά το γράμμα που σκοτώνει, εφαρμόζοντας με τρόπο φιλάνθρωπο και όχι απάνθρωπο ό,τι είναι απολύτως απαραίτητο για τη συνοχή της κοινωνίας σε έναν χώρο παγκοσμιοποιημένο πλανητικά και σε έναν ιστορικό χρόνο με προοπτική μελλοντολογική κι όχι παρελθοντολογική.
Εάν επιβίωση σημαίνει συμβίωση και εφόσον ο λόγος είναι διάλογος, ποτέ μονόλογος ούτε αντίλογος, τότε η θρησκεία έχει κοινωνικό συμφέρον και ιστορικό ενδιαφέρον να φανεί τίμια με τον εαυτό της ως δύναμη που ενώνει αντί να χωρίζει. Πρώτιστο μέλημα κάθε θρησκευτικής παρουσίας σήμερα είναι η παραγωγή θεολογικών αντιδότων κατά του φονταμενταλισμού για το καλό όλων μας. Αλλιώτικα θα αποβληθούν τα προϊόντα μαζί με τα υποπροϊόντα και μάλιστα εξαιτίας αυτών των τελευταίων…

Ο κ. Μάριος Μπέγζος είναι κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Αθηνών.

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2012

Η τιμή αλλά και η ευθύνη της ιεροσύνης, κατά τον ιερό Χρυσόστομο.


'...επαγωνιζεσθαι τη απαξ παραδοθειση τοις αγιοις πιστει...'' (Ιούδας 3)

ΤΡΊΤΗ, 7 ΑΥΓΟΎΣΤΟΥ 2012


Η τιμή αλλά και η ευθύνη της ιεροσύνης, κατά τον ιερό Χρυσόστομο.
«Όλα να τα κάμνωμεν, ώστε να ημπορέσωμεν να έχωμεν πλησίον μας το άγιο Πνεύμα, και να τιμώμεν πάρα πολύ εκείνους που ορίσθησαν να μεταδίδουν την ενέργειαν αυτού, διότι είναι μεγάλη η αξία των ιερέων.‘’Ων αν αφήτε’’, λέγει, ‘’αφέωνται αι αμαρτίαι’’. Δια τούτο και ο Παύλος έλεγε,‘’Πείθεσθαι τοις ηγουμένοις υμών και υπείκετε’’, και να τους τιμάτε πάρα πολύ.Διότι συ μεν φροντίζεις δια τα ιδικά σου, και αν τα τακτοποιήσης αυτά καλώς, δεν είσαι καθόλου υπεύθυνος για τους άλλους, ο ιερεύς όμως και αν ακόμη τακτοποιήση καλώς τον ιδικόν του βίον, δεν δείξει όμως την πρέπουσαν φροντίδα δια σένα ή δι’ όλα τα μέλη του ποιμνίου του, θα οδηγηθή μαζί με τους πονηρούς εις την γέενναν και πολλές φορές χωρίς να προδίδεται από τους ιδικούς του, οδηγείται εις την καταστροφήν από σας, αν δεν ρυθμίσει καλώς όλα εκείνα που έχουν σχέσιν με αυτόν. Γνωρίζοντας λοιπόν το μέγεθος του κινδύνου, να αποδίδετε εις αυτούς πολλήν συμπάθειαν, πράγμα που και ο Παύλος υπηνίχθη, λέγων, ότι ‘’αγρυπνούσιν υπέρ των ψυχών υμών’’, και όχι απλώς αγρυπνούν, αλλά ‘’ως λόγον αποδώσοντες’’, δια τούτο πρέπει αυτοί να απολαύουν πολλής τιμής. Εάν όμως μαζί με τους άλλους ενεργήτε και σεις εναντίον των, τότε ούτε και σεις θα ευρίσκεσθε εις καλήν κατάστασιν· διότι εν όσω ο κυβερνήτης ευρίσκεται εις κατάστασιν ευθυμίας, θα ευρίσκωνται και οι επιβάται εις ασφάλειαν, αν όμως τον περιφρονούν εκείνοι  και κρατούν στάσιν εχθρικήν εναντίον του και έτσι τον ταλαιπωρούν. Τότε ούτε και να επαγρυπνήση ημπορεί καθ’ όμοιον τρόπον, ούτε να ασκήση καλώς το έργον του και χωρίς να το θέλη περιβάλλη αυτούς με άπειρα κακά. Έτσι και ο ιερεύς, αν μεν απολαύη της τιμής εκ μέρους σας, θα ημπορέση να τακτοποιήση και τα ιδικά σας θέματα καλώς, αν όμως τους στενοχωρήτε, εξασθενούντες την δύναμίν των, θα τους καταστήσετε μαζί με σας ευκολοπροσβλήτους εις τα κύματα και αν ακόμη είναι πάρα πολύ γενναίοι.


Σκέψου τι λέει ο Χριστός περί των Ιουδαίων· ‘’Επί της Μωυσέως καθέδρας εκάθισαν οι γραμματείς και οι Φαρισσαίοι. Πάντα ουν, όσα λέγουσιν υμίν ποιείν, ποιείτε’’. Τώρα όμως δεν ημπορούμεν να ειπούμεν, ‘’Επί της Μωυσέως καθέδρας εκάθισαν οι ιερείς’’, αλλά εις την έδραν του Χριστού, διότι ανέλαβον την συνέχειαν της διδασκαλίας εκείνου. Δια τούτο και ο Παύλος λέγη· ‘’Υπέρ Χριστού πρεσβεύομεν, ως του Θεού παρακαλούντος δι’ ημών’’. Δεν βλέπετε που όλοι υποτάσσονται εις τους κοσμικούς άρχοντας, και εκείνοι ακόμη που είναι πολλές φορές ανώτεροι από εκείνους που τους δικάζουν και ως προς την καταγωγήν και ως προς τον βίον και ως προς την σύνεσιν; Αλλά όμως χάριν εκείνου που διώρισεν αυτούς δεν σκέπτονται τίποτα από αυτά, αλλά σέβονται την απόφασιν του βασιλέως, οποιοσδήποτε και αν είναι εκείνος που έλαβε την εξουσίαν. Έπειτα, έαν ο άνθρωπος διορίση κάποιον, υπάρχει τόσος πολύς φόβος, την στιγμή όμως που χειροτονεί ο Θεός και περιφρονούμεν τον χειροτονούμενον και τον υβρίζομεν και τον περιλούζομεν με άπειρα κακά, και ενώ ελάβομεν την απαγόρευσιν να κρίνομεν τους αδελφούς μας, ακονούμεν την γλώσσαν μας εναντίον των ιερέων. Και πως αυτά είναι άξια απολογίας, όταν την μεν δοκόν εις τον οφθαλμόν μας δεν την βλέπωμεν, ενώ το καρφί του άλλου το περιεργαζόμεθα με όλην την κακίαν μας; Δεν γνωρίζεις ότι καθιστάς φοβερώτερον το δικαστήριον εναντίον σου, δικάζων με αυτόν τον τρόπον;

Και αυτά τα λέγω όχι επιδοκιμάζων εκείνους που ασκούν ανάξια την ιεροσύνην, αλλά και ευσπλαχνιζόμενος αυτούς πάρα πολύ και δακρύζων δι’ αυτούς· δεν λέγω όμως ότι είναι δίκαιον δι’ αυτό να κρίνωνται από τους αρχομένους και μάλιστα από τους πάρα πολύ αφελείς, διότι και αν ακόμη ο βίος αυτών είναι πάρα πολύ διεφθαρμένος, συ όμως έαν προσέχης τον εαυτόν σου, δεν θα ζημιωθής ως προς τίποτε σχετικά με εκείνα που παρεδόθησαν εις αυτόν από τον Θεόν· διότι, εάν έκαμε την όνον να ομιλήση και εχάρισε μέσω του μάντεως πνευματικάς ευλογίας και ενήργησε χάριν των Ιουδαίων που εξέκλινον με το ανόητον στόμα και την ακάθαρτον γλώσσαν του Βαλαάμ, πολύ περισσότερο δια σας που είσθε ευγνώμονες απέναντί του, και αν ακόμη οι ιερείς είναι πάρα πολύ φαύλοι, θα κάμη όλα εκείνα που θέλει και θα στείλει το Άγιον Πνεύμα· διότι ούτε ο καθαρός προσελκύει το Πνεύμα εξ αιτίας της καθαρότητός του, αλλά η χάρις είναι εκείνη που επιτελεί το παν· διότι λέγει·‘’Πάντα δι’ υμάς, είτε Παύλος, είτε Απολλώς, είτε Κηφάς’’διότι εκείνα που έλαβε ο ιερεύς, μόνον ο Θεός ημπορεί να τα δωρήση, και όπου και αν φθάση η ανθρώπινη φιλοσοφία, θα φανή κατωτέρα από εκείνην την χάριν.

Και αυτά τα λέγω, όχι δια να περνούμεν την ζωήν μας με ραθυμίαν, αλλά δια να μη επισωρεύετε πολλές φορές κακά εναντίον του εαυτού σας σεις οι αρχόμενοι, όταν μερικοί από τους προϊσταμένους σας δείχνουν ραθυμίαν. Και διατί λέγω τους ιερείς; Ούτε άγγελος, ούτε αρχάγγελος ημπορεί να κάμη κάτι σχετικά με εκείνα που δίδονται από τον Θεόν, αλλά τα πάντα γίνονται από τον Πατέρα, τον Υιόν, και το Άγιον Πνεύμα. Ο δε ιερεύς δανείζει την γλώσσαν του και δίδει το χέρι του· καθόσον δεν θα ήτο δίκαιον εξ αιτίας της κακίας του άλλου να παραβλάπτωνται εκείνοι που προσέρχονται με πίστιν εις τα σύμβολα της σωτηρίας μας».

(Απόσπασμα από την 86η ομιλία εις το ευαγγέλιο του Ιωάννη, έργα αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ΕΠΕ, 14).

Ο ρόλος της ελληνικής ελίτ στη διαμόρφωση της σημερινής Ελλάδας



money tenderness της Δήμητρας Ερμείδου
Αναμφισβήτητα η χώρα περνάει βαθιά κρίση. Αυτή η κρίση είναι βέβαια συνέπεια της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης και η Ελλάδα χτυπάται αδικαιολόγητα σκληρά, δεν παύει όμως να αποτελεί τον πιο αδύναμο κρίκο ολόκληρης της ευρωπαϊκής οικογένειας. Μια τεράστια δημόσια αντιπαράθεση έχει ξεσπάσει σχετικά με τους πραγματικούς υπαίτιους της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα. Έκτος από τις κοινωνικές ομάδες που στοχοποιούνται ανά περιόδους, δημόσιοι υπάλληλοι, κλειστά επαγγέλματα, επιχειρηματίες και ελεύθεροι επαγγελματίες που φοροδιαφεύγουν, μια μεγάλη συζήτηση έχει ξεκινήσει στη χώρα με αφορμή τη φράση του Θεόδωρου Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε» σχετικά με τον υπαίτιο της ελληνικής κρίσης. Φταίνε οι πολιτικοί ή οι πολίτες;
Πολλές απόψεις έχουν εκφραστεί υποστηρίζοντας τη μια ή την άλλη πρόταση, ακόμα και μετριοπαθείς απόψεις που τίθενται στη μέση και υποστηρίζουν ότι και οι δύο πλευρές φέρουν τμήμα της ευθύνης. Αυτή η συζήτηση όμως είναι αποπροσανατολιστική. Δεν είναι οι πολίτες ούτε οι πολιτικοί αυτοί που αποφασίζουν για την κατεύθυνση που θα κινηθεί ή χώρα ούτε αυτοί που παίρνουν τις σημαντικές αποφάσεις. Ποιος είναι λοιπόν καθοδηγεί μια χώρα; Η απάντηση είναι η οικονομική ελίτ της.
Οι πολιτική ελίτ μιας χώρας είναι εκ φύσεώς της καθοδηγούμενη. Δεν έχει κάποια πραγματική εξουσία. Η εξουσία της δίνεται από το λαό μετά από κάθε εκλογική αναμέτρηση. Ο δε λαός κάνει τις επιλογές του βασιζόμενος στην πληροφόρηση που αντλεί από τα ΜΜΕ, τα οποία ανήκουν στην οικονομική ελίτ. Η δε πολιτική ελίτ διεξάγει την προεκλογική της εκστρατεία με χρηματοδότηση που τους παρέχει και πάλι η οικονομική ελίτ.
Η οικονομική ελίτ λοιπόν κάθε χώρας είναι αυτή που έχει την πραγματική δύναμη στα χέρια της. Για ποιό λόγο λοιπόν οι οικονομικές ελίτ άλλων ευρωπαϊκών χωρών έχουν απαιτήσει από τις κυβερνήσεις των χωρών τους οργανωμένα κράτη, ενώ κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί στην Ελλάδα;
Η απάντηση έχει να κάνει πιστεύω κυρίως με τον κλάδο της οικονομίας που έχει αναπτυχθεί σε κάθε χώρα. Η δυτική Ευρώπη είχε ανέκαθεν ανεπτυγμένη βιομηχανική παραγωγή. Η οικονομική ελίτ της που είχε κάνει επενδύσεις στη χώρα απαίτησε διαχρονικά από το κράτος την ανάπτυξη υποδομών που θα δρούσαν συνεργατικά με τις επενδύσεις τους. Εκτεταμένα σιδηροδρομικά και οδικά δίκτυα για τη μεταφορά των προϊόντων που παράγουν, ισχυρό σύστημα εκπαίδευσης που θα παρέχει εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό για τις βιομηχανίες τους, σύστημα υγείας για να προστατεύεται η υγεία των εργαζομένων, ακόμα και αξιόπιστο σύστημα μέσων μαζικής μεταφοράς που θα εξασφαλίζει ότι οι εργαζόμενοί τους δε θα εκνευρίζονται πριν ακόμη φτάσουν στη δουλειά τους.
Για να υπάρχουν δε πόροι για τα παραπάνω απαίτησαν την οργάνωση ενός αξιόπιστου κρατικού μηχανισμού, ο οποίος θα μπορεί να εισπράττει φόρους από τους πολίτες χωρίς να τους κάνει να νιώθουν αδικημένοι.
Γιατί όμως η ελληνική οικονομική ελίτ δεν απαίτησε ανάλογα πράγματα από το ελληνικό κράτος; Η απάντηση έχει να κάνει με τις γεωπολιτικές συνθήκες που επικράτησαν στη χώρα κατά την περίοδο της βιομηχανικής επανάστασης και το μοντέλο ανάπτυξης που ακολουθήθηκε.
Την εποχή που στη δυτική Ευρώπη λάμβανε χώρα η βιομηχανική επανάσταση η Ελλάδα βρισκόταν σε μια κατάσταση αβεβαιότητας. Η Οθωμανική αυτοκρατορία παρέπαιε και ένα νέο κράτος γεννιόταν. Κάνεις δεν μπορούσε να γνωρίζει αν θα επιβίωνε ή ακόμα και αν επιβίωνε κάνει δε μπορούσε να ξέρει καν τα σύνορά του, τα οποία μεταβάλλονταν κάθε λίγα χρόνια. Η ελληνική αστική τάξη δεν ήξερε με ποιον να συνδιαλλαγεί για να πάρει αυτά που ήθελε αφού δεν υπήρχε κυβέρνηση η οποία θα μπορούσε να της εξασφαλίσει μια μακροχρόνια συνεργασία.
Μοιραία λοιπόν η ελληνική οικονομική ελίτ αναγκάστηκε να ακολουθήσει μια ευέλικτη στάση κρατώντας τα συμφέροντά της κινητά. Στράφηκε λοιπόν στη θάλασσα. Οι επενδύσεις στην ανάπτυξη ισχυρού εμπορικού στόλου ήταν για την ελληνική ελίτ πολύ ασφαλείς. Μπορούσαν να κρατήσουν μια απόσταση από το σουλτάνο και την τουρκική γραφειοκρατική μηχανή κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, ενώ κατά τα πρώτα χρόνια της απελευθέρωσης μπορούσαν να αποσύρουν με σχετική ευκολία το στόλο τους για να αποφύγουν τις μικρές εθνικές καταστροφές και τους πόλεμους. Αυτό δε σημαίνει ότι ένας εμπορικός στόλος δεν έχει απώλειες κατά τη διάρκεια ενός πόλεμου. Μπορεί όμως να προφυλαχθεί με πολύ μεγαλύτερη ευκολία από ένα εργοστάσιο. Επιπρόσθετα ο στόλος αυτός δεν είναι καν απαραίτητο να χρησιμοποιεί ελληνικά λιμάνια. Μπορεί να εκτελεί μεταφορές στο εξωτερικό.
Η ελληνική οικονομική ελίτ λοιπόν βρήκε τρόπο να αναπτυχθεί ανεξάρτητα από το ελληνικό κράτος. Στα πρώτα της βήματα δεν μπορούσε να βασιστεί πάνω του και σταδιακά δεν της ήταν καν απαραίτητο. Φτάσαμε λοιπόν σήμερα το πιο ισχυρό τμήμα της ελληνικής οικονομίας, η ναυτιλία, να μην προσφέρει τίποτε στον τόπο. Οι Έλληνες εφοπλιστές στην πλειοψηφία τους έχουν έδρα το Λονδίνο, διατηρώντας μόνο κάποια γραφεία στον Πειραιά και τις βίλες τους στα ελληνικά νησιά. Ο στόλος τους είναι υπό ξένες σημαίες, το προσωπικό που απασχολούν πλην ελαχίστων υψηλόβαθμων στελεχών είναι ξένοι ενώ ναυπηγούν και επισκευάζουν τα πλοία τους στην ανατολική Ασία.
Η ελληνική οικονομική ελίτ λοιπόν δεν είχε λοιπόν ποτέ κανένα λόγο να απαιτήσει ένα σοβαρό και οργανωμένο κράτος επειδή ποτέ δε δραστηριοποιούνταν στη χώρα. Δεν είχε στην ουσία ποτέ της ανάγκη το κράτος όπως το είχαν ανάγκη σε κάποια τουλάχιστον περίοδο οι δυτικοευρωπαϊκές οικονομικές ελίτ.
Έχουμε ξεμείνει λοιπόν στη χώρα με καιροσκόπους εργολάβους του δημοσίου και βαρόνους των ΜΜΕ, κατά κανόνα τα ίδια πρόσωπα. Να ξεκαθαρίσουμε βεβαίως ότι αυτού του είδους η επιχειρηματικότητα υπάρχει και σε προηγμένες και οργανωμένες χώρες. Απλώς εκεί υπάρχει και το αντίβαρο. Επιχειρηματίες και βιομήχανοι που πιέζουν έτσι ώστε να χρήματα των φορολογούμενων να πιάνουν τόπο για να επωφελούνται οι βιομηχανίες τους. Στην Ελλάδα που αυτό το αντίβαρο έχει μεταναστεύσει από τη χώρα προ πόλου και μας έχει μείνει μόνο η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα που περισσότερο βαρίδιο αποτελεί, παρά πόλο ανάπτυξης για τη χώρα.

Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού και Γυμνασίου στο Νέο Σχολείο: μια προωθημένη πρόταση «στον καιρό του αλλόκοτου φόβου...»[i]



                                            «Ελπίζω στους σεισμούς που μέλλονται για να' ρθουν»[ii]

Tου Χριστόφορου Γ. Παπασωτηρόπουλου*
 

Το νέο Πρόγραμμα Σπουδών των Θρησκευτικών αποτελεί για κάθε καλόπιστο και συνειδητοποιημένο δάσκαλο ένα σημαντικό άλμα για την αναβάθμιση της θρησκευτικής εκπαίδευσης στην Α/θμια και τη Β/θμια Εκπαίδευση. Οι λόγοι  είναι οι εξής:


® Έχει αξιοποιήσει πορίσματα νεότερων εκπαιδευτικών ερευνών, διεθνή εμπειρία σε επίπεδο εφαρμογής αλλά και σύγχρονη βιβλιογραφία σχετικά με το μάθημα των θρησκευτικών (στο εξής μτΘ ) αλλά και γενικότερα με τη σύγχρονη θρησκευτική Εκπαίδευση και Παιδαγωγική.
® Έχει λάβει υπόψη του όλα τα αναλυτικά προγράμματα που μέχρι τώρα έχουν συνταχθεί, τα ΔΕΠΠΣ-ΑΠΣ και τα νεότερα σχολικά βιβλία του Δημοτικού και του Γυμνασίου. Με αυτή την έννοια, αποτελεί συνέχεια των προηγούμενων προσπαθειών επιχειρώντας να αξιοποιήσει τα όποια θετικά αλλά και να υπερβεί τις πιθανές αγκυλώσεις ή δυσκολίες τους.
® Συνιστά συγκροτημένη και ολοκληρωμένη πρόταση και με αναλυτικό σχεδιασμό υψηλών απαιτήσεων, που θέτει δημιουργικές προκλήσεις στον εκπαιδευτικό και που διευκολύνει σε μεγάλο βαθμό αυτόν που θα κληθεί να το υποστηρίξει στη τάξη.
® Έχει συμπεριλάβει όλους τους προβληματισμούς που τα τελευταία τριάντα χρόνια έχουν κατατεθεί σχετικά με τη θρησκευτική εκπαίδευση στην Ελλάδα, τόσο από θεολόγους όσο και λοιπούς επιστημονικούς χώρους σε συνέδρια, ημερίδες αλλά και στην ειδική βιβλιογραφία.
® Πιο σημαντικές ακόμη είναι οι θεμελιώδεις αλλαγές που επιφέρει σε βαθύτερα και πιο ουσιαστικά προβλήματα - που για δεκαετίες συζητάμε μεταξύ μας οι θεολόγοι - αλλά και ζητήματα που πάντοτε έδιναν λαβή για επικρίσεις, είτε σε μερίδα ψευδο-προοδευτικών, είτε σε μερίδα ελλιπώς ενημερωμένων «τιμητών» της θρησκευτικής εκπαίδευσης αυτής της πολύπαθης χώρας,(της οποίας, ειρήσθω εν παρόδω, ένα από τα δεινά που την ταλάνιζαν και την ταλανίζουν ακόμη είναι η ημιμάθεια και η ανέξοδη κριτική, συχνά εν είδει προοδευτισμού), σε ζητήματα που αφορούν στην παράδοση, στον πολιτισμό και την παιδεία.
® Βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τη Σύσταση 1720/2005(αλλά και με άλλα ευρωπαϊκά κείμενα) που απηύθυνε η Κοινοβουλευτική Συνδιάσκεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης(47 χώρες) προς τα κράτη-μέλη της σχετικά με την αναγκαιότητα της θρησκευτικής εκπαίδευσης και η οποία, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι «η καλή γενική γνώση των θρησκειών είναι ουσιώδης για την καλλιέργεια κοινωνικής ανοχής και την καλύτερη λειτουργία του δημοκρατικού τρόπου ζωής. Η εκπαίδευση πρέπει να προμηθεύει τα απαραίτητα εργαλεία για την καταπολέμηση της άγνοιας, των στερεοτύπων και των παρεξηγήσεων σχετικά με τις θρησκείες»[iii]
® Το νέο πρόγραμμα διαδικασίας[iv] καταφέρνει να αφήσει πίσω του τρεις βασικές «κατηγορίες» σχετικές με το χαρακτήρα του μτΘ και τις παλαιότερες κατευθύνσεις του:
α. Παύει να έχει κατηχητικό και ομολογιακό χαρακτήρα[v].Αξιοποιεί την Ορθόδοξη Παράδοση, το χριστιανισμό και τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες δίνοντας κυρίως έμφαση - πράγμα φυσικό και αυτονόητο - σε βιβλικά κείμενα επιλεγμένα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη( βλέπε π.χ. τον πίνακα στον Οδηγό Εκπαιδευτικού, σελ. 70-73) , στην ευρύτερη παράδοση της Εκκλησίας, σε νεότερες πηγές αλλά και σε φωτεινά παραδείγματα της νεότερης Εκκλησίας (π.χ. πατήρ Πορφύριος, πατήρ Παϊσιος κ.α.).Ως πρόγραμμα διαδικασίας, ξεκινά από την εμπειρία του μαθητή και από τη στάση ζωής και τους προβληματισμούς που αντιστοιχούν στην ηλικία του ( «συνομιλία του κόσμου της θρησκείας με τον κόσμο της ζωής των μαθητών») για να καταλήξει με στέρεες βάσεις στα προσδοκώμενα μαθησιακά αποτελέσματα κάθε φορά. Δε λαμβάνει υπόψη του μόνο το μαθητή που είναι χριστιανός αλλά και οποιονδήποτε άλλον που του δίνεται η ευκαιρία μέσα από τις δομημένες θεματικές ενότητες να γνωρίσει την Ορθοδοξία, όπως αυτή υπάρχει εδώ και αιώνες μέσα στο πολιτιστικό περιβάλλον στο οποίο ζει.
β. Δεν έπεσε στην παγίδα του «θρησκειολογικού» μαθήματος για να ικανοποιήσει τη δήθεν μοντέρνα άποψη που θεωρεί ότι ένα σύγχρονο μάθημα θρησκευτικών μπορεί να σταθεί - αν δεν καταφέρουμε να το πετάξουμε! - σαν μια εγκυκλοπαίδεια θρησκειών με επαρκείς πληροφορίες και γνώσεις για τις θρησκείες, επιστημονικά τεκμηριωμένες, αλλά που δεν έχουν καμιά σχέση με την ομορφιά και τη ζωντάνια - ανεξάρτητα αν τις ασπάζεται κανείς ή όχι - πτυχών των θρησκειών. Αντ' αυτού για πρώτη φορά στην ιστορία των αναλυτικών προγραμμάτων διδάσκονται οι θρησκείες («γνώση από τις θρησκείες») και εντάσσονται ομαλά σε όλες τις τάξεις. Με απλό και διακριτικό τρόπο απλώνονται πτυχές των άλλων θρησκειών που συνδέονται τόσο με τη διαφορετικότητα στην πίστη και τη θρησκευτική έκφραση, όσο και τις διαφορετικές αντιλήψεις σε μεγάλα ανθρωπολογικά, κοσμολογικά και θεολογικά ζητήματα. Από το Δημοτικό κιόλας ο μαθητής εξοικειώνεται με τις άλλες μονοθεϊστικές θρησκείες, όχι με την αντίληψη ότι υπάρχουν «θρησκείες για όλα τα γούστα» (κάτι που θα σήμαινε συγκρητισμό και επιφανειακή προσέγγιση των θρησκειών, πράγμα το οποίο φαίνεται να βρίσκεται έξω από τους στόχους και τη φιλοσοφία του νέου ΠΣ)[vi], αλλά περισσότερο της - με σεβασμό και προσοχή- συνάντησης, με θρησκείες που μοιάζουν ή διαφέρουν περισσότερο ή λιγότερο από τη «δική» μας. Ο μαθητής ενημερώνεται και εξοικειώνεται σταδιακά με την ετερότητα και προστατεύεται έγκαιρα από την εμπάθεια και το φανατισμό, που συντηρείται -και ενίοτε βολεύει κιόλας!-από την ελλιπή ή αποσπασματική γνώση. Μέσα από τις οργανωμένες θεματικές ενότητες του ΠΣ ο μαθητής αξιοποιεί το μτΘ ως χώρο ανακάλυψης της θρησκείας, ως χώρο επεξεργασίας θρησκευτικών γνώσεων και δεδομένων και ως χώρο οραματισμού και προσδοκίας. Έτσι αποφεύγεται το θλιβερό φαινόμενο να καταλήγει στη Β' λυκείου και μέσα στο μέχρι σήμερα υπάρχον πλαίσιο σπουδών να δέχεται γνώσεις επιστημονικά μεν τεκμηριωμένες, αλλά άσχετες και ξένες με τις αναζητήσεις του και τους προβληματισμούς του. Κι είναι γνωστό σε όλους όσους διδάσκουν στο Λύκειο, ότι το τελευταίο πράγμα που απασχολεί τους μαθητές στη Β' λυκείου είναι η γνώση γύρω ή/και από τις θρησκείες! Ίσως αυτό να ενοχλεί δύο τύπους επικριτών του μτΘ: Αφενός αυτούς που προτιμούν οι μαθητές να μη γνωρίζουν και πολλά πράγματα για να μην παρασυρθούν και χάσουν την καθαρότητα της πίστης τους. Αυτοί οι άνθρωποι όμως βλέπουν έτσι κι αλλιώς την Εκκλησία σαν ένα «club σεσωσμένων» ,τους εαυτούς τους σαν πορτιέρηδες στον Παράδεισο και το Θεό σαν ηγέτη μιας σεχταριστικής οργάνωσης! Αφετέρου αυτούς που, ακόμη και σήμερα, αδυνατούν να αναγνωρίσουν την καθοριστική σημασία που παίζει για τη διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης η στοιχειώδης θρησκευτική γνώση μέσα από τους δημόσια ελεγχόμενους δρόμους της εκπαίδευσης, τους εν πολλοίς παιδαγωγικά και επιστημονικά άρτιους ,ως αντίποδας στον κάθε λογής θρησκευτικό φανατισμό και τις κάθε λογής θρησκευτικές σέχτες που μέλημά τους έχουν να αγκαλιάσουν κάθε «πικραμένο»! Η επαρκής και ολοκληρωμένη γνώση, η έγκυρη ενημέρωση μέσα (και) από το δημόσιο σχολείο ήταν πάντοτε το καταλυτικό αντίδοτο απέναντι στη μετριότητα και την ημιμάθεια που προετοιμάζει μάζες υποταχτικών έτοιμων να υπηρετήσουν κάθε λογής ιδεοληψίες...
Κι όταν σε όλη την Ευρώπη και την Αμερική (η καθεμιά για τους δικούς της πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους) ανακαλύπτεται η θεμελιώδης σημασία της θρησκευτικής εκπαίδευσης, στην Ελλάδα η συχνά κοντόφθαλμη και εγκλωβισμένη «αριστερά» (όχι αυτή των κινημάτων, που ήδη ψάχνει και βρίσκει για πολλά απαντήσεις χωρίς να περιμένει τη γραμμή του κόμματος...), αδυνατεί με μυωπική εμπάθεια να ξεπεράσει και να αναθεωρήσει τις ιδέες της για τη θρησκευτική εκπαίδευση, αρνούμενη πεισματικά να δει έναν κόσμο που εξελίσσεται και μεταβάλλεται (Λυπηρό, όμως ένα μεγάλο μέρος της «αριστεράς» του συστήματος δεν έχει κάνει έντιμα και θαρραλέα την αυτοκριτική της και τις ιστορικές της αναλύσεις για άλλα κι άλλα ζητήματα και θ' ασχοληθεί με τη θρησκευτική εκπαίδευση;)[vii].
γ. Το μτΘ γίνεται πια ένα ανοιχτό μάθημα για όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές. Αντί να χωρίζει, θέτει προϋποθέσεις και φέρνει σε συνάντηση όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα από την όποια θρησκευτική -ή μη- προέλευση και ταυτότητά τους.
Οι απόψεις των μαθητών, οι προβληματισμοί τους, τα στερεότυπα που συχνά μεταφέρουν από το περιβάλλον τους, γίνονται εργαλείο δουλειάς για να μπορέσουν να κατανοήσουν το θρησκευτικό φαινόμενο και να συνειδητοποιήσουν με επάρκεια τις πτυχές της θρησκευτικής πίστης τόσο της ορθόδοξης, όσο και της ευρύτερης χριστιανικής αλλά και των άλλων γνωστών θρησκειών του κόσμου. Με το νέο πρόγραμμα σπουδών μπορεί κανείς να διαπραγματευτεί από σοβαρή θέση και την ελαφρότητα των αντιφατικών εγκυκλίων σχετικά με την απαλλαγή των μαθητών από το μάθημα των θρησκευτικών, που για χρόνια η αμήχανη Πολιτεία τη διαχειρίζεται σα να κρατάει δύο καρπούζια στην ίδια μασχάλη: και με τις ευρωπαϊκές επιταγές και με τη θεσμική εκκλησιαστική συντήρηση(στην οποία σημειωτέον επενδύει ,ως ένα μεγάλο βαθμό, την επιβίωσή της στην κομματική αρένα της - κατά Κορνήλιο Καστοριάδη - σημερινής Κοινοβουλευτικής Ολιγαρχίας...) .
«Η αποτυχία της προετοιμασίας είναι η προετοιμασία της αποτυχίας»[viii]
Όμως ... επειδή όταν κανείς ξεκινά να κρίνει κάτι καινούργιο οφείλει να βλέπει όχι μόνο το δέντρο αλλά ολόκληρο το δάσος, δε γίνεται παρά να μην καταγράψει και να μην προβληματιστεί σοβαρά για την τύχη και αυτού του νέου προγράμματος σπουδών, όσα θετικά κι αν έχει ή όσα προβληματικά κι αν προκύψουν, και να αναρωτηθεί τελικά σε ποιο εκπαιδευτικό πλαίσιο έρχεται να εφαρμοστεί ,με ποιες υποδομές και με ποιες προϋποθέσεις φιλοδοξεί να πατήσει στα πόδια του;
 Πριν προχωρήσουμε, είναι μεγάλος ο πειρασμός να μεταφερθεί σε αυτή τη συνάφεια ένα καυστικό και συνάμα προφητικό κείμενο του Μίλτου Κουντουρά, ο οποίος τη δεκαετία του 1920, έγραφε για το εκπαιδευτικό ξεχαρβάλωμα της εποχής του, κινητοποιημένος από το πάθος του δασκάλου που πονάει και αγωνίζεται για το παρόν και το μέλλον του χώρου του:
«Η μαύρη αλήθεια λοιπόν είναι τούτη: Στην Ελλάδα σήμερα δεν υπάρχει εκπαίδευση. Το φωνάζουν απελπισμένοι όσοι αγαπούν το Σχολειό, το επανέλαβαν χίλιες φορές ερασιτεχνικά στις εφημερίδες οι δημοσιογράφοι, το μουρμουρίζουν κουνώντας θλιβερά το κεφάλι οι άνθρωποι της περασμένης γενεάς, το αισθάνεται αόριστα ο αγράμματος λαός όταν συχνά μέσα στη βιοπάλη του αναστενάζει: Κοντά σ' όλα πάνε και τα καημένα τα γράμματα!...
Κι η αλήθεια είναι αυτή. Σχολειό πια δεν υπάρχει. Κινείται μονάχα ακόμη ένας ανήθικος κι αρρωστημένος οργανισμός γεμάτος από δηλητήριο και παραφροσύνη που πολύ σύντομα θα επιδράσει θανατηφόρα σ' όλη την κατοπινή ζωή του τόπου μας. Μια σάπια και ξεχαρβαλωμένη μηχανή όπου από ανάγκη ρίχνουμε μέσα μια καθαρή κι αγνή ζωική παραγωγή-τα ευκολόπλαστα παιδιά μας-για να μας τα μεταβάλει ύστερα από λίγα χρόνια σε μούμιες κατάξερες και φασκιωμένες ή σε κινούμενα μιάσματα ανασυρμένα σαν από τάφους.... Ένα ψέμα, ένα «κατά συνθήκη» ψέμα κατάντησε στην Ελλάδα το Σχολειό. Μπείτε μέσα μια στιγμή και μυρίστε τον αέρα του. Βρώμα και δυσωδία. Ο δάσκαλος σαπίζει από την αθλιότητα που τον καταδικάζει ένα αφιλόστοργο και μοχθηρό Κράτος. Και παραπατάει μεθυσμένος από τη δυστυχία. Και γρονθοκοπιέται με τον εαυτό του, με το συνάδελφό του, με την κακεντρέχεια των θεσπισμένων νόμων. Και γίνεται ύπουλος και κόλακας, η χολή κιτρινίζει το πρόσωπό του, και η ψυχή του νερουλιάζει από την απόγνωση. Κι η παιδική ψυχή, η μαλακιά ακόμη, δέχεται ολημερίς και διαμορφώνεται σύμφωνα με τέτοιες θανατηφόρες επιδράσεις. Πουθενά η ωραία κ' ελεύθερη ψυχή. Πουθενά η δονούμενη από ενέργεια κι αλήθεια ζωή. Ένα νεκρό, κατάξερο, αφιλοσόφητο γράμμα, κατακουρελιασμένο κι αυτό. Έτσι για τα μάτια.... Κι η Κοινωνία; Υπνωτισμένη παρακολουθεί το τραγικό θέαμα: Ένας χείμαρρος παιδιών βγαίνει κάθε μέρα από τα Σχολειά. Είναι η τρομερή ψυχή του δασκάλου που θα κυβερνήσει μεθαύριο τη Χώρα. Με τον αδιάπλαστό του πια ψυχικό και πνευματικό κόσμο. Και το ροδάνι θα κυλάει από γκρεμό σε γκρεμό. Και κανείς ούτε τότε πια δε θα τολμήσει να φωνάξει: Κλείστε τα σχολειά να φτιάσουμε καινούργια!»[ix].
Κατ' αρχήν θα πρέπει να διαχωρίσει κανείς -κι αυτό για να μην πετάξουμε το μωρό μαζί με το νερό!- την εκπόνηση και το περιεχόμενο του νέου προγράμματος σπουδών, με την αντίστοιχη υποστήριξή του από το ΥΠΔΒΜΘ. Πιο συγκεκριμένα μια τόσο ευρεία αλλαγή στο πρόγραμμα σπουδών:
Οφείλει να λάβει υπόψη της την αποτύπωση της εμπειρίας και την τεκμηριωμένη άποψη όλων των εμπλεκόμενων με τις αλλαγές φορέων (επιστημονική κοινότητα, σύλλογοι των ειδικοτήτων, συνδικαλιστικοί φορείς) και να συνεργάζεται τακτικά μαζί τους[x]!Για παράδειγμα, τους πρώτους που θα έπρεπε να αξιοποιήσει ως επιμορφωτές είναι τους υπεύθυνους Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης και Αγωγής Υγείας που, κατά τεκμήριο, για πάνω από είκοσι χρόνια γνωρίζουν και αξιοποιούν σε βιωματικά σεμινάρια (για μαθητές και εκπαιδευτικούς) και των δύο βαθμίδων της εκπαίδευσης, τις τεχνικές που προτείνονται στο νέο πρόγραμμα σπουδών.
Οφείλει να πραγματοποιήσει έγκαιρη και ουσιαστική επιμόρφωση - αν όχι συστηματική βραχύβια επανεκπαίδευση - σε μικρές και ευέλικτες ομάδες σχολείων σε όλη τη χώρα.
Οφείλει να σχεδιάσει από πριν τρόπους για να υποστηρίξει το νέο εγχείρημα. Να ενημερώσει, να ευαισθητοποιήσει, να πραγματοποιήσει κατά τόπους ημερίδες, να εκπαιδεύσει έγκαιρα τους σχολικούς συμβούλους που θα είναι οι πρώτοι αποδέκτες των όποιων προβλημάτων της εφαρμογής. Έτσι κερδίζει δύο πράγματα: α) τον ενημερωμένο εκπαιδευτικό που θα θελήσει με τις όποιες αντιρρήσεις και επιφυλάξεις να υποστηρίξει ουσιαστικά αυτές τις αλλαγές στο μάθημα και β) την αποφυγή αστείων έως τραγικών προχειροτήτων που αργότερα το ΥΠΔΒΜΘ θα υποχρεωνόταν να τις αποσύρει βιαστικά. Αντί γι' αυτό, το περσινό καλοκαίρι «πέταξε» κυριολεκτικά στην ηλεκτρονική διεύθυνση του «ψηφιακού σχολείου» το νέο πρόγραμμα σπουδών - το οποίο σημειωτέον σε κάποια σχολεία θα λειτουργούσε πιλοτικά την ερχόμενη χρονιά - και το νέο αναμεταδόθηκε κυριολεκτικά από στόμα σε στόμα!
Οφείλει να διερευνήσει την πρόθεση συμμετοχής των εκπαιδευτικών και των σχολείων στην πιλοτική εφαρμογή του προγράμματος αποφεύγοντας την «άνωθεν» επιβολή. Όχι για λόγους ευγένειας προφανώς - έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε ως εκπαιδευτικοί συνηθίσει σ' αυτή την αβρότητα! -, αλλά γιατί η εμπειρία έχει δείξει ότι καμιά εκπαιδευτική αλλαγή δεν μπορεί ούτε καν σε πιλοτικό επίπεδο να εφαρμοστεί, αν δεν υπάρχει μια, κατ' ελάχιστον έστω, συγκατάθεση και συνεργασία όλων των εμπλεκομένων.
Οφείλει να έχει σχεδιάσει προσεκτικά απαντήσεις σε πρακτικά ζητήματα που ανακύπτουν πάνω στη λειτουργία μιας σχολικής μονάδας(π.χ. πώς εντάσσονται στο ωρολόγιο πρόγραμμα τα συνεχόμενα δίωρα όταν μεγάλος αριθμός καθηγητών βρίσκονται σε δύο ή τρία σχολεία;)
Οφείλει να έχει διερευνήσει τις ιδιαίτερες συνθήκες της κάθε σχολικής μονάδας, την υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων, προκειμένου οι αλλαγές να επιφέρουν αποτελέσματα πραγματικής βελτίωσης.[xi]
Στην πραγματικότητα κλήθηκαν οι καθηγητές των πιλοτικών σχολείων να παρακολουθήσουν επιμόρφωση σε κομβικά σημεία της Ελλάδας (ημέρες Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή). Η Α' φάση επιμόρφωσης ξεκίνησε το Νοέμβριο του 2012 όταν το σχολικό έτος, και επομένως και η πιλοτική εφαρμογή, είχε ήδη ξεκινήσει  - θεωρητικά - τον Σεπτέμβριο!
 Σε άλλες εποχές ίσως όλα αυτά να ήταν υπό διαπραγμάτευση... Σήμερα όμως έχει υπόψη του το ΥΠΔΒΜΘ σε ποιους απευθύνεται; Βάσει ποιας λογικής ο εκπαιδευτικός θα μετακινηθεί π.χ. από την Κεφαλονιά και τη Ζάκυνθο, στην Πάτρα για τρεις μέρες, εγκαταλείποντας τις υποχρεώσεις του και το δικαίωμά του να μην εργάζεται το Σάββατο και την Κυριακή, για να συμμετάσχει στην επιμόρφωση; Γιατί είναι λογικό ο εκπαιδευτικός να έχει, ιδιαιτέρως σήμερα ,τη δυνατότητα να προκαταβάλει έξοδα μετακίνησης και διαμονής για να επιμορφωθεί σε ένα πρόγραμμα, για το οποίο δεν τον ενημέρωσαν καν εγκαίρως ότι θα κληθεί να το εφαρμόσει πιλοτικά; Αποτέλεσμα αυτής της απαξίωσης ήταν σε πολλές περιπτώσεις οι επιμορφώσεις να λειτουργήσουν ελλειμματικά και να μείνουν τελικά όλοι εκτεθειμένοι. Φυσικά είναι πολύ δύσκολο να εξαχθούν κάποια ασφαλή συμπεράσματα από τη φετινή πιλοτική εφαρμογή! Για να μην αναφερθούμε στις συνέπειες που είχε αυτή η έλλειψη οργάνωσης και σαφούς στοχοθεσίας, έλλειψη που απαξιώνει τη μαθησιακή διαδικασία και τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό και αντιμετωπίζει τους μαθητές περισσότερο σαν πειραματόζωα ενός εργαστηρίου παρά σαν δρώντα υποκείμενα που έχουν δικαίωμα στη γνώση...
Χρειάζεται κάποια στιγμή οι έχοντες την ευθύνη του σχεδιασμού, της οργάνωσης (;) και των αλλαγών(;) να αποκτήσουν συναίσθηση σε ποιους απευθύνονται και πως. Όσο ο εκπαιδευτικός θεωρείται δούλος, υπηρέτης ή στην καλύτερη περίπτωση διεκπεραιωτής άνωθεν εντολών, τίποτε δεν μπορεί να προχωρήσει με επιτυχία. Η Πολιτεία οφείλει, αν ενδιαφέρεται (κάτι που φαίνεται ότι σήμερα είναι ζητούμενο...), να σέβεται τον εκπαιδευτικό, να υπολογίζει και να συνεκτιμά τις δυνατότητές του, να συνεργάζεται με αξιόπιστο τρόπο μαζί του, να τον στηρίζει και να τον ενθαρρύνει με προγραμματισμό και υπευθυνότητα. Σε έναν ταπεινωμένο δάσκαλο, που κάθε χρόνο ψάχνει τη θέση του σε καινούργιο σχολείο, συμπληρώνει το ωράριό του τον Οκτώβριο ή το Νοέμβριο σε μια σχολική μονάδα, στην οποία ίσως δεν έχει ποτέ ξαναπάει, υπό την απειλή των συγχωνεύσεων των σχολείων, με τη διακινδύνευση να διανύει δεκάδες χιλιόμετρα την ημέρα για να ανταποκριθεί στο έργο του, με συχνά προβληματικές έως απαράδεκτες συνθήκες υλικοτεχνικής υποδομής στα σχολεία (φέτος μάλιστα και με την πρωτοτυπία να μην έχει καν βιβλία μέχρι τουλάχιστον το Δεκέμβριο!),διαρκώς εκτεθειμένο και χωρίς την παραμικρή στήριξη στο παιδαγωγικό και διδακτικό του έργο (πόσοι νομοί, αλήθεια, αντιστοιχούν σε κάθε σχολικό σύμβουλο;) ,δεν μπορεί να του ζητιέται ως αυτονόητη απαίτηση να είναι παραγωγικός, δημιουργικός, πρόθυμος, ανοιχτός σε καινούργιες διαδικασίες .Πριν λοιπόν οδηγήσει κανείς τον εκπαιδευτικό να απολογηθεί για τις όποιες αδυναμίες του, ας απαιτήσει πρώτα από την Πολιτεία να απολογηθεί για τις χρόνιες αρρυθμίες της και τις εγκληματικές της παραλείψεις στις υποχρεώσεις της απέναντι στους πολίτες της χώρας, και μετά ας μιλήσει για την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού και άλλα εκσυγχρονιστικά ανέκδοτα...
Κλείνοντας την αναφορά αυτή στο νέο Πρόγραμμα Σπουδών δε μπορεί κανείς παρά να είναι επιφυλακτικός για τις όποιες αλλαγές, κι αυτό, όχι όπως φάνηκε από τα παραπάνω, λόγω μιας προχειρότητας στην κατάρτισή του ,αλλά μιας εγκληματικής πια αδιαφορίας του Κράτους - όπως θεσμικά εκφράζεται από το ΥΠΔΒΜΘ - να σταθεί με επάρκεια και σοβαρότητα απέναντι στις αμείλικτες πιέσεις μιας μεταβαλλόμενης κοινωνίας, τόσο τοπικής όσο και παγκόσμιας. Είναι τουλάχιστον οδυνηρή η διαπίστωση ότι ένα τόσο σημαντικό σε βάθος και σε εύρος πόνημα, μια τόσο πρωτοποριακή δουλειά στην ιστορία του μαθήματος των Θρησκευτικών κινδυνεύει να χαθεί άδοξα πριν καλά καλά ξεκινήσει να εφαρμόζεται, αφενός λόγω της καταραμένης νοοτροπίας ενός κράτους ( επομένως και των πολιτών του) που νέμεται την εξουσία προς όφελος των φιλόδοξων και αυτάρεσκων στελεχών του, και αφετέρου λόγω της πνευματικής στειρότητας του αστικού πολιτισμού, που για πολλά χρόνια κινείται ανάμεσα στη νωθρότητα, τον «ωχαδερφισμό» και την ελληνοκεντρική αερολογία.
 Αν δεν αποφασίσουμε - ο καθένας χώρια και όλοι μαζί - ν' αλλάξουμε ρότα (αυτό που στην εκκλησιαστική γλώσσα λέγεται μετά-νοια) ξεκινώντας από τις δικές μας αδυναμίες και κοιτώντας κατάματα τα ιστορικά μας σφάλματα που μέχρι σήμερα βασανίζουν ή χαϊδεύουν τις υπαρξιακές εν τέλει επιλογές μας, κανένα πρόγραμμα σπουδών δε θα ικανοποιεί τις απαιτήσεις μας. Αντ' αυτού, θα συνεχίσουμε να ψάχνουμε και να κατονομάζουμε εχθρούς και βαρβάρους που θέλουν να εξαφανίσουν το «ελληνικό μεγαλείο» που υπήρχε κάποτε, αλλά που σήμερα ,το ίδιο αυτό μεγαλείο το κουβαλάμε σαν μούμια στον κόρφο μας απελπισμένοι και απογοητευμένοι. Κι αυτός έχει αποδειχθεί ο πιο εύκολος και λιγότερο οδυνηρός, αλλά τη ίδια στιγμή κι ο πιο ομιχλώδης δρόμος για να συνεχίσει κανείς την πορεία του με αξιοπρέπεια και αρχοντιά...

Πάτρα, 22 Μαΐου 2012

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[i] Από το album των Αctive Μember,Στον Καιρό Του Αλλόκοτου Φόβου
[ii] Μουσική πράξη στον Μπέρτολτ Μπρεχτ (1978):μουσική Θάνου Μικρούτσικου, στίχοι Μπέρτολτ Μπρεχτ
[iv] «Σε αντίθεση με την επικέντρωση του CU στους στόχους και στο αποτέλεσμα μάθησης (= «προϊόν»),αυτό το μοντέλο ΑΠ δίνει έμφαση στον τρόπο σκέψης των μαθητών και είναι στραμμένο στη διαδικασία της μάθησης και στις αλληλεπιδράσεις (εκπαιδευτικών-μαθητών-γνώσης) που συμβαίνουν στη σχολική τάξη.» (Οδηγός Εκπαιδευτικού, σελ. 36)
[v]Για την ακριβή χρήση του όρου «ομολογιακό μάθημα των Θρησκευτικών» τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη βλέπε το πολύ ενδιαφέρον άρθρο της ΓριζοπούλουΌλγας: http://www.pischools.gr/lessons/relig ... rop_diast/diefkr_omol.doc
[vi]Γενικοί σκοποί και προσανατολισμοί του μτΘ στο νέο ΠΣ, Πρόγραμμα Σπουδών στα Θρησκευτικά Δημοτικού-Γυμνασίου, Αθήνα 2011, σελ. 18-20
[vii] Ο Π. Κονδύλης αναφερόμενος στον εντόπιο μεταμοντερνισμό που συνόδευσε την Ελλάδα πριν από το 1974, αλλά προ πάντων μεταδικτατορικά, λέει πως: « Ο συνδυασμός των πάντων με τα πάντα, ο οποίος αποτελεί ουσιώδες γνώρισμα του μαζικοδημοκρατικού τρόπου σκέψης, καθώς και οι ηδονιστικές αξίες του αυθορμητισμού και της αυτοπραγμάτωσης, όπως τις διακήρυξε η πολιτισμική επανάσταση, στην Ελλάδα συμφύρθηκαν με τις παμπάλαιες και επιχώριες έξεις της πνευματικής νωθρότητας, του εξυπνακιδισμού και της ημιμάθειας. Η σύμφυρση αυτή, επομένως ήταν η φυσική και βολική είσοδος του μεταμοντερνισμού σ' έναν τόπο όπου το αστικό εργασιακό ήθος είναι ουσιαστικά άγνωστο όχι μόνο στον τομέα της υλικής παραγωγής αλλά και στον τομέα του πνεύματος, όπου δε διαμορφώθηκαν επιστημονικές παραδόσεις με συνοχή και με μακρόβιους φορείς και όπου οι μίμοι και οι γελωτοποιοί εκπροσωπούνται με ποσοστά ιδιαιτέρως υψηλά στους κύκλους των διανοουμένων, στα πανεπιστήμια και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης» Από αυτή τη παθογένεια φαίνεται ότι δεν κατάφερε ακόμη να ξεφύγει ούτε η Αριστερά. (βλ. Π. Κονδύλης, Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας, Θεμέλιο, Αθήνα 2011,σελ. 66-67)
[viii] Ο τίτλος είναι «κλεμμένος» από ένα άρθρο του Γ. Λακόπουλου από την εφημερίδα τα Νέα της 28/4/2012
[ix] Μίλτος Κουντουράς (1985), Κλείστε τα σχολειά, Εκπαιδευτικά Άπαντα, τόμος Α' ,μέρος 2, σελ 21-23. Αθήνα: Γνώση
[x] Για του λόγου το αληθές: στην αρχή της εκπόνησης των προγραμμάτων, στις 6 Δεκεμβρίου 2010, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο(σημερινό Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής) κάλεσε όλους τους φορείς των θεολόγων καθώς και εκπροσώπους των Θεολογικών Σχολών για να καταγράψουν τις απόψεις τους και να τις συζητήσουν. Δεσμεύθηκαν ότι τότε θα ξεκινούσε μια συνεργασία κι ότι εκείνη η φορά ήταν απλώς και μόνο η έναρξη ενός σημαντικού και ουσιαστικού διαλόγου για το μτΘ. Έκτοτε δεν υπήρξε καμιά άλλη πρόσκληση. Ούτε όταν ανακοινώθηκαν τα προγράμματα, ούτε αργότερα. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο «Πανελλήνιος Θεολογικός Σύνδεσμός-ΚΑΙΡΟΣ- για την αναβάθμιση της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης» είχε από τότε διατυπώσει και γραπτώς τις επιφυλάξεις του, επισημαίνοντας τόσο την περιορισμένη χρονική προθεσμία για την περάτωση του έργου όσο και τις εγγενείς δυσκολίες στο χώρο της εκπαίδευσης για την αποτελεσματική εφαρμογή του (έλλειψη επαρκούς επιμόρφωσης  των εκπαιδευτικών, χρήση νέων τεχνολογιών κτλ.(βλ. http://www.kairosnet.gr/joomla/index. ... catid=2:news&Itemid=9). Υπάρχει κάποιος που μπορεί να πείσει την εκπαιδευτική κοινότητα ότι της δίνουν σημασία; Για άλλη μια φορά οι σχεδιασμοί και οι εντολές δίνονται από την ηγεσία του Υπουργείου και καλούνται οι εκπαιδευτικοί να τις διεκπεραιώσουν. Άραγε αυτό δε δείχνει μια συγκεκριμένη εκπαιδευτική κουλτούρα χρόνια συνυφασμένη με τις παθογένειες του νεοελληνικού κράτους;
[xi] «Σύμφωνα με τον Fullan, η επιτυχής μεταρρύθμιση και καινοτομία απαιτούν τη «γνώση της αλλαγής», την κατανόηση της διαδικασίας και των βασικών οδηγών που χρειάζονται για την επιτυχημένη αλλαγή στην πράξη. Η γνώση της αλλαγής δεν εγγυάται από μόνη της τη βελτίωση αλλά αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της. Οι οκτώ οδηγοί-κλειδιά για την επιτυχημένη αλλαγή είναι: α)ο ηθικός σκοπός, β) το «χτίσιμο» της σχολικής ικανότητας, γ) η κατανόηση της διαδικασίας της αλλαγής, δ) η ανάπτυξη κουλτούρας μάθησης, ε) η ανάπτυξη κουλτούρας αξιολόγησης, στ) η εστίαση στην ηγεσία της αλλαγής, ζ) η συνοχή των αποφάσεων και η) η συνεργασία στα τρία επίπεδα διοίκησης», οπ. αναφ. Σιακοβέλη Παναγιώτα (2011), Διοίκηση της Εκπαίδευσης και Διαχείριση Καινοτομιών: Η Εισαγωγή του φορητού μαθητικού υπολογιστή στα Γυμνάσια του Δήμου Πατρέων, σελ.43-53, διπλωματική εργασία, Πάτρα (ΕΑΠ).

Ο Χριστόφορος Γ. Παπασωτηρόπουλος είναι εκπαιδευτικός θεολόγος στο Γυμνάσιο Σαραβαλίου, Πάτρα