Σάββατο 29 Δεκεμβρίου 2012

Χριστός ή κέρδος;

Tου Περικλή Κοροβέση

συγγραφέα και πολιτικου της αριστεράς.

(απόσπασμα)
Ο Χριστός γεννήθηκε χωρίς χαρτιά δεν ήταν Ρωμαίος υπήκοος όπως ο Απόστολος Παύλος) και δεν ήταν αυτοκράτορας για να έχει πιστοποιητικό γέννησης, η γήινη του σχέση με την οικογένειά του ήταν προλεταριακή. Ο Ιωσήφ μαραγκός και η μάνα του νοικοκυρά. Τα ρούχα του ήταν τόσο ταπεινά, που αν πήγαινε στη Μητρόπολη, τη δικιά μας, τα Χριστούγεννα, με τους δεσποτάδες μέσα στα χρυσαφένια άμφιά τους, κοσμημένα με πολύτιμους λίθους, δεν θα τον άφηναν να μπει μέσα.

Στην ορθόδοξη υμνογραφία ο Χριστός παρουσιάζεται «σαν ξένος που δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι του», δηλαδή μετανάστης, χωρίς χαρτιά, που αν τον πετύχαινε στον δρόμο η Χρυσή Αυγή θα τον μαχαίρωνε. Και με αυτήν τη μορφή ο Χριστός αναγνωρίζεται από τους φτωχούς, σαν δικός τους θεός, που διαφέρει από τον Χριστό του Ιερατείου, που μετέτρεψε τον Χριστιανισμό σε κρατική ιδεολογία και τα Χριστούγεννα σε γιορτή του καταναλωτισμού και της σπατάλης, χωρίς να κρατήσουν ίχνος από τον μυστικισμό τους.

Ακόμα και τα δημοτικά χριστουγεννιάτικα κάλαντα, ποιητικά αριστουργήματα της λαϊκής λατρείας, έχουν αντικατασταθεί από τα γλυκανάλατα τραγούδια των Χριστουγέννων MADE IN USA, που προωθούν την κατανάλωση στα πολυκαταστήματα. Και έτσι τα Χριστούγεννα γίνονται γιορτές θλίψης που είναι επικίνδυνες για την υγεία.

Ο πάντοτε έγκυρος Σπύρος Μανουσέλης, στην «Εφ. Συν.» (15-16 Δεκ. 2012), μας δίνει ένα επιστημονικό ραπόρτο για τη «Νόσο των Χριστουγέννων». Για τους πιο πολλούς ανθρώπους τα Χριστούγεννα είναι πηγή άγχους και πανικού. Πολλοί εισάγονται σε κάποια ψυχιατρική κλινική με διαταραχές που δεν είχαν εκδηλωθεί προηγούμενα.

Στις μέρες των εορτών παρατηρείται αύξηση των αυτοκτονιών κατά 100%. Αλλά δεν είναι μόνον οι ψυχικές αρρώστιες που εμφανίζονται σε αυτές τις καταναλωτικές γιορτές του καπιταλισμού. Είναι και οι σωματικές. Ενας μεγάλος αριθμός ανθρώπων εισάγονται στα νοσοκομεία, ύστερα από σοβαρά καρδιαγγειακά επεισόδια.

Για τους σοβαρούς θεολόγους, σε όποια χριστιανική ομολογία και αν ανήκουν, τα Χριστούγεννα δεν είναι τα γενέθλια του Χριστού, που πρέπει να τα γιορτάσουμε με 2.012 κεράκια, αλλά υπενθύμιση του μυστηρίου της γέννησης της ζωής. Και αυτό ισχύει και για τον θεάνθρωπο, που γεννήθηκε όπως οι υπόλοιποι θνητοί και δεν κατέβηκε με άρμα από τον ουρανό. Και αυτή η γιορτή της ζωής μετατράπηκε σε γιορτή του καπιταλισμού, που πανηγυρίζει το κέρδος και την εκμετάλλευση.
 
 
Μήπως είναι καιρός να ξαναβρούμε το χαμένο νόημα των Χριστουγέννων και να είναι η μέρα για αυτούς που δεν έχουν πού «να γείρουν το κεφάλι τους»;
 Αλιευμένο στο http://e-theologia.blogspot.gr/2012/12/t.html?spref=fb
 

Η Κατάφαση της Ιστορίας

Με Αφορμή την Εμπειρία των Χριστουγέννων   
 
 
Σημείο αντιλεγόμενο στη διάσταση του χρόνου ο γεννηθείς Χριστός. Σημείο τομή στην ιστορία, πύλη εισόδου του άχρονου στα περιγιάλια τα δικά μας, στην αρμύρα και τον αέρα της θάλασσας, στη μεσογειακή μας γειτονιά. Ο προαιώνιος Λόγος, ο ν ρχ, σρξ γένετο, λιγάκι μελαχρινή.
Χαιρόμαστε με το ζευγάρωμα ουρανού και γης, το λώρο τον ομφάλιο, που όντας Θεού Υιός, και Θεός ο ίδιος, έγινε γιος τ’ ανθρώπου.
Σημείο αντιλεγόμενο στο χωροχρόνο, καθώς ο χρόνος παραδοσιακά μετριέται  χωρικά. «Χρόνος δὲ ἐστὶ τὸ συμπαρεκτεινόμενον τῇ συστάσει τοῦ κόσμου διάστημα» (Μ. Βασίλειος).[1] Ο κύκλος της ζωής δεν είναι πια ο κύκλος της φθοράς, βασίλειο ενός αρχαίου ανθρωποβόρου θεού, του Κρόνου-χρόνου, κράτος αναπόδραστου θανάτου.
Ο χρόνος δεν είναι η στιγμή που περνά και χάνεται, πραγματικά ανυπόστατη.
Ο χρόνος δεν είναι η σειραϊκή εξέλιξη ενός αφελούς νομοτελειακού, οιονεί μεταφυσικού εξελικτισμού, που αγνοεί τη θεμελιώδη προϋπόθεση της ελευθερίας.
Ο χρόνος δεν είναι ο υποκειμενικά βιωμένος χρόνος μιας ιδιωτικής ηδονής ή αυτοεκπλήρωσης, συνοδευόμενης από μοναξιά.
Ο χρόνος δεν είναι η ανάκλησή του στη συνείδηση, η ανάμνηση, μια απεγνωσμένη ατομική προσπάθεια να σταματήσει κανείς το αδυσώπητο αργοκύλισμά του, να τον μουμιοποιήσει σε μια θανατερή ακινησία.
Είναι λειτουργικός χρόνος, ενεστωτικός, παροντικός, κοινωνικά βιωμένος, σε πλήρη συνάντηση, πρόσωπο προς πρόσωπο. Γι’ αυτό και η λειτουργία είναι έργο λαού, η εκκλησία συνάθροιση ἐπὶ τῷ αὐτῷ.
Στο αείποτε παρόν του βιωμένου χρόνου της θείας Λειτουργίας ζούμε δυναμικά την  αιωνιότητα. Και συνάμα κατευθυνόμαστε σε μια προοπτική, της Δευτέρας του Παρουσίας. Η αιωνιότητα είναι κατεξοχήν η παρουσία Του (Dasein),[2] η ηδονή η υπέρτατη και όχι το αργοκύλισμα των στιγμών σε αφόρητη πλήξη.
Ο Χριστός ανοίγει τον χρόνο από την κατανόησή του ως φυσικού χρόνου, και λευτερώνει το χώρο από κάθε καταναγκασμό.[3] Με την εισβολή του «καιρού» της «αιωνιότητας», ο άνθρωπος βιώνει το χωροχρόνο ως δημιουργία στο τώρα.
Οι επαναστάσεις, οι κάθε λογής κοινωνικές ανατροπές, βιώθηκαν πάντα ως ανάσχεση της χρονολογικής ροής και αιχμαλώτιση του χρόνου (W. Benjamin).[4]  Εδώ ξεκινά η πραγματική ιστορία, όχι ως αυτό που έγινε και αυτό που παρήλθε, αλλά ως αυτό που δημιουργήσαμε και είναι γεγονός (από ρίζα παρακειμένου, δηλαδή παροντικού χρόνου, του ρήματος γίγνεσθαι) καθοριστικό για το παρόν και το μέλλον. Το αίτημα του ανθρώπου να αλλάξει το χώρο του, να αλλάξει την κοινωνία, συνοψίζεται και ως αίτημα μεταμόρφωσης του χρόνου. Η δυναμική δράση του ιστορικού υποκειμένου, της κοινωνίας των πολιτών και η δημιουργία στο παρόν, καθώς και η «μηχανή του χρόνου» που λέγεται «μετάνοια» ταράζει και μεταμορφώνει τα νερά της ιστορίας.
«Όσο κινούμαστε στον ορίζοντα της μηδενισμένης εμπειρίας του χρόνου, δεν είναι δυνατόν να υπεισέλθουμε στην αυθεντική ιστορία», υποστηρίζει ο G. Agamben.[5]
Όταν η εμπειρία του χρόνου καταυγάζεται από το φως της αιωνιότητας, είναι η ώρα της Ιστορίας.


[1] Κατὰ Εὐνομίου Λόγος Α΄/ ΒΕΠ 52, 181,12.
[2] Martin Heidegger, Είναι και Χρόνος, πρόλ. μτφρ. σχόλ. Γ. Τζαβάρας, Αθήνα, Δωδώνη: 1978, τομ. 2, σσ. 630 εξ.
[3] Αἰών διάστημα ἀχρόνως ἀεὶ ῥέων
     χρόνος δέ, μέτρον ἡλίου κινήσεως.
Γρηγόριος Θεολόγος, Ἔπη Θεολογικά, Ἠθικά: ΛΔ’  Ὄροι Παχυμερεῖς / ΒΕΠ 61, 222,6-7.
[4] Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, μτφρ. Μ. Παράσχης, Αθήνα: Ουτοπία, 1983.
[5] Χρόνος και Ιστορία: Κριτική του Στιγμιαίου και του Συνεχούς, μτφρ. Δ. Αρμάος, Αθήνα:  Ίνδικτος, 2003, σ. 31.

Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης 

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Στὸ Χριστὸ στὸ Κάστρο
νας τς Χριστο Γεννήσεως το παλαι μητρόπολις το φρουρίου. ναΐσκος, πρ κατονταετηρίδων κτισθείς, στατο κόμη επρεπς κα δχ πολ φθαρμένος. παπα-Φραγκούλης κα συνοδεία το φθασαντες εσηλθον τέλος ες τν ναν το Χριστο, κα καρδία τν σθανθη θάλπος κα γλυκύτητα φατον. ερες ψιθυρισε μετ᾿ νδομύχου συγκινήσεως τ «Εσελεύσομαι ες τν οκον σου», κι θει τ Μαλαμ, φο λλαξε τν φ᾿στάνα της τν βρεγμενην κι φόρεσεν λλην, στεγνήν, κα τ γ᾿νάκι της τ καλό, τ ποα ετυχς εχεν ες βασταγν καλς φυλαγμένα π τν πρραν τς βάρκας, δεσε μέγα σάρωθρον κ στοιβν κα χαμόκλαδων κα ρχισε ν σαρών τ δαφος το ναο, ν α γυνακες α λλαι ναπταν πιμελς τ κανδηλια, κα ναψαν μέγα πλθος κηρίων ες δυ μανουάλια, κα παρεσκεύασαν μεγάλην πυρν μ ξηρ ξύλα κα κλάδους ες τ προαύλιον το ναο, που σχηματίζετο μακρν στένωμα παράλληλον το μεσημβρινο τοίχου, κλειόμενον π σζόμενου ρθο τοιχίου γείτονος οκοδομς, κι γέμισαν νθρακας τ μέγα πύραυνον, τ σζόμενον ντς το ερο Βήματος, κα θεσαν τ πύραυνον ν τ μέσ το ναο, ρίψασαι φθονον λίβανον ες τος νθρακας. Κα σφράνθη Κύριος Θες σμν εωδίας.
λαμψε δ τότε νας λος, κα στραψεν πάνω ες τν θόλον Παντοκράτωρ μ τν μεγάλην κι πιβλητικν μορφήν, κα κτινοβόλησε τ πίχρυσον κα λεπτουργημενον μ μυρίας γλυφς τέμπλον, μ τς περικαλλες τς ρίστης Βυζαντινς τέχνης εκόνας του, μ τν μεγάλην εκόνα τς Γεννήσεως, που «Παρθένος καθέζεται τ Χερουβεμ μιμουμένη», που θεσπεσίως μαρμαίρουσιν α μορφα το Θείου Βρέφους κα τς μώμου Λεχος, που ζωνταναι παρίστανται α ψεις τν γγέλων, τν μάγων κα τν ποιμένων, που νομίζει τς τι στιλβει χρυσός, εωδιάζει λίβανος κα βαλσαμώνει σμύρνα, κα που, ς ἐὰν γραφικ λαλει, φαντάζεται τς π μίαν στιγμν τι κούει τ «Δόξα ν ψίστοις Θε»!
ν τ μέσ δ κρεμαται μέγας ρειχάλκινος κα πολυκλαδος πολυέλεος, κα λόγυρα κρεμαστς χορός, μ τς εκόνας τν Προφητν κα ποστόλων, φ᾿ ν τελοντο τ πάλαι ο σεμνο γάμοι τν χριστιανν νδρογύνων. Κα λόγυρα α μορφα τν Μαρτύρων, σιων κα μολογητν. στανται π τν τοίχων ρεμοντες, παθες, ποοι ν τ Παραδείσ, εθ κα κατ πρόσωπον βλέποντες, ς βλέπουσι καθαρς τν γίαν Τριάδα. Μόνος γιος Μερκούριος, μ τν βαρεαν περικεφαλαίαν του, μ τν θώρακα, τς περικνημίδας κα τν σπίδα, φαίνεται λίγόν τι γκαρσίως βλέπων κα κινούμενος κα ρν, ες τ δεξι του ναο, κε που διατρυπ μ τ δόρυ του τν π θρόνου καθήμενον χρν Παραβάτην. Πελιδνς παράφρων τύραννος, μ τ βλέμμα σβνον, μ τ στθος αμάσσον, μάτην προσπαθε ν᾿ ποσπάσ π τ στέρνον του τν ξν σίδηρον, κα ξεμε μετ τς τελευταίας βλασφημίας κα τν μιαρν ψυχήν του. Γείτων τς τρομακτικς ταύτης σκηνς παρίσταται γλυκεα κα συμπαθεστάτη εκών, γιος Κήρυκος, τριετίζον παιδιον, κρατούμενον κ τς χειρς π τς μητρός του, τς γιας ουλιττης. Δία δώρων κα θυσιν ζητει διώκτης λέξανδρος ν λκύση τ παιδιον, κα δι το παιδιο τν μητέρα. λλ᾿ πας, καλν τν μητέρα του κα ποψελλίζων το Χριστο τ νομα, πτυσε τν τύραννον κατ πρόσωπον, κα κενος ξαγριωθες κρήμνισε τ παιδίον π τς μαρμαρίνης κλίμακος, που συνέτριψε τ τρυφερν κα δι στεφάνους πλασθν κρανίον.
Κα ες τν χηβαδα το ερο Βήματος, ψηλά, φαινετο στεφανουμενη π γγέλων τν Ορανν Πλατυτέρα. Κα κατωτερω, περ τ θυσιαστήριον, σταντο, ρρητον.σεμνότητα ποπνεουσαι, α μορφαι τν μεγάλων Πατέρων, το δελφοθεου, το Βασιλείου, το Χρυσοστόμου κα το Θεολόγου, κα φαινοντο ς ν χαιρον διότι μελλον ν᾿ κούσωσι κα πάλιν τς εχας κα τος μνους τς Εχαριστίας, ος ατο ν Πνεύματι συνέθεσαν. Πέριξ δέ, κα ντς κα κτός, εκονιζετο περιτεχνως λον τ Δωδεκαορτον κα τ τάγματα τν γγέλων, κα βρεφοκτονία, κα ο κόλποι το βραμ κα λστς π το σταυρο μολογήσας.
ταν φθασαν ες τ Κάστρον κα εσηλθον ες τν ναν το Χριστο, τόσον θάλπος θώπευσε τν ψυχήν των, στε, ν κα σαν κατάκοποι, ν κα νυσταζον τινς ατν, σθανθησαν τόσον τν χαράν του ν ζωσι κα το ν χωσι φθάσει ασίως ες τ τέρμα τς πορείας των, ες τν ναν το Κύριου, στε τος φυγε πσα νύστα κα πσα κόπωσις. Ο απόλοι, ερόντες νασχόλησιν κα πρόφασιν πως καπνιζωσι καθήμενοι, κα νίοτε πως ξαπλωνωνται κα κλεπτωσιν π κανέναν πνον τυλιγμένοι μ τς καππες τν παρ τ πρ, εχον νάψει ξω δυ πυρσούς, τν να μπροσθεν το ερο Βήματος, τν λλον πρς τ βόρειον μέρος. ντς το ναο θερμότης το λίαν εάρεστος, τ βοήθεια τν σωθεν κα ξωθεν πυρν. Κα εχον σωρεύσει πάμπολλας δέσμας ξηρν ξύλων κα κλάδων ο κε καταφυγοντες απόλοι, μ τς λιγας αγας κα τ ρίφιά των, σα δν εχον ψοφήσει κόμη π τν βαρν χειμνα το τους κεινο, ο τραχες απόλοι, οτινες εχον σώσει κα τος δυ λοτόμους κ το ποκλεισμο τς χιονος. Κα ετα ερες βαλεν ελογητν κα ψάλη λιτ τς μεγαλοπρεπος ορτς, μεθ᾿ κρ λεξανδρς ρχισε τς ναγνώσεις, κα σοι σαν νυστασμενοι, πεκοιμήθησαν σιγ ες τ στασίδιά των (! μελλον ρα το Προφητάνακτος ο θεσπέσιοι μνοι π ψαλμν ν καταντήσωσιν νάγνωσις νυστακτική, κα ς νάγνωσις ν παραλείπωνται λως, ς φορτικόν τι κα παρέλκον!), βαυκαλιζόμενοι π τν ρρινον κα μονότονον παγγελίαν το κρ λεξανδρ. γαθς γέρων το κ το μίμητου κείνου τύπου τν ψαλτν, ν τ γένος ξελιπε δυστυχς σήμερον. ψαλλε κακς μέν, λλ᾿ ελαβς κα μετ᾿ ασθήματος. Κανν σχεδν κλον δν λεγεν ρθς, οτε μουσικς, οτε γραμματικς. Πότε ν κα μισυ κλον τ νου ες ν, πότε δυ κα μισυ τ διήρει ες τέσσαρα. λλ προκριτωτέρα μάθεια τς δοκησισοφίας...
λλ᾿ τε ερες ξελθων ψαλε τ «Δετε δωμεν, πιστοί, πο γεννηθη Χριστός», τότε α μορφα τν γίων φανησαν ς ν φαιδρυνθησαν ες τος τοίχους. «κολουθησωμεν λοιπν νθα δεύει στήρ», κα κρ λεξανδρς νθουσιν λαβε τν ψηλν καλάμην κα σεισε τν πολυέλεον μ τς λαμπάδας λας νημμένας. «γγελοι μνοσιν καταπαύστως κε», κα σεισθη νας λος π τν βροντώδη φωνν το παπα-Φραγκούλη μετ πάθους ψάλλοντος: «Δόξα ν ψιστοις λέγοντες τ σήμερον ν σπηλαι τεχθεντι», κα ο γγελοι ο ζωγραφιστοί, ο περικυκλοντες τν Παντοκράτορα νω ες τν θόλον, τειναν τ ος, ναγνωρισαντες οκεον ατος τν μνον.
Κα ετα ερες πρε καιρν κα ρχισε ν προσφέρ τ Θε θυσίαν ανέσεως.