Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

Τι περιμένουμε από τους άλλους στη ζωή μας;

Τι περιμένουμε από τους άλλους ανθρώπους στη ζωή μας;
Ένα μεγάλο ερώτημα που πολλές φορές μας απασχολεί είναι το κατά πόσον μπορούμε να επενδύσουμε στους άλλους ανθρώπους, με τους οποίους συναναστρεφόμαστε, μοιραζόμαστε ή εξουσιάζουμε λόγω της ιδιότητάς μας (οι γονείς τα παιδιά, ο εργοδότης τον εργαζόμενο, ο διοικητής τους υπαλλήλους του κ.ο.κ.). Το ερώτημα αυτό προϋποθέτει την αίσθηση της υπεροχής, την αίσθηση του οραματισμού, αλλά και την ανάγκη για βοήθεια και συσστράτευση που έχει εκείνος ο οποίος επενδύει στους άλλους ανθρώπους. Αλλά και στην καθημερινότητά μας μάς απασχολεί το κατά πόσον οι άλλοι μπορούν να είναι αξιόπιστοι, να έχουν τη διάθεση να μας συνδράμουν, να λειτουργούν ως στήριγμα και ως βοηθοί μας.
Οι περισσότεροι από εμάς επενδύουμε πολλά στη βοήθεια των άλλων. Γι’ αυτό και εύκολα απογοητευόμαστε όταν διαπιστώνουμε είτε ότι δεν θέλουν είτε ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν σ’ αυτά που τους ζητάμε ή που περιμένουμε από εκείνους. Η απογοήτευση μάς κάνει να πέφτουμε στην κατάκριση έναντί τους. Μας κάνει να θεοποιούμε τον εαυτό μας ότι κανείς δεν είναι ικανός να συμμεριστεί τις σκέψεις και τους οραματισμούς μας. Μας κάνει να κλεινόμαστε στο «εγώ» μας και να λειτουργούμε καταθλιπτικά. Μας είναι δύσκολο να συγχωρήσουμε αυτούς που δεν είναι όπως τους θέλουμε, όπως επίσης και να αποδεχτούμε την ιδέα ότι χρειάζεται να λειτουργούμε στη ζωή μας συγκαταβατικά έναντι των άλλων, όπως ακριβώς ο Θεός που έγινε άνθρωπος, συγκαταβαίνοντας στην ανθρώπινη αδυναμία. Και βέβαια, να μην αποφεύγουμε τον προσωπικό κόπο στο να χτίσουμε τις σχέσεις που θα θέλαμε ή να εργαστούμε και να πετύχουμε στον κλάδο τον οποίο επιθυμούμε.
Ο Απόστολος Παύλος, αναφερόμενος προς τους Κορινθίους, απαντά στο ερώτημα κατά πόσον ο ίδιος έχει δικαίωμα να χρησιμοποιήσει την πνευματική εξουσία που έχει λάβει από το Θεό αφιερώνοντας τον εαυτό του αποκλειστικά στη διακονία του Ευαγγελίου και να δεχθεί την κάλυψη των υλικών αναγκών του από εκείνους, από τους πιστούς δηλαδή. Χρησιμοποιώντας παραδείγματα από την Παλαιά Διαθήκη αλλά και από την καθημερινότητα των ανθρώπων, ο Παύλος επισημαίνει ότι το δικαίωμα κάλυψης των υλικών του αναγκών το έχει και κανείς δεν μπορεί να του το αρνηθεί. Το ίδιο και όσοι θα αγωνιστούν για το Ευαγγέλιο στη συνέχεια της Ιστορίας. Και δεν είναι θέμα υποχρέωσης από την πλευρά των πιστών να διακονούν τους εργάτες του Ευαγγελίου και να τους απαλλάσσουν από τον κόπο της υλικής επιβίωσης, για να ασχολούνται με τα πνευματικά. Είναι θέμα τιμής και σεβασμού προς για εκείνους που ευαγγελίζονται τη σωτηρία, αναγνώριση προς το έργο τους, όπως επίσης και υπόδειξη προς όλους τους πιστούς της οφειλόμενης ευγνωμοσύνης προς τους πνευματικούς τους πατέρες. Αυτό συμβαίνει και στη συνέχεια της ζωής της Εκκλησίας μέχρι και σήμερα. Η όποια υλική συμπαράσταση των πιστών προς τα πρόσωπα των Επισκόπων, των ιερέων, των μοναχών δεν είναι τίποτε άλλο παρά έκφραση τιμής και σεβασμού, αναγνώριση του έργου τους και υπόδειξη στους άλλους πιστούς ευγνωμοσύνης.
Ο Παύλος όμως για τον εαυτό του θα δώσει ένα άλλο μήνυμα. Θα πει στους Κορινθίους ότι έχει παραιτηθεί από το δικαίωμα, την εξουσία που του έχει δοθεί να ζει με τη βοήθεια των πιστών, για να μη δημιουργήσει κανένα εμπόδιο στη διάδοση του Ευαγγελίου του Χριστού και υπομένει έτσι κάθε στέρηση, αλλά και κοπιάζει προσωπικά ο ίδιος για την υλική του επιβίωση. «Ουκ εχρησάμεθα τη εξουσία ταύτη, αλλά πάντα στέγομεν, ίνα μη εγκοπήν τινα δώμεν τω ευαγγελίω του Χριστού» (Α’ Κορ. 9, 12). Ο Παύλος δεν περιμένει τίποτε από κανέναν. Ακολουθεί το δρόμο του κόπου και το δρόμο της εργασίας, όπως επίσης και το δρόμο της στέρησης, έχοντας αφιερωθεί ψυχή τε και σώματι στην αποστολή του ευαγγελισμού των ανθρώπων. Χωρίς να απορρίπτει το δικαίωμα όλων, ο Παύλος παραιτείται από την άσκησή του, αν και κανείς δεν του το έχει ζητήσει. Μας δείχνει έτσι ότι υπάρχει ένας δρόμος ιδιαίτερα δύσβατος, αλλά την ίδια στιγμή αγιασμένος, τον οποίο καλούμαστε όλοι μας, κατά το μέτρο του εφικτού, να προσπαθήσουμε να τον ακολουθήσουμε.
Γιατί όμως ο Παύλος δεν περιμένει τίποτε από κανέναν και παραιτείται ακόμη και από αυτά που οι άλλοι μπορούν να του δώσουν;
Ο Παύλος αγαπά ολοκληρωτικά το Χριστό και έχει δοθεί στην αποστολή του. Όλα τα άλλα τα θεωρεί σκύβαλα. Αυτή η ολοκληρωτική αγάπη γίνεται οδός καθ’ υπερβολήν. Δεν μετρά τις ανθρώπινες αδυναμίες μπροστά στη σχέση με το Χριστό. Δεν του γίνονται οι άλλοι πρόσκομμα στην αποστολή του ούτε δικαιολογία για να μην την επιτελέσει. Γι’ αυτό και δεν περιμένει κάτι από εκείνους. Εδώ μας υποδεικνύει μία οδό η οποία έχει μεγάλη σημασία. Συνήθως επικαλούμαστε την αδυναμία των άλλων ή την διάψευση των προσδοκιών που έχουμε από αυτούς, για να αιτιολογήσουμε την δική μας είτε απιστία είτε απογοήτευση είτε οκνηρία είτε παραίτηση. Ο Παύλος μας δείχνει ότι όταν αγαπάει κανείς, παλεύει και δεν αναζητεί καμία δικαιολογία. Είναι αφιερωμένος σε ό,τι και Όποιον αγαπά και δεν περιμένει από τους άλλους βοήθεια, την οποία, αν δεν την βρει, εγκαταλείπει την προσπάθεια.
Επιπλέον, ο Παύλος γνωρίζει ότι οι άλλοι το πιθανότερο είναι να αναζητούν «εγκοπή», λόγο για να αισθάνονται σκανδαλισμένοι, ώστε να κατακρίνουν τους εργάτες του Ευαγγελίου και ίσως το ίδιο το Ευαγγέλιο. Κι αυτός ο λόγος είναι η κάλυψη των υλικών αναγκών τους. Γιατί ο απόστολος, αλλά και ο κάθε εργάτης του Ευαγγελίου να μην εργάζεται για τη δική του επιβίωση; Είναι ένα ερώτημα που έρχεται μέχρι τις ημέρες μας. Όχι μόνο δεν αναγνωρίζεται η ουσία της αποστολής του ευαγγελισμού, αλλά θεωρείται ουσιωδέστερη η υλική επιβίωση από την πνευματική κατάρτιση. Ο Παύλος, επειδή αγαπά, βλέπει την αδυναμία της πίστης και την ήττα από την επιβίωση των μελών της Εκκλησίας. Και παραιτείται από το δικαίωμά του για να μην έχουν καμία δικαιολογία για την κατάκρισή τους.
Τέλος, ο Παύλος δεν αποφασίζει την παραίτηση γιατί θέλει να επιδειχθεί εγωιστικά έναντι των άλλων αποστόλων ή έναντι των μελών της Εκκλησίας, αλλά γιατί μέσα στη καρδιά του είναι αποφασισμένος να υποστεί οποιαδήποτε στέρηση χάριν του Χριστού.Δεν έχει μόνιμη κατοικία, αλλά περιπλανιέται κηρύττοντας το Ευαγγέλιο. Δεν έχει συγγενείς, ούτε γυναίκα, ούτε παιδιά, τουτέστιν τίποτε δικό του που να μπορεί αν τον αναπαύσει, όπως κάθε άνθρωπο. Εκτός τούτων, δείχνει προς όλους την απόλυτη εμπιστοσύνη στο Θεό, αλλά και την εργατικότητά του, η οποία δεν έχει σταματημό. Θα εργαστεί και για την υλική του επιβίωση, γνωρίζοντας ότι η ύπαρξη της Εκκλησίας που ίδρυσε τον κάνει να μη στέκεται σε κανέναν κόπο, ακόμη και υλικό. Ο Παύλος βλέπει το αποτέλεσμα και ξεχνά τα δάκρυα, τις στερήσεις, τον κόπο. Η θυσία του εαυτού του δεν είναι χωρίς αντίκρισμα. Η σωτηρία των ανθρώπων και η λειτουργία της Εκκλησίας που ίδρυσε, αναπληρώνουν κάθε τι άλλο.
Πόσες φορές οι άνθρωποι στη ζωή μας μάς απογοητεύουν και μας κάνουν να αισθανόμαστε έτοιμοι να παραιτηθούμε από κάθε τι, είτε αυτό έχει να κάνει με τις διαπροσωπικές μας σχέσεις είτε με την εργασία και τα οράματά μας. Ο Παύλος τελικά μας δείχνει ότι αν πιστεύουμε και αγαπούμε το σκοπό της αποστολής μας, αν δείχνουμε συγκατάβαση και αν μπορούμε να στερηθούμε για να πετύχουμε, χωρίς να μένουμε σε τι δικαιούμαστε, αλλά κοπιάζοντας με αφοσίωση, τότε δεν θα δικαιολογούμε την παραίτησή μας, αλλά θα συγχωρούμε τους άλλους για τις αδυναμίες τους. Αυτό όμως δεν αναιρεί και από την δική τους την πλευρά την ανάγκη για την έκφραση της τιμής και του σεβασμού, την αναγνώριση του έργου όσων κοπιάζουν και την ευγνωμοσύνη. Κι εδώ καλό είναι όσοι έχουν την όποια εξουσία, να υπενθυμίζουν αυτή τη στάση ζωής στους υπόλοιπους. Ακόμη όμως κι αν δεν υπάρξουν αυτά, η πίστη στο Χριστό θα δώσει δύναμη σε όποιον εργάζεται, θεραπεύοντας την ασθένεια και τον κόπο και δίδοντας καλοσύνη, υπομονή και συγχωρητικότητα.
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 19 Αυγούστου 2012

http://themistoklismourtzanos.blogspot.gr/

Θάνατος και χαρά (π. Βασίλειος Γοντικάκης)


Posted by kantonopou at Αυγούστου 17, 2012
Κάθε φορά που ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τον θάνατο, τα συναισθήματα που κυριαρχούν είναι η θλίψη, η απογοήτευση και ο φόβος.
Ο π. Βασίλειος Γοντικάκης στην ιστορική, πλέον, ομιλία του στην Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ. το 1986 έδειξε, με αφορμή την πορεία προς Εμμαούς, τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίζουμε το θάνατο. Ο τίτλος της ομιλίας: “Θάνατος και Χαρά”.
Παρακολουθήστε τον!
«Σήμερα, λοιπόν, θα μιλήσουμε για τον θάνατο και μου ήρθε στο νου η αγωνία, αν θέλετε και η απογοήτευση των μαθητών μετά τον θάνατο του Χριστού και ο φόβος τους. Για αυτό θα ήθελα να σας υπενθυμίσω την προς Εμμαούς πορεία.
Θα το πω με δύο λόγια μιας και είναι γνωστή η πορεία: Δύο μαθητές, τρεις μέρες μετά τον θάνατο του Κυρίου, προχωρούν εις Εμμαούς, συζητούν μεταξύ τους για τον Ιησού, αγωνιούν, μιλούν για τα γεγονότα. Έρχεται ο Χριστός, χωρίς να τον αναγνωρίσουν, και τους ερμηνεύει τις γραφές. Εν τέλει Τον αγαπούν αυτόν τον Συνοδοιπόρο. Του λένε “μείνε μαζί μας”. Μένει. Φτάνουν στο τραπέζι και στην κλάση του άρτου Τον γνωρίζουν. Τότε Αυτός γίνεται άφαντος, εκείνοι γεμίζουν χαρά και προχωρούν προς τα Ιεροσόλυμα.
Oι δύο μαθητές, λοιπόν, μιλούσαν και συζητούσαν για τον Χριστό. Και εκείνος παρουσιάστηκε δίπλα τους να συμπορεύεται. “Οι δε οφθαλμοί αυτών εκρατούντο του μη επιγνώναι αυτόν”. Τα μάτια τους ήταν ακόμα κλειστά και δεν Τον γνώρισαν. Νομίζω ένα μεγάλο πράγμα είναι το εξής: ο Χριστός είναι η οδός και είναι και ο αληθινός Συνοδοιπόρος μας. Κι αν τυχόν αγωνιούμε, αν συζητάμε, αν ψάχνουμε, αν βαδίζουμε, αν τυχόν για κάπου πάμε, Αυτός είναι μαζί μας. Μα, λέει κάποιος: “δεν Τον ξέρουμε”. Αλλά πρέπει να ξέρουμε ένα πράγμα: μαζί με την αγωνία μας και Αυτός συμπορεύεται. Και ας μην Τον διακρίνουμε.
O Χριστός, στη συνέχεια, δεν θέλει να τους κάνει διδασκαλία, αλλά θέλει να τους δώσει τη δυνατότητα να πουν αυτά που έχουν μέσα τους. Γι’ αυτό προσποιείται άγνοια και μάλιστα επιμένει. Τότε «του εξηγούν» για τον Ιησού τον Ναζωραίο τον οποίο παρέδωσαν “οι άρχοντες ημών εις κρίμα θανάτου” και Tον σταύρωσαν. Στη συνέχεια λένε κι οι δυο τους τον πόνο τους: «Εμείς ελπίζαμε ότι αυτός θα λύτρωνε το Ισραήλ. Αλλά ήδη πέρασαν τρεις μέρες αφού έγιναν αυτά, αφού Τον σταύρωσαν και δεν είδαμε ακόμη τίποτε που να στηρίξει τις ελπίδες μας. Μας παραξένεψαν μερικές γυναίκες από τη δική μας συντροφιά, γιατί πήγαν πρωί στο μνημείο και λένε ότι δεν βρήκαν το σώμα Του. Ήλθαν και μας είπαν ότι είδαν οπτασία αγγέλων κι ότι οι άγγελοι λένε ότι ζει. Και πήγαν και μερικοί από μας στο μνημείο και το βρήκαν έτσι όπως είπαν οι γυναίκες, “Αυτόν δε ουκ είδον”».
Τους δίνει, λοιπόν, τη δυνατότητα ο Χριστός να πουν το λογισμό τους. Αυτοί, με τετράγωνη λογική, λένε ότι “Εμείς ελπίζαμε. Τώρα δεν ελπίζουμε. Τι να ελπίζουμε; Εφ’ όσον Αυτός σταυρώθηκε, πέθανε και είναι τρεις μέρες που πέρασαν, τελείωσε η ιστορία”. Αποδεικνύουν τετραγωνικά ότι δεν υπάρχει δυνατότητα να ελπίζει κανείς. Νομίζω ότι ο μεγάλος δάσκαλος, ο Χριστός, αυτό ήθελε να πουν κι αυτοί. Αυτό ήθελε να βγάλει από μέσα τους: ότι, κοίταξε, με την τετράγωνη λογική, η υπόθεση τελείωσε – και νομίζω ότι είναι καλό να τελειώνουν οι υποθέσεις.
Όμως αρχίζει Εκείνος και μιλά: “Ώ ανόητοι και βραδείς τη καρδία του πιστεύειν επί πάσιν οις ελάλησαν οι προφήται”. Επειδή και ο Κύριος ένιωθε ότι ήταν φίλοι Του, τους μιλάει αυστηρά. Και λέει τη φράση τη μεγάλη παρακάτω: “Ουχί ταύτα έδει παθείν τον Χριστόν και εισελθείν εις την δόξα αυτού;” Δεν έπρεπε να πάθει αυτά ο Χριστός για να περάσει στη δόξα Του; Στο σημείο αυτό μπαίνουμε στο μεγάλο μυστήριο και λέμε: Αν τυχόν έπρεπε να πάθει Αυτός, που ήταν ο ίδιος ο Χριστός, εμείς τι πρέπει να πάθουμε;
Άρχισε από τον Μωυσή και όλους τους προφήτες και εξήγησε σε όλες τις γραφές αυτά που αφορούσαν το πρόσωπό Του. Μαζί με την πορεία προχωρούσε και η ερμηνεία, κι έβλεπαν οι μαθητές ότι κάπου αλλού τους πηγαίνει. Μόλις έφτασαν στην πόλη που πήγαιναν, Αυτός προσποιήθηκε ότι πάει κάπου αλλού. Αλλά αυτοί: “παρεβιάσαντο αυτόν λέγοντες μείνον μεθ’ ημών, ότι πρός εσπέραν εστί καί κέκλικεν η ημέρα”. Νομίζω ότι οι μαθητές είπαν: Τώρα πού πάς; Τελείωσε η μέρα, τελειώνει η πορεία. Έτσι που μας έκανες δεν μπορούμε να φύγουμε από κοντά Σου, ούτε Εσύ από μας, έλα να μείνεις μαζί μας. Και ο Χριστός πέρασε μαζί τους.
Και “εν τω κατακλινθήναι αυτόν μετ’ αυτών λαβών τόν άρτον ευλόγησε, καί κλάσας απέδιδον αυτοίς, αυτών δέ διηνοίχθησαν οι οφθαλμοί, καί επέγνωσαν αυτόν, καί αυτός άφαντος εγένετο απ’ αυτών”. Μετά από τον λόγο, την ιερολογία, φτάσαμε στην ιερουργία. Έγιναν οι εξηγήσεις και δεν έμενε πια τίποτα άλλο παρά η πράξη της ιερουργίας. O Χριστός δεν είπε τίποτα, αλλά τεμάχισε τον άρτο. Eν τη κλάσει του άρτου Τον γνώρισαν και μόλις Τον γνώρισαν έγινε άφαντος, χάθηκε. Φυσικά, εγώ νομίζω ότι όταν λέμε χάθηκε εννοούμε βρέθηκε. Γιατί αν τυχόν έμενε θα τον έχαναν? θα έλεγαν ότι “Αυτός είναι εδώ, εκεί”, θα Τον εντόπιζαν, ενώ Αυτός είναι πανταχού παρών. Oπότε αφού Τον κατάλαβαν, παίρνουν δύναμη, ανοίγονται οι οφθαλμοί τους. Επομένως “διηνοίχθησαν οi οφθαλμοί τους” σημαίνει ότι άρχισαν να βλέπουν τα αόρατα, να καταλαβαίνουν τα περασμένα και να έχουν δύναμη για να προχωρήσουν στα μέλλοντα, δηλαδή να συνεχιστεί η πορεία.
Oπότε γνωρίζουν τώρα μέσα στην Θεία Ευχαριστία, μέσα στη Θεία Λειτουργία, εν τη κλάσει του άρτου, τις γραφές αληθινά. Γνωρίζουν αυτά που πέρασαν και παίρνουν δύναμη για να προχωρήσουν. O Κύριος γνωρίζεται ως άρτος κλώμενος και αίμα εκχυνόμενον. Στην κλάση του άρτου γνωρίζεται ο Κύριος και ταυτόχρονα γνωρίζουμε κι εμείς τον Κύριο “εν τη κλάσει τη ημετέρα”. Εάν τυχόν και εμείς δεν πονέσουμε, εάν τυχόν και εμείς δεν πεθάνουμε, δεν σταυρωθούμε, δεν πρόκειται να γνωρίσουμε τον Κύριο. Όπως και Κείνος έπρεπε να πάθει για να μπει στη δόξα Του, και εμείς πρέπει να πάθουμε, πρέπει να υποφέρουμε. Όλα αυτά τα βάσανα είναι ευλογία για να ανοιχτούν τα μάτια μας και έτσι να Τον βλέπουμε διαφορετικά.
Είμαστε άνθρωποι, πονάμε και έχουμε τη δική μας λογική. Κι ο Χριστός επιτρέπει τον λογισμό μας. Δίδει τις αφορμές, στους μαθητές, να ακούν το λογισμό τους και να δικαιολογήσουν τετραγωνικά την απελπισία τους. Αλλά όμως όταν απελπίζεσαι, όταν ψάχνεις, όταν πορεύεσαι, Αυτός είναι μαζί σου. Στη συνέχεια θα έρθει καιρός, όταν φτάσεις πια στην κλάση του άρτου, όταν φτάσεις στον πολύ πόνο και είσαι μαζί Του, να διανοιχτούν οι οφθαλμοί σου. Τότε Τον βλέπεις, Eκείνος χάνεται, δηλαδή, μένει διαρκώς μαζί σου…
Εντάξει η λογική μας, εντάξει η αναζήτησή μας αλλά είμαστε πλασμένοι για κάτι μεγαλύτερο. Ό,τι κι αν πετύχουμε με τη δική μας αναζήτηση, με τη δική μας γνώση δεν μας ικανοποιεί.
O Χριστός έχει να δώσει σε μας κάτι πολύ μεγαλύτερο και δεν μας το έδωσε πριν Αυτός πάθει και μπει στη δόξα Του. Δηλαδή, μπορούμε να πεθάνουμε και να ζήσουμε. Μπορούμε να χαθούμε και να βρούμε την ψυχή μας, κι αν κανείς θέλει να την σώσει, θα την χάσει. Κι αν την χάσει ενσυνείδητα, όπως λέει, “ένεκεν εμού καί τού ευαγγελίου” αυτός θα την σώσει. Oπότε νομίζω ότι το μεγάλο πράγμα που έχουμε και κουβαλάμε δεν είναι το τι έχουμε αλλά το τι είμαστε. Αυτό που λέει και ο ‘Αγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: το μεγάλο πράγμα είναι ότι μπορούμε να γίνουμε όλοι κοινωνοί του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, δηλαδή μπορούμε σιγά σιγά να αναχθούμε σε αυτή την άλλη λογική. Oπότε τα πάντα είναι ευλογία.
Όπως για παράδειγμα οι νεομάρτυρες, οι οποίοι ζούσαν σε αυτή την κατάσταση, και ζούσαν σε αυτόν τον παράδεισο. Oπότε λένε: “αν τυχόν μας αφήσετε να ζήσουμε σας είμαστε ευγνώμονες γιατί ζούμε στον παράδεισο, μέσα σε αυτήν την λογική της Θείας Λειτουργίας, την άλλη λογική, εάν μας σκοτώσετε, σας είμαστε χίλιες φορές πιο ευγνώμονες γιατί το συντομότερο θα δοκιμάσουμε αυτό το πράγμα το οποίο δεν παρέρχεται και το οποίο είναι χαρά εν όλω τω κόσμω και για όλο τον κόσμο. Κι ο καθένας τότε γεννιέται, όταν πεθαίνει και τότε αγκαλιάζει όλους και βρίσκει μες την καρδιά του όλους.
Και ταυτόχρονα ενώ μιλάμε με αυτόν τον τρόπο, δεν υποτιμούμε το σώμα αλλά αντίθετα βλέπουμε ότι θεώνεται. Κι αυτή είναι η αντίθετη κίνηση που γίνεται μέσα εδώ. Δηλαδή, δεν ενώνεται μόνο η πορεία με τη στάση, η θεότης με την ανθρωπότητα, αλλά γίνεται και μια αντίστροφη κίνηση, όπως λέει το Συναξάρι των Αγίων Πάντων, “τό Πνεύμα κάτεισιν καί ο Νούς άνεισιν”. Το πνεύμα κατέρχεται, ο λόγος σαρκούται και το χώμα, η φύση μας, αναλαμβάνεται, θεώνεται. Και το πιστεύουμε αυτό και το περιμένουμε να γίνει κάποτε, αλλά γίνεται από τώρα. Ήδη προγεύεται κανείς, νομίζω, προπαντός ο πονεμένος και σφαγμένος, ο τιμημένος με το να δεχτεί πολλές δοκιμασίες, νιώθει σαν άλλο σκαμμένο χωράφι που μπαίνει μέσα μια νωτίδα ουράνια, έτσι μπαίνει μέσα στην ψυχή του ανθρώπου και μέσα στο σώμα του ανθρώπου μια άλλη παράκληση θεϊκή και προχωρεί εις πάντας αρμούς, εις νεφρούς, εις καρδίαν.
Oπότε το θέμα, νομίζω, δεν είναι αν θα μπορέσουμε να κάνουμε μια ψεύτικη ερώτηση ή να δώσουμε μια ψεύτικη απάντηση σχετικά με τον θάνατο. Το θέμα είναι αν είναι δυνατόν να μπορούμε να κάνουμε υπομονή. Αυτό που λέει ο Κύριος, ότι το χωράφι το αγαθό, η γη η καλή είναι αυτοί που δέχονται το λόγο του Θεού και καρποφορούν εν υπομονή. Μπορούμε να κάνουμε υπομονή; Κάποιος γεωργός υπάρχει που φροντίζει για μας. Μπορούμε να περιμένουμε;
“Βρε παιδάκι μου, πεθαίνουμε”
Mα λέει κανείς: “βρε παιδάκι μου, πεθαίνουμε”. Βλέπουμε στο Ευαγγέλιο ότι το άρρωστο παιδί που έφερε ο πατέρας, έπεσε κάτω ξερό σαν νεκρό και πολλοί άρχισαν να λένε πως πέθανε. Νομίζω ότι δεν έχει σημασία αν νομίζουμε εμείς ότι πεθάναμε, αν νομίζουν όλοι οι άλλοι ότι και εμείς πεθάναμε. Αυτό που έχει σημασία είναι να μένουμε κοντά στα πόδια κάποιου ο οποίος υπήρχε προτού τον κόσμον είναι, προτού υπάρξει ο κόσμος κι ο οποίος “τά πάντα διά τό πλήθος του ελέους του εξ ουκ όντων εις τό είναι παρήγαγε”. Oπότε εάν τυχόν είσαι δίπλα σε Αυτόν, άσχετα αν είσαι πεθαμένος ή ζωντανός ελπίζεις και περιμένεις να έρθει η ζωή. Αλλά νομίζω ότι η ζωή έρχεται δια του θανάτου. Όπως ο σπόρος, εάν δεν πέσει στη γη να πεθάνει, μένει μόνος, έτσι και εμείς, αν δεν πονέσουμε θα μείνουμε μόνοι.
Το θέμα είναι το εξής: Ότι πολύ πονούμε και λίγο ζωογονούμαστε, πολύ υποφέρουμε και λίγο μπαίνουμε στη χαρά. Νομίζω ότι το μήνυμα το χαρούμενο του Χριστού είναι ότι μας δίνει τη δυνατότητα να περάσουμε τη ζωηφόρο νέκρωση.
Όταν ζήτησαν δυο μαθητές να δοξαστούν και να καθίσει ο ένας εκ δεξιών και ένας εξ ευωνύμων, Αυτός είπε, όπως αναφέρεται στο Τριώδιο, ότι ο Κύριος δεν δίδει τέτοια πράγματα στους δικούς Του, υπόσχεται ποτήριο θανάτου. Το μεγάλο γεγονός είναι ότι μπορούμε να πεθάνουμε περιμένοντας. Όταν περνάμε την Γεσθημανή, δεν μπορούμε να μιλάμε. Τώρα το ότι μιλάμε σημαίνει ότι δεν περνάμε Γεσθημανή. Αλλά τι γίνεται; Τα χάνουμε. Μπορεί να τα χάσουμε, μπορεί να πέσουμε κάτω, μπορεί να μας εγκαταλείψει κάθε δύναμη σωματική, ψυχική, πνευματική. Το θέμα είναι αν μπορείς και ξερός να περιμένεις και να ευγνωμονείς. Κάποιος υπάρχει μέσα μας και δίπλα μας, που ιερουργεί διαφορετικά το μυστήριο της ζωής.
Θα μπορούσε εύκολα να μας πει ψεύτικα πράγματα, δεν θέλει. Θέλει να μας φέρει στην αιώνια ζωή. Και για να μπεις στην αιώνια ζωή πρέπει να περάσεις από τον θάνατο. Θα μπορούσε ο Χριστός, αν ήταν ταχυδακτυλουργός, να έκανε αυτό που ζήτησαν οι Εβραίοι, όταν έλεγαν “κατέβα από τον Σταυρό και θα πιστέψουμε”. Θα μπορούσε να το κάνει. Δεν ήρθε για να εντυπωσιάσει. Κατέβηκε από τον Σταυρό νεκρός. Νεκρός για να νικήσει τον θάνατο για πάντα, για όλους μας.
Όποτε ένα πράγμα μπορούμε να πούμε ότι μπορούμε να πετύχουμε. Ότι υπάρχει μέσα μας ένας συγκεκριμένος δυναμισμός και δια του θανάτου, μέσα στη γη την καλή και αγαθή της Εκκλησίας, αυτός ο δυναμισμός εκρήγνυται και προχωρούμε σε άλλο τόπο, σε άλλο χώρο, όπου τα φοβερά τελεσιουργείται και τα πάντα λειτουργούν διαφορετικά. Αυτός ο άλλος χώρος και ο άλλος χρόνος είναι αυτός εδώ που ζούμε. Αν θα πάμε με πύραυλους στα αστέρια δεν αυξάνει ο χώρος της ζωής μας και η ελευθερία μας. Αν τυχόν παρατείνουμε τη ζωή μας με μεταμόσχευση καρδιάς δεν γευόμαστε της χάριτος της αιωνιότητος.
Σε μια στιγμή μπορεί να χωρέσει η αιωνιότης και μέσα σε ένα μικρό άγιο μαργαρίτη να χωρέσει όλος ο Χριστός. Ακριβώς γι’ αυτό ο Κύριος ενώ έρχεται να μας φέρει τη χαρά , ενώ έρχεται να μας φέρει τη ζωή, λέει: “μακάριοι οι πενθούντες, μακάριοι οι κλαίοντες καί ουαί οι γελώντες”. Ακριβώς γιατί θέλει να μας φέρει τον πραγματικό γέλωτα, την πραγματική χαρά και την αιώνια ζωή από σήμερα…
Η ψυχή μετά τον θάνατο
Τι γίνεται η ψυχή του ανθρώπου μετά τον θάνατο; Νομίζω δεν μπορούμε να τα λύσουμε και όλα τα προβλήματα. Ξέρετε, είναι πολύ μεγάλο δράμα να νομίζεις ότι έχεις λύσει τα προβλήματά σου. Επίσης, είναι άσχημο ένας δάσκαλος, όποιος από μας κάνει τον δάσκαλο, να δίδει απαντήσεις και να κλείνει τα θέματα. Στην πορεία προς Εμμαούς ο Κύριος κατ’ αρχήν δίνει τη δυνατότητα στον άλλον να βγάλει τα απωθημένα του. Για να εκτονωθούν οι άνθρωποι, για να πουν το λογισμό τους, για να δείξουν την απογοήτευσή τους, για να φτάσουν στην απόγνωση. Λέει ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο όπλο από την απόγνωση. Γιατί όταν κανείς απογοητευθεί από όλα τα εγκόσμια, όπως λέει κι ο άγιος Νικόδημος, όταν φτάσουμε στην απιστία για τον εαυτό μας τότε αρχίζει να αναδύεται μια άλλη πίστη και μια άλλη δύναμη να υπάρχει μέσα μας.
Αυτό που έχει σημασία δεν είναι αν θα πούμε μια κουβέντα σαν απάντηση. Μπορούμε να δεχτούμε τη χάρη του Θεού μέσα μας και να αναχθεί όλο το είναι μας σε ένα άλλο χώρο; Μπορούμε να ελπίζουμε στην ανάσταση των σωμάτων; Αυτό είναι που δίδει η Εκκλησία. Αυτό που έχει σημασία είναι όχι να λύνουμε τις απορίες μας με ένα τρόπο εγκυκλοπαιδικό, με τη λογική του κομπιούτερ, αλλά ει δυνατόν να μετανοούμε, να μπαίνουμε στην άλλη λογική, τη λογική της Εκκλησίας. Τότε καταλαβαίνουμε ότι όταν ο Χριστός φανερώνεται, κρύπτεται. Όταν γίνεται άφαντος φανερώνεται. Αυτό που λέει ο Αγ. Γρηγόριος Νύσσης: «ο Χριστός απαντά δι’ ων αρνείται να απαντήσει». Αν, λοιπόν, δεν μπορούμε να ακούμε τη σιωπή Του, σημαίνει ότι δεν καταλαβαίνουμε τον λόγο Του. Αν τυχόν νομίζουμε ότι τον καταλαβαίνουμε, κάτι δεν πάει καλά μέσα μας.
Tο μεγάλο πράγμα είναι ότι υπάρχει η μητέρα μας Εκκλησία, μπορούμε να βάλουμε τον εαυτό μας μέσα εκεί ώστε σιγά-σιγά να παίρνει αυτήν την άλλη λογική. Πρέπει με ταπείνωση να τρεφόμαστε από την στερεά τροφή που προσφέρει η Εκκλησία και τότε νομίζω ότι συνέχεια η καρδιά μας θα ευφραίνεται. Έχουμε ένα μεγάλο χρέος: δια της ταπεινώσεως και δια της υπομονής να δεχτούμε αυτά τα μεγάλα τα οποία τελεσιουργείται στον υπερώον τόπο τον λειτουργικό, για να μπορέσουμε και εμείς να καταλάβουμε τι είναι άνθρωπος, να χαρούμε τη ζωή μας και μετά χωρίς άλλα σχόλια να δώσουμε τη δυνατότητα και στους άλλους να χαρούν την ζωή τους.
Αυτό που έχουμε να κάνουμε είναι να νιώσουμε ότι η αγάπη “εκ του μή όντως εις τό είναι ημάς παρήγαγε” και εάν τυχόν υπομένομε, στο τέλος από τη δακιμασία βγαίνει μια χαρά και μια αγαλλίαση η οποία ξεπερνά όλες τις δοκιμασίες.
Μια στιγμή στον καθένα μας μπορεί να δημιουργηθούν διάφορες απορίες: Τι σημαίνει θάνατος, τι σημαίνει ανυπαρξία, μια στιγμή να νιώσουμε ότι όλα είναι άχρωμα και άοσμα, τότε τι να κάνουμε; Εγώ λέω ένα πράγμα: Να περιμένομε. Να περιμένομε πού; Μέσα στην Εκκλησία όπου νιώθεις ότι υπάρχει μία ζεστασιά και μία ευρυχωρία. Όπως λέμε το έμβρυο μένει μέσα στη μήτρα της μάνας του και επειδή μένει εκεί, συνέχεια αυξάνει. Έτσι και εμείς πρέπει να μένομε μέσα στη μήτρα της μητέρας μας Εκκλησίας, αυτό που λέμε μετά από την πορεία: “μείνον μεθ’ ημών”, μείνε μαζί μας και εμείς θα μείνουμε μαζί Σου. Άλλα σχόλια δεν θέλουμε πια. Εμείς θέλουμε να μείνουμε μαζί Σου. Αυτό μας φτάνει. Έχει μεγάλη σημασία να μείνουμε κάπου και να δούμε αυτό «το κάπου», το Ένα για το οποίο είμαστε και το οποίο μας εκκολάπτει. O πόνος έχει νόημα επειδή βρισκόμαστε στη μήτρα κάποιου που μας αγαπάει. Εκεί όποιος πολύ πονάει σημαίνει ότι είναι ηλεημένος και μπορεί να δεχτεί μεγάλα χαρίσματα.
Κλείνοντας, εγώ λέω ένα πράγμα για το οποίο είμαι σίγουρος: Προσωπικά είμαι χαμένος αλλά σας λέω αδελφικά ότι ΜΠOΡΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙ O ΑΝΘΡΩΠOΣ. Και αυτή η ζωή η απεριόριστη, η αιώνια που αρχίζει από τώρα ιερουργείται και υπάρχει στην Oρθόδοξη Εκκλησία, την μικρή την ελάχιστη και περιφρονημένη η οποία είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, η ελπίς πάντων των περάτων της γης…
Μη μου κάνετε άλλες ερωτήσεις, δώστε άλλες απαντήσεις. Εγώ θα σας πω μόνο αυτό: Κοιτάξτε, είμαστε χαμένοι, μπορεί εν στιγμή χρόνου να σταματήσει η καρδιά μας αλλά κάτι δεν σταματά, βρε παιδάκι μου, και εγώ θέλω από εκεί και πέρα να πάμε. Και από εκεί και πέρα πάμε με το σώμα και έρχεται η αγαλλίαση και η χάρη της θεότητας μέσα στο σώμα μας και αγιάζεται η ψυχή και το σώμα και ο τρόπος με τον οποίο ζούμε».
 
http://oparadeisos.wordpress.com/
http://vatopaidi.wordpress.com/

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

Το διακύβευμα του ‘22

Του Βλάση Αγτζίδη

Η Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 υπήρξε το πραγματικό αλλά και συμβολικό σημείο του τέρματος μιας μεγάλης ιστορικής διαδικασίας, που συνδέθηκε με την οριστική είσοδο της Εγγύς Ανατολής στην εποχή των εθνών-κρατών. Η αποχώρηση από το ιστορικό προσκήνιο της πολυεθνικής, ισλαμικής, προνεωτερικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν έγινε ειρηνικά και αναίμακτα. Συνδέθηκε κατ’ αρχάς με την κατάρρευση των εσωτερικών μεταρρυθμιστικών προσπαθειών, εξαιτίας της εμφάνισης ενός καινοφανούς μιλιταριστικού εθνικού κινήματος, αυτό των Νεότουρκων. Κίνημα, που επιχείρησε να επιλύσει το εθνικό πρόβλημα, που ταλάνιζε την Αυτοκρατορία, με την εξόντωση και τον αποκλεισμό των πολυάνθρωπων χριστιανικών κοινοτήτων και να μετατρέψει βιαίως τους πολυεθνοτικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς σε εθνικά Τούρκους.


Τις φωτογραφίες τις τράβηξε ο αρχαιολόγος Felix Sartaux, ο οποίος επόπτευε τις αρχαιολογικές ανασκαφές για την αρχαία Φώκαια. Η φωτογραφία με τον έφιππο τσέτη τραβήχτηκε ενώ είχαν βάλει φωτιά στην ελληνική συνοικία και ο κόσμος περίμενε με αγωνία τα πλοιάρια για να φύγει για Μυτιλήνη. Ο τσέτης κρατούσε τα λάφυρα που είχε πάρει από το ελληνικό σπίτι, μεταξύ αυτών και την ομπρέλα που είχε ανοίξει και περήφανα κρατούσε, τονίζοντας τη νίκη ενάντια στους γκιαούρηδες!!!

 Η εσωτερική αυτή διαδικασία εξέφρασε μια πολιτική επιλογή και οδήγησε σε πρωτοφανείς μεθόδους ομογενοποίησης του οθωμανικού κοινωνικού σώματος. Μεθόδους που η ανθρωπότητα θα τις συνειδητοποιήσει λίγες δεκαετίες αργότερα, με την απόλυτη φρίκη του Ολοκαυτώματος. Με ιστορικό σημείο αφετηρίας της διαδικασίας το 1908 και το στρατιωτικό πραξικόπημα των Νεότουρκων εθνικιστών θα επιλεγεί η φυσική εξόντωση των χριστιανικών ομάδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι αιτίες ανιχνεύονται στην κοινωνική δομή της οθωμανικής κοινωνίας. Η νέα οθωμανική αστική τάξη που αναδύθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα προήλθε σε μεγάλο βαθμό από τις ομάδες των ραγιάδων, των παλιών απόκληρων ενός αυταρχικού ισλαμικού κράτους που αποφάσισε όμως με τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ να εκσυχρονιστεί και να υπερβεί τους παλιούς καταναγκασμούς που απέρρεαν από την ισλαμική υπεροψία.

Μια ώριμη ελληνική αστική τάξη

Οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν από το 1914 ήταν περί τα 2,2 εκατομμύρια (1,8 στη Μικρά Ασία και 400 χιλιάδες στην Ανατολική Θράκη με την Κωσταντινούπολη) σ' ένα συνολικό πληθυσμό περίπου 10 εκατομμυρίων. Η οικονομική ισχύς τους ήταν μεγαλύτερη της πληθυσμιακής αναλογίας τους. Υπολογίζεται ότι το 50% του επενδυμένου κεφαλαίου στη βιομηχανία, καθώς και το 60% σε κλάδους μεταποίησης ανήκαν σε πολίτες που προέρχονταν από τις ελληνικές οθωμανικές κοινότητες. Το 1912 από τις 18.063 εμπορικές επιχειρήσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε Ελληνες ανήκε το 46%, το 23% σε Αρμένιους, το 15% σε μουσουλμάνους.

Υπολογίζεται ότι το 1914 από τις 6.507 βιομηχανίες και βιοτεχνίες, το 49% ανήκε σε Οθωμανούς Ελληνες, ενώ Ελληνες ήταν και το 46% των τραπεζιτών. Την ίδια χρονιά υπολογίζεται ότι Ελληνες ήταν το 52% των γιατρών, το 49% των φαρμακοποιών, το 52% των αρχιτεκτόνων, το 37% των μηχανικών και το 29% των δικηγόρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (D. Gontikas, Ch. Issawi, Ottoman Greeks in the age of nationalism, Darwin Press, 1999). Παράλληλα διέθεταν μια πλήρη εκπαιδευτική δομή με εκατοντάδες σχολεία αλλά και υψηλού επιπέδου ιδρύματα, όπως η Μεγάλη του Γένους Σχολή (Κωνσταντινούπολη), η Ευαγγελική Σχολή (Σμύρνη), το Φροντιστήριο Τραπεζούντας, η Ιερατική Σχολή στο Ζιντζίντερε (Καππαδοκία) κ.ά.

Εντυπωσιακός είναι κι ο αριθμός των εφημερίδων που κυκλοφόρησαν. Μόνο στη Σμύρνη οι ελληνικές εφημερίδες και περιοδικά που κυκλοφόρησαν κατά καιρούς ανέρχονται σε 135. Η μακροβιότερη ήταν η «Αμάλθεια» (1838-1922). Αλλες σημαντικές εφημερίδες, η «Αρμονία» (1880-1922) και η σοσιαλιστική «Ο Εργάτης» (1908-1922).

Σε ιδεολογικό επίπεδο οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας χαρακτηρίζονται από μια ώριμη εθνική συνείδηση, απόρροια κυρίως του ρεύματος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, που από την προεπαναστατική περίοδο είχε τα μεγάλα κέντρα του στην Κωνσταντινούπολη, το Αϊβαλί, τη Σμύρνη κ.α. και της συνεχούς ύπαρξης λόγιας τάξης. Η συγκρότηση της Ελλάδας ως έθνους-κράτους ενίσχυσε τις διαδικασίες συνειδητοποίησης των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την εμπέδωση μιας ελληνικής ταυτότητας ως μετεξέλιξη της παλαιότερης ρωμαίικης. Η διαδικασία αυτή όμως δεν υπήρξε απόρροια μιας κρατικής πολιτικής της Ελλάδας, αλλά αφενός της δραστηριοποίησης των Μικρασιατών (κυρίως με το Σύλλογο Μικρασιατών «Η Ανατολή») που είχαν εγκατασταθεί στην Ελλάδα από την εποχή της Επανάστασης και εντεύθεν και αφετέρου της φυσιολογικής ιδεολογικής εξέλιξης που απορρέει από την ανάπτυξη αστικών σχέσεων και την επέκταση της οικονομίας της αγοράς.

Παρ' όλη όμως την εδραιωμένη εθνική ταυτότητα οι Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέλεξαν να υποστηρίξουν με κάθε τρόπο τις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες, αποφεύγοντας τις αποσχιστικές και διαλυτικές κινήσεις. Μόνο όταν η προοπτική της δημοκρατικής μετεξέλιξης ακυρώθηκε από το εθνικιστικό κίνημα των Νεότουρκων και υπέστησαν την προαποφασισμένη Γενοκτονία από το 1914, αποφάσισαν να υποστηρίξουν την πολιτική τους αυτοδιάθεση. Η αναγκαστική αυτή επιλογή θα εκφραστεί μετά το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου με το αίτημα για δημιουργία δεύτερου ελληνικού κράτους στον μικρασιατικό Βορρά, στον Πόντο και με την Ενωση με την Ελλάδα ή την αυτονόμηση της Ιωνίας και της Ανατολικής Θράκης.

Η κατάσταση στην Ελλάδα

Την ίδια εποχή οι Ελληνες στην Ελλάδα ανέρχονταν στα 4,5 εκατομμύρια και ζούσαν σ' έναν τελείως διαφορετικό χώρο από κοινωνική και πολιτειακή άποψη. Ο γεωγραφικός χώρος που αποτέλεσε το έδαφος του νεαρού Βασιλείου βρισκόταν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι παραγωγικές δυνάμεις ήταν ελάχιστα αναπτυγμένες όπως και οι υπόλοιπες δομές που ήταν απαραίτητες για τη λειτουργία ενός έθνους-κράτους. Οι πραγματικές δομικές αδυναμίες θα οδηγήσουν σε μια ιδεολογική «υπεραναπλήρωση» βασισμένη στην αρχαιοελληνική ανάκληση, στην αναβίωση ενός νεκρού παρελθόντος ως αντιστάθμισμα στην υπαρκτή πολιτισμική ταυτότητα των εξωελλαδικών ελληνικών κέντρων. Παράλληλα θα εδραιωθεί μέσω της αυτοαναγνώρισης η ιδεολογία της «μητρόπολης» ως συναίσθημα υπεροχής.

Ειδικά μετά την καθιέρωση του Συντάγματος τα ισχυρά από την προεπαναστατική εποχή τοπικά συμφέροντα των προεστών και των φεουδαρχών θα «καταλάβουν» την εξουσία στο Βασίλειο και θα οδηγήσουν στην ανάπτυξη ενός παλαιοελλαδικού τοπικισμού που στις κρίσιμες εποχές της Ιστορίας θα έχει μοιραία συμβολή στις εξελίξεις. Βασικό χαρακτηριστικό στην εξέλιξη της ελλαδικής κοινωνίας θα είναι η απουσία σημαντικών αστικών στρωμάτων. Το γεγονός αυτό θα οδηγήσει σε υπερλειτουργία του κρατικού μηχανισμού, με αποτέλεσμα τη δημιουργία ισχυρών δεσμών μεταξύ ελεύθερης αγοράς και κρατικής-κομματικής λειτουργίας. Η πολιτισμική ενοποίηση του πληθυσμού και η δημιουργία μηχανισμών λειτουργίας που αντιστοιχούσαν στη νέα πολιτειακή μορφή απορρόφησαν τις δραστηριότητες των νέων ελίτ, κρατικοδίαιτων σε μεγάλο βαθμό, που αναπτύχθηκαν.

Ετσι η μοναδική ελληνική αστική τάξη που είχε τα χαρακτηριστικά τα οποία αντιστοιχούσαν στην ευρωπαϊκή τυπολογία βρισκόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Η πολιτική που ακολουθήθηκε στο νεαρό κράτος ήταν αρκετά εσωστρεφής και αυτό είχε αντανάκλαση στην πολιτική διαχείριση των επαναστατικών ελληνικών κινημάτων στα Βαλκάνια (Κρήτη 1866, Μακεδονία 1878). Μόνο η εμφάνιση του βουλγαρικού εθνικισμού, που διεκδικούσε προς όφελός του τις μακεδονικές και θρακικές περιοχές της Αυτοκρατορίας, κινητοποίησε δυνάμεις εντός της Ελλάδας. Ο στόχος ήταν η αποτροπή του νέου αυτού επιθετικού εθνικισμού . Οσον αφορά τις οθωμανικές εξελίξεις η Ελλάδα, μέχρι σχεδόν του πραξικοπήματος των Νεοτούρκων (1908), ακολουθεί μια πολιτική που συμβαδίζει με τους στόχους των Ελλήνων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στο σημείο αυτό παρατηρείται μια τομή στα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα της Ελλάδας. Το στρατιωτικό κίνημα του 1909 (Γουδί) ευνόησε την άνοδο στην εξουσία των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων αναθέτοντας στον Ελ. Βενιζέλο τη διακυβέρνηση της χώρας. Ο Βενιζέλος, προερχόμενος από την επαναστατημένη λίγο καιρό πριν Κρήτη, αντιλαμβάνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια την ιστορική καμπή που διάβαινε ο χώρος της Εγγύς Ανατολής με τη νίκη των ακραίων Τούρκων εθνικιστών και την ήττα των μεταρρυθμιστικών οθωμανικών δυνάμεων.

Αφορμή για την τελική ρήξη του παλαιοελλαδικού πολιτικού κόσμου, συσπειρωμένου γύρω από τη μοναρχία και τον Κωνσταντίνο, με τον Ελ. Βενιζέλο θα προέλθει με την έξοδο ή όχι της Ελλάδας στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ηδη, πριν ακόμα από την έναρξη του Πολέμου, οι Νεότουρκοι είχαν αρχίσει την υλοποίηση του προγράμματος εθνικών εκκαθαρίσεων κατά του ελληνικού πληθυσμού στην Ανατολική Θράκη και την Ιωνία. Δεκάδες χιλιάδες Ελληνες από την Οθωμανική Αυτοκρατορία θα καταφύγουν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα, η οποία βιώνει έναν μεγάλης έκτασης εσωτερικό διχασμό.

Μετά το τέλος του Πολέμου

Επειτα από πολλές παλινωδίες και περιπέτειες, η Ελλάδα θα πάρει μέρος στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και τελικά θα βρεθεί στο στρατόπεδο των νικητών. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Νεότουρκοι είχαν διαπράξει πρωτοφανή εγκλήματα κατά των χριστιανικών πληθυσμών, των Αρμενίων, των Ελλήνων και των Ασσυρίων. Η πολυεθνική Αυτοκρατορία είχε φτάσει πια στο τέλος της. Διαμορφωνόταν πλέον η εποχή των εθνών-κρατών, με βάση πληθυσμιακά, ιστορικά και γεωπολιτικά κριτήρια. Στους Ελληνες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που προ του 1914 ανέρχονται στο 20% του πληθυσμού, θα αποδοθεί με τη Συνθήκη των Σεβρών το 6% του παλιού οθωμανικού εδάφους, ενώ θα εξαιρεθούν περιοχές του μικρασιατικού Βορρά που είχαν υποφέρει σκληρά από τη βία του νεοτουρκικού εθνικισμού. Οι Αρμένιοι αποκτούσαν και αυτοί εθνικό κράτος, ενώ αυτονομία θα απολάμβαναν και οι Κούρδοι.

Το μεγαλύτερο μέρος του παλιού κοινού οθωμανικού σπιτιού μετατρεπόταν πλέον στο έθνος-κράτος των Τούρκων. Οι παράμετροι που θα αλλάξουν τον ρουν των πραγμάτων θα είναι αφενός ο Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος θα εκφράσει τον επιθετικό τουρκικό εθνικισμό, και η μοναρχική παράταξη η οποία θα υπονομεύσει το μικρασιατικό εγχείρημα. Παράλληλα η αλλαγή των διεθνών συνθηκών με την επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσία θα αναπροσδιορίσει τις προτεραιότητες των μεγάλων δυνάμεων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να προστεθεί η στάση της Γαλλίας, της Ιταλίας αλλά και του Βατικανού ακόμα που ανησυχούσαν με τη γεωπολιτική ενίσχυση της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο.

Στις 19 Μαΐου 1919 ο αξιωματικός του οθωμανικού στρατού Κεμάλ Πασά αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα με το πρόσχημα της επιβολής της τάξης στην περιοχή. Παρ' ότι στάλθηκε στην περιοχή για να προστατεύσει τους πληθυσμούς που είχαν υποφέρει από τη βία, κύριο μέλημά του υπήρξε η καταστολή του ποντιακού αντάρτικου. Ο Κεμάλ σύντομα αυτονομήθηκε από την κεντρική οθωμανική εξουσία και άρχισε τη συγκρότηση ενός εθνικιστικού τουρκικού κινήματος, εκμεταλλευόμενος πολύ έξυπνα τα θρησκευτικά αισθήματα των μουσουλμανικών εθνών. Οι παρακρατικές ομάδες της Teskilat i Mahsusa θα πλαισιώσουν πρώτες το κίνημα αυτό και θα αγωνιστούν για τη σωτηρία τους αφενός και για την υλοποίηση των αρχικών σχεδίων που είχαν σταματήσει με τη νεοτουρκική ήττα αφετέρου.

Οι εσωτερικές αντινομίες του ελλαδικού Ελληνισμού θα οδηγήσουν σε μια ήττα, η οποία καθόλου δεν ήταν προδιαγεγραμμένη.

Η ακατανόητη απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου να προχωρήσει στις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 θα φέρει στην εξουσία το αντιπολεμικό και αντιμικρασιατικό, φιλογερμανικό Λαϊκό Κόμμα και τον ανεπιθύμητο για τους συμμάχους βασιλιά Κωνσταντίνο. Το μέλλον των Ελλήνων στην Ανατολή το ήξεραν καλύτερα οι ίδιοι οι Τούρκοι εθνικιστές. Η επίσημη εφημερίδα του Κεμάλ στην Αγκυρα έγραφε στις 28 Οκτωβρίου 1920 για τις επερχόμενες ελληνικές εκλογές: «Οι ελληνικές εκλογές θα κρίνουν την τύχη του μικρασιατικού πολέμου. Πτώση του Βενιζέλου σημαίνει και πτώση της Ελλάδας στη Μικρά Ασία...», ενώ στις διαδηλώσεις των Τούρκων εθνικιστών στην Αγκυρα κυριαρχούσε το σύνθημα: «Μπιν γιασασίν Μουσταφά Κεμάλ / Γιασασίν Κωνσταντίνος / Καχρολσούν Βενιζέλος» («Πολύ ζήτω στον Μουσταφά Κεμάλ / Ζήτω στον Κωνσταντίνο / Κατάρα στον Βενιζέλο»).



Η νέα κυβέρνηση του Λαϊκού Κόμματος, που συνεργάστησε προεκλογικά σε μια αντιπολεμική, αντιμικρασιατική πλατφόρμα με το ΣΕΚΕ, είχε πολιτευτεί με συνθήματα όπως «Μικρά πλην έντιμος Ελλάς», «Αποχώρηση της Ελλάδας από τη Μικρά Ασία». Στη συνέχεια θα ακολουθήσει μια διετή πολιτική (Νοέμβριος 1920-Σεπτέμβριος 1922) που θα χαρακτηριστεί από προσπάθεια διαρκούς αλλά ανεπιτυχούς απαγκίστρωσης από τη Μικρά Ασία και ανορθολογισμό. Τελικά, αντί να οδηγήσει τους στρατιώτες στα σπίτια τους, θα τους οδηγήσει πέρα από την Αλμυρά Ερημο.

Την ίδια στιγμή δεν υπήρχε καμιά μέριμνα για οργάνωση του μετώπου περιμετρικά της Σμύρνης.

Παράλληλα θα αγνοήσει τα αιτήματα των Ελλήνων της Ανατολής. Θα απορρίψει το αίτημα της οργάνωσης «Μικρασιατική Αμυνα» για δημιουργία μικρασιατικού στρατού με στόχο την αυτονόμηση της Ιωνίας. Επίσης αγνόησε ολοκληρωτικά τον Πόντο, όπου οι αντάρτες έδιναν εγκαταλειμμένοι τον σκληρό αγώνα ενάντια στον τουρκικό στρατό. Τον Ιούλιο του 1922 προσπάθησε ανεπιτυχώς να οργανώσει την εκκένωση της Μικράς Ασίας από τον ελληνικό στρατό. Με την προοπτική αυτή νομοθέτησε (2870/1922) την απαγόρευση της εκκένωσης της περιοχής από τον άμαχο πληθυσμό. Ετσι παρέδιδε συνειδητά τους Ελληνες της Ιωνίας στα στρατεύματα του Μουσταφά Κεμάλ. Κάτι που έκανε και λίγο αργότερα, μετά τη νίκη των κεμαλικών, όταν διέταζε τον διαλυμένο ελληνικό στρατό να επιβιβαστεί στα πλοία για να αναχωρήσει και να επιστρέψει «οίκαδε», διατάζοντας τον αρμοστή Αριστείδη Στεργιάδη να απαγορεύσει την έξοδο του ελληνικού πληθυσμού «για να μη δημιουργηθεί προσφυγικό πρόβλημα στην Ελλάδα».

Από τα 2,2 εκατομμύρια που ήταν οι Ελληνες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία στις παραμονές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, θα καταμετρηθούν το 1928 ως πρόσφυγες στην Ελλάδα περίπου 1,25 εκατομμύρια. Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια τον συνολικό αριθμό των απωλειών. Κανείς ποτέ στην Ελλάδα δεν προσπάθησε να καταγράψει τα θύματα. Εξάλλου η προσφυγική μνήμη υπήρξε μια απαγορευμένη Μνήμη μέχρι τη δεκαετία του '80, οπότε οι προσφυγικές οργανώσεις, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που έδιναν οι νέες συνθήκες, θα μιλήσουν για όλα αυτά και θα επιβάλουν εν τέλει την ενσωμάτωση της ιστορίας των Ελλήνων της Ανατολής στο συνολικό εθνικό αφήγημα. *

Αναλογιζόμενοι 90 χρόνια μετά την ελληνική αποτυχία στο νου έρχεται η ρήση του Λόϋδ Τζορτζ, όταν η Ελλάδα φάνταζε ως η μελλοντική μεγάλη δύναμη στην Αν. Μεσόγειο: «Τίποτα λιγότερο της προδοσίας από την ελληνική πλευρά ή ανικανότητας που ισοδυναμεί με προδοσία, δεν θα ήταν δυνατόν να καταστήσει τυς Τούρκους της Ανατολίας ικανούς να επιδράμουν στη Σμύρνη και να ρίξουν τους Έλληνες στη θάλασσα».


Όπως και η διαπίστωση του ιστορικού Douglas Dakin : «…Ακόμα και σήμερα δεν έχει σιγάσει η διαμάχη γύρω από το ζήτημα γιατί οι ελληνικές δυνάμεις που υπερτερούσαν αριθμητικά και δεν ήταν πολύ χειρότερα εξοπλισμένες από τα στρατεύματα του Κεμάλ, οδηγήθηκαν σ’ αυτή την καταστρoφική ήττα.» ( “H ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923”, εκδ. ΜΙΕΤ)




Από το "ΕΝ ΚΡΥΠΤΩ" αναδημοσίευση:  http://networkedblogs.com/AMPBf